Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Γιώργος Χατζηκυπραίος-Ο Ήλιος

Στράφηκε προς την μεριά του παραθύρου και κοίταξε για μια ακόμη φορά τον ήλιο που κατέβαινε στη δύση. Αυτή ήταν μια απ’ τις χειρότερες στιγμές της μέρας. Δεν άντεχε να βλέπει το φως που φεύγει καθώς οι μισοχαμένες λάμπες δεν μπορούσαν ν’ αναπληρώσουν την απώλεια του φωτός. Αλλά δεν είχαν χαθεί όλα. Έρχονταν το σκοτάδι. Ο παλιός λυτρωτικός φίλος. Μετά από λίγες ώρες, που είχε προσποιηθεί τον απόντα, ξαναγύρισε συμμετέχοντας στην βεβήλωση των κοιμισμένων. Θα έμπαινε πάλι μέσα στις σκέψεις τους. Μόνος αυτός, μιαρός από παλιά κελεύσματα φέρνοντας έναν κόσμο που μόνο σαν εφιάλτης μπορούσε πια να φαντάζει στους σκυμμένους. Με απλωμένα τα χέρια πάνω από το λίκνο της υποταγής και το μπουκάλι της επανάστασης στα χέρια του, πότιζε νέες ελπίδες με παλιές λέξεις.  Όχι ότι τούτες είχαν χαθεί!  Αλλά να… δεν μπορούσαν πια να χωρέσουν στο νου των ανθρώπων που λύγιζαν κάτω από την πίεση της καθημερινής προσταγής να σκύβουν όλο και πιο πολύ.  Κι έμενε μόνος αυτός ν’ απλώνει φωνή συνείδησης στο ύψος των φοβισμένων.  Όχι γιατί δεν ήταν άλλοι να τους λένε να σηκωθούν, αλλά να… ήταν απ’  αυτούς πιο ψηλά και φάνταζαν απόμακροι και πολλές φορές εχθρικοί. Είναι εύκολο να φωνάζεις: Μπείτε μπροστά!  Όταν στέκεις εσύ από πίσω. Σ’  αυτό κανείς δεν ακούει. Όλοι περιμένουν εκείνον που θα πει: Ακολουθήστε με!  Σ’  αυτόν που πρώτος θα σταθεί μπροστά στο χαίνον σκοτάδι και θ’ αντιμετωπίσει τον αιχμηρό θάνατο χωρίς να κουνήσει τα βλέφαρα.  Μόνο που έχει να κάνει είναι να δώσει το ποτό της προσωπικής του νίκης, στο επόμενο κι αυτός στον διπλανό του. Με κάθε πτώμα που πέφτει στην γης, παγώνουν οι τσιμινιέρες, τα ταμεία, τα λιμάνια. Η κάθε τρύπα στο κορμί κοστίζει και μια νέα απώλεια στους ανθρωποφύλακες. Ποιος να σηκώσει την άγκυρα, όταν δεν έχει ματώσει η αλυσίδα; Πώς να βαθύνει το χώμα όταν δεν το έχει μαλακώσει ο ιδρώτας; 
Κι αυτός με τα χέρια απλωμένα και τα μάτια γεμάτα πυρετό να φωνάζει στις συνειδήσεις:
-Σηκωθείτε! Πολεμήστε! Δεν είστε σκλάβοι! Είστε άγιοι, ενός κόσμου που θα ζήσει απ’ το φως που εσείς θα του δώσετε. Φροντίστε να είναι δυνατό. 

Κι έτσι πια όλοι θ’ αντέχουν να βλέπουν το φως της μέρας να φεύγει γιατί θα ξέρουν πως οι σπόροι που αυτός φύτευε μέσα στην νύχτα έδωσαν νέα άνθη με πανέμορφα ονόματα, που ο καθ’ ένας φοράει στολίδι στο πέτο του. Ίσως να μην μείνει ούτε ανάμνηση απ΄ αυτόν. Ίσως πάλι να πουν ότι δεν ήταν αυτός που χαστούκιζε τις συνειδήσεις μέσα στην νύχτα, γιατί θα πονούν ακόμα τα λόγια κι αυτοί που σηκώθηκαν στα υστερινά, είχαν χάσει την δόξα του θανάτου. 

Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

karl marx-στην Τζένη

Στην Τζένη
Ι
Τζένη, γελώντας θα μπορούσες να ρωτήσεις, γιατί "Στην Τζένη" απευθύνω τα τραγούδια μου,
Όταν για σένα μόνον ο σφυγμός χτυπάει πιο γρήγορα,
Όταν για σένα το τραγούδι μου ηχεί μ'απελπισία,
Κι όταν εσύ μονάχα με εμπνέεις,
Όταν σε κάθε λέξη βρίσκω τ'όνομά σου,
Όταν χαρίζεις μελωδία σε κάθε ήχο,
Κι όταν η κάθε ανάσα σου είναι θεϊκή,
Γλυκά τ'ωραίο σου όνομα ηχεί
Και ο ρυθμός του πάλι μου μιλάει
Κι ο πλούσιός του ήχος είναι μουσική,
Σαν τις δονήσεις των πνευμάτων στο σκοτάδι
Και σαν την αρμονία κάποιας χρυσής χορδής,
Μιας ύπαρξης υπέροχης και μαγικής.

ΙΙ
Βλέπεις! Θα γέμιζα χιλιάδες τόμους, 
Γράφοντας μονάχα τη λέξη Τζένη,
Βιβλία που θα φανέρωναν έναν κόσμο σκέψης,
Κατόρθωμα αιώνιας θελήσεως,
Στίχοι που τρυφερά καταπραϋνουν κάθε πόθο,
Κάθε λάμψη, κάθε αιθέρια αστραπή,
Κάθε πόνο, κάθε θλίψη κι αγωνία,
Αλλά και κάθε ουράνια ευτυχία,
Κάθε ζωή και κάθε ανθρώπινη Σοφία.
Μπορώ να τα διαβάσω στα αστέρια
Κι η αναπνοή του Ζέφυρου τα ξαναφέρνει,
Από τους άγριους κεραυνούς της καταιγίδας.
Ω! Στ'αλήθεια θα τα γράψω σαν ρεφραίν,
Ώστε οι γενιές που έρχονται να ξέρουν:
ΤΖΕΝΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ.