Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

ΤΕΟΣ ΡΟΜΒΟΣ-ΥΠΟΧΘΟΝΙΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ UNDERGROUND ΤΥΠΟΣ 4


Η παρέα μου, που και περιοδικά εκδώσαμε και, πιστεύω, όλοι κάτι
προσφέραμε, στο Οκτόπους προμηθευόμασταν τα πρώτα ανατρεπτικά
περιοδικά, τις μπροσούρες και τις προκηρύξεις. Εκεί πρωτοφλερτάραμε,
πρωτομάθαμε πολιτική, γνωρίσαμε άλλους με ιδέες παρόμοιες με τις
δικές μας και ακούγαμε τον Ρόμβο να μιλάει για τις εμπειρίες του στα
κοινόβια της Γερμανίας και στο Μάη του ’68.
Αν κάτι από τότε άλλαξε προς το καλύτερο, αν κάτι κάναμε, όλοι όσοι
περάσαμε από το Οκτόπους, για να μην είναι οι θεσμοί της οικογένειας
και του σχολείου τόσο καταπιεστικοί, για να μην πηγαίνουν οι νέοι στο
στρατό, για να μπορούν να έχουν ελεύθερες ερωτικές σχέσεις κ.λ.π., η
συμβολή του Ρόμβου ήταν καθοριστική».
~0~
Σε αντίθεση με τα προηγούμενα
χρόνια του ’50 και ’60 που η
νεολαία πήγαινε μαζικά στο
Κολωνάκι και στις παρυφές του,
τώρα οι νέοι «ψάχνονταν» στα
πολιτικοποιημένα Εξάρχεια. Νέοι άνθρωποι, πολύ θυμωμένοι με όλα και με όλους. Μου θύμιζαν τους
εξαγριωμένους πιτσιρικάδες της λογοτεχνίας, το Φρανσουά Βιγιόν, τον
Αρθούρο Ρεμπώ, τον Παναΐτ Ιστράτη, τον Αλφρέντ Ζαρρύ, το Νηλ
Κάσσαντυ, που τους είχα κάπου, κάποτε, ανταμώσει. Λίγο πολύ όλοι τους
έκαναν την προσωπική τους επανάσταση. Χειραφετούνταν από το γονικό
σπίτι, ανεξαρτητοποιούνταν. Νωρίς τα πρωινά έρχονταν κάποιοι απ’
αυτούς που είχαν ανάγκη να δουλέψουν, διάλεγαν βιβλία από τα ράφια
και πήγαιναν στο Πολυτεχνείο και στα Προπύλαια για να τα πουλήσουν.
Το μεσημέρι που επέστρεφαν κράταγαν το κέρδος τους ενώ έδιναν στο
βιβλιοπωλείο τα χρήματα του κόστους αγοράς. Δουλειές γύρω δεν
υπήρχαν ή κι αν βρίσκονταν κάποιες ήταν εντελώς βαρετές.
Όποιος έμπαινε στο βιβλιοπωλείο για πρώτη φορά, έπρεπε να υποστεί
και την ανάλογη διερευνητική, ανακριτική στιχομυθία. «Είσαι μαζί μας
στον ορατό κόσμο ή είσαι εκεί έξω με τους άλλους που είναι αόρατοι…
απεκδύσου από την καθημερινή μιζέρια σου (βγάλε αυτά τα ρούχα που
φοράς που σε κάνουν αόρατο) και κάτσε μαζί μας».
Συχνά περνούσε από το Βιβλιοπωλείο ο αγαπημένος Βαγγέλης Μανιάτης
με τα ξυλοπόδαρά του και καθόταν απέξω να ξεκουραστεί. Άλλοτε μόνος,
άλλοτε με τους «Γίγαντες» ακροβάτες που έκαναν τα ακροβατικά τους για
χάρη μας. Χάπενιγκ, αυθόρμητα δρώμενα γίνονταν σχεδόν καθημερινά
στην οδό Κωλέττη. Όποιος ήθελε έμπαινε και έπαιρνε όποιο βιβλίο ήθελε,
χωρίς καν να ρωτήσει. Μέσα στο βιβλιοπωλείο υπήρχε δανειστική
βιβλιοθήκη και λειτουργούσε αναγνωστήριο, ψυχοθεραπευτήριο,
αφουγκραστήριο, κι ο Μαξ μοίραζε ερωτικές συμβουλές και προσκαλούσε
τις κόρες των αντικρινών φροντιστηρίων να ενωθούν μαζί μας. Τα
Χταπόδια, εραστές και οπαδοί του Αυθόρμητου, της Αυθαιρεσίας, της
Αυτονομίας σκανδαλίζονταν από τα νεαρά θηλυκά αλλά και τις
σκανδαλίζανε…
Ο Αντρέας (ο Ροκ) Μάχος μας
μίλαγε για τον Έρικ Κλάπτον
που τον είχε γνωρίσει
κάποτε, όταν έπαιξε στον
Πειραιά, και φάγανε μαζί
σουβλάκια στην Τερψιθέα και
δηλητηριαστήκανε μαζί, μας
έλεγε για τον Φρανκ Ζάπα
ότι ήταν από καταγωγή Έλληνας από τη Μεγάλη Ελλάδα, και ερμήνευε τα κρυμμένα μηνύματα
των στίχων του Freak Out που ήταν αναγνώσιμα μόνον στους φρίκους. Ο
Δαβίδ μας διάβαζε τα ολονύκτια βάσανα της ξαγρύπνιας του που ήταν οι
οικογενειακοί του εφιάλτες και οδηγούσαν κατευθείαν στο Δαφνί. Ο
Θάνος ο Λοστ, που ερχόταν όλο και πιο συχνά, κουβέντιαζε παθιασμένα
ότι μόνο με προβοκάτσιες θα μπορέσουμε να βάλουμε φωτιά στα μυαλά
και τις συνειδήσεις των άλλων.
Ο Χρήστος Ζυγομαλάς μαζί με κάποιους μαθητές δημιούργησαν ένα
συγκρότημα και παίζανε τραγούδια που γράφονταν επί τόπου. Κάποια
στιγμή μελοποίησαν και το ρεμπέτικο στίχο «Νατάσσα της Αυγής και του
Περαία» για τον Έρωτα του βιβλιοπωλείου. Ο Γιώργος Κακουλίδης μας
διάβαζε τα πρώτα του ποιήματα με τίτλο Λίμπερτι, που ήταν το καράβι
που μπαρκάρισε η ψυχούλα του στα δεκάξι του μόλις χρόνια.
Εκείνο τον καιρό διάβασα την Aυτοβιογραφία του
Μάρκου Βαμβακάρη που είχε μόλις κυκλοφορήσει
και συγκλονίστηκα. Ζώντας μακριά από την
Ελλάδα αγνοούσα και τους ρεμπέτες και τα
τραγούδια τους. Και επειδή ο Μάρκος μου άρεσε,
κάποιο βράδυ που τον άκουσα στο ραδιόφωνο να
τραγουδάει σε μια παλιά  ηχογράφηση του 1961,
τον μαγνητοφώνησα. Απ’ ό,τι διαπίστωσα αργότερα
το ντέμο με τα άγνωστα τραγούδια του Μάρκου
χάθηκε και έμεινε σαν μαρτυρία η δική μου
ηχογράφηση από το ραδιόφωνο.
Πότε πότε περνούσε από το βιβλιοπωλείο και ο σημαντικός
ανθρωποποιητής Μιχάλης Κατσαρός για να μας δει αλλά και κάποιοι
γεροεπαναστάτες όπως ο Άγις Στίνας που γοητευόταν από το ελευθεριακό
πνεύμα του βιβλιοπωλείου. Ερχόταν επίσης και ο Γιάννης Γαλανόπουλος,
εκδότης του καλού περιοδικού Επίθεση που έβγαινε στη χούντα. Ο Νίκος
Μπαλής, μόλις τυπωνόταν το ΟΤΑΝ, το έφερνε αμέσως στο μαγαζί όπου
πουλιόταν μέχρι να πεις κύμινο. Η Ιουλία Ραλλίδη καθόταν μαζί μας κι
όλο μιλούσε για τους μπητ συγγραφείς και για την
ελευθερία που αποπνέουν τα κείμενά τους.
Τακτικός θαμώνας του Οκτόπους και ο Λεωνίδας
Χρηστάκης που κουβαλούσε σε πακέτα των εκατό
αντιτύπων το ΠΑΝΤΕΡΜΑ (παντός δέρμα ή παντός τέρμα), τον Κούρο και το ΜικροKούρο και γέμιζε τα τζάμια του μαγαζιού
με τις φοβερές αφισέτες του όπου κατήγγειλε τον έμπορο όπλων Νίκο
Παπαδάκη για την κατεστημενοποίηση της ΣΚΗΝΗΣ και του περιοδικού
ΠΑΛΙ, του ελληνικού αντεργκράουντ δηλαδή, μέσα από την άχαρη και
μεγαλεπίβολη παρουσίασή της στο περιοδικό ΣΗΜΑ ή όπου ξέχεζε τον
σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη για τις μειλίχιες ανελίξεις του περί την
Εξουσία στο δρόμο για το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αλλά και πάντες τους
κρατικοδίαιτους δημιουργούς που πρώτα τσάκωναν τις παχυλές κρατικές
επιχορηγήσεις και κατόπιν έβγαζαν επαναστατικές κορώνες ενάντια στο
κράτος. Καμιά φορά ο Λεωνίδας μάς σχιζοαπήγγειλε κάποιο ποίημα.
Όλη μέρα μέσα κι έξω από το βιβλιοπωλείο παρέες διάσπαρτες, συνήθως
νέων. Οι συζητήσεις που γίνονταν ήταν άλλοτε άγριες, άλλοτε πάλι
ήρεμες, άλλοτε προβοκατόρικες, με πνεύμα και αδιέξοδα. Φυσικά ο
καθένας έλεγε το μακρύ του και το κοντό του αλλά γίνονταν πάλι και
κουβέντες επιπέδου με σημασία, με χάρη, ερωτικές, απελευθερωτικές.
Τα πάντα λέγονταν, τα πάντα. Κάποιοι που φλέγονταν από τις ιδέες
ενάντια σε κάποιους άλλους που νοιάζονταν μοναχά για τον εαυτούλη τους
και στο μυαλό τους στριφογύριζε σαν σε πλυντήριο η ιδέα πώς θα «την
κάνουν»…
Τα Χταπόδια έκαναν πρόχειρες εκθέσεις των έργων τους. Τα έστηναν στον
πρώτο χώρο του βιβλιοπωλείου, ώστε να τα βλέπουν όλοι όσοι έμπαιναν
μέσα, πάνω στα δυο καβαλέτα που υπήρχαν εκεί ή τα καρφίτσωναν στα
φύλλα φελλού που ήταν ντυμένοι οι τοίχοι και κάτω από τα έργα υπήρχε
πάντα χώρος για να γράφονται σχόλια. Μερικά από τα έργα εκείνα
παρουσιάζονται σήμερα στην ΤΡΥΠΑ. Υπάρχουν έργα αρκετών φίλων
αλλά και μερικά που είναι ανυπόγραφα και δεν θυμάμαι καν ποιανών
ήσαν. Ας συχωρεθεί αυτή μου η έλλειψη μνήμης…
Πρώτος εξέθεσε  τα έργα του ο
ομογάλακτός μου  Σταύρος (Steve)
Καπλανίδης, ο  μόνος άνθρωπος που
γνώριζα σε  αυτήν την πόλη απ’
τα παλιά και  που μόλις είχε
επιστρέψει και  δαύτος από τη
Γερμανία. Σειρά  πήρε ο Ηλίας
Πολίτης και  έδειξε τη δουλειά
του όπου  κυριαρχούσαν οι
γάτες. Ο  Λάζαρος Ζήκος, ένα νεαρό παιδί με μια γλύκα αλλά συνάμα και ποιητικά απόμακρος,
περνούσε αραιά και πού και μας άφηνε τα αποκαλυπτικά του σχέδια που
τα καρφίτσωνα εγώ για να τα βλέπουν οι άλλοι. Το ίδιο και ο Νίκος
Λίμπερ, που όταν σχεδίαζε με το ραπιντογράφο ακούμπαγε κάπου δίπλα
τα χοντρογυαλιά του κι έσκυβε πάνω στο μπλοκ στα πέντε εκατοστά
απόσταση ακουμπώντας σχεδόν τη μύτη του πάνω στο χαρτί. Ο Σωτήρης
Νάτσης, μεγαλωμένος στο ορφανοτροφείο χωρίς να γνωρίσει ποτέ γονείς, 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου