Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

O MARTIN HEIDEGGER EΡΜΗΝΕΥΕΙ ΚΑRL MARX

§1

Μια από τις πιο γνωστές και μεστές νοήματος ρήση του Μαρξ είναι η ενδέκατη θέση από τις θέσεις για τον Φόυερμπαχ. Η ρήση αυτή έχει ως εξής:
         
«Οι φιλόσοφοι ως τώρα έχουν μόνο ερμηνεύσει τον κόσμο με
διάφορους τρόπους. Το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε».

Ποιον προβληματισμό καταθέτει ο Μαρξ με αυτή τη θέση; Πρώτον προσδιορίζει την κοινωνική αποστολή της φιλοσοφίας· στη συνάφεια τούτη, δεύτερον,  θεωρεί ότι το ανθρώπινο άτομο δεν είναι ένα αφηρημένο ον, αλλά κατ’ εξοχήν κοινωνικό, όπως και η ίδια η κοινωνία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ένα αφηρημένο αντικείμενο μιας εποπτικής θέασης, αλλά ως συγκεκριμένο πεδίο συνεννόησης και ταξικών συγκρούσεων. Στο βάθος του χρόνου, η πιο πάνω θέση έχει υποστεί αμέτρητες καταχρηστικές ερμηνείες ή εφαρμογές από τους πιο απρόβλεπτους πρακτικιστές της καθεστωτικής «αριστεράς», χωρίς βέβαια να παραβλέπονται και παραδειγματικές χρήσεις της. Οι παρερμηνείες αυτές και οι κατά καιρούς στρεψόδικες εφαρμογές της όχι μόνο αντιστρατεύονται ευθέως αυτό που εννοούσε ο ίδιος ο Μαρξ, αλλά καθαγιάζουν, και άνευ όρων, σκοταδιστικούς ιδεολογισμούς της εν λόγω καθεστωτικής «αριστεράς», οι οποίοι θεμελιώνουν με ενισχυμένο μπετόν-αρμέ ό,τι ακριβώς –ιδεολογικά, πολιτικά και κοινωνικά– υποτίθεται πως αυτή πασχίζει να ξεθεμελιώσει. Η επωδός των εν λόγω ερμηνευτικών στρεβλώσεων συνοψίζεται περίπου σε τούτο: τα προϊόντα του πνευματικού πολιτισμού που προηγήθηκαν της μαρξικής σκέψης είναι αστική κουλτούρα και ως τέτοια έχουν μόνο μια ιστοριογραφική αξία. Εάν θέλει κανείς να αλλάξει τον κόσμο, πρέπει να αφήσει πίσω του αυτές τις θεωρίες και να ασχοληθεί με την «πράξη». Ποια πράξη; Προφανώς τη δική τους, απόλυτα υποκειμενική κυριαρχία: η «σοφή» θεωρητικο-πρακτική συμπεριφορά του καθοδηγητή, του ισνστρούχτορα που, ως άλλος απεσταλμένος του θεού, δεν επιτρέπει καμιά παρέκκλιση. Για του λόγου το ασφαλές ας κοιτάξει κανείς: α) πόσο έχει εντρυφήσει και πόσο εντρυφά η καθεστωτική «αριστερά» –εδώ δεν περιλαμβάνονται τα πλατιά κοινωνικά στρώματα της εργασίας με τον ανυστερόβουλο και γι’ αυτό αγωνιστικό τους μόχθο– στη σκέψη των μεγάλων φιλοσόφων, όπως Προσωκρατικοί, Πλάτων, Αριστοτέλης, Καρτέσιος, Σπινόζα, Καντ, Χέγκελ, Χάιντεγκερ κ.ά. Αυτοί οι καθεστωτικοί αρνούνται ως αντιμαρξικό ακριβώς αυτό που έπραξε ο Μαρξ για να γίνει Μαρξ, δηλαδή τη βαθιά διείσδυση στα μεγάλα ρεύματα της σκέψης ως προϋπόθεση για τη ριζοσπαστική πράξη.

§ 2

Επιχειρώντας ο Χάιντεγκερ να απαντήσει στο ερώτημα για την κοινωνική αποστολή της φιλοσοφίας, δηλαδή για ό,τι ακριβώς θέτει ως πρόταγμα η πιο πάνω ρήση του Μαρξ, παρατηρεί τα εξής:
 «Εάν θέλει κανείς να απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα, πρέπει πρώτα να ρωτήσει: “τι είναι κοινωνία;” και να μεταστοχαστεί σχετικά ότι η σημερινή κοινωνία δεν είναι παρά η απολυτοποίηση της σύγχρονης υποκειμενικότητας  και ότι αυτή εδώ δεν αφήνει διόλου περιθώρια να διαδραματίσει ρόλο, να έχει λόγο, μια φιλοσοφία που έχει υπερβεί τη σκοπιά της υποκειμενικότητας. Ένα άλλο ερώτημα είναι κατά πόσο μπορεί κανείς να ομιλεί γενικώς για μια αλλαγή της κοινωνίας. Το ερώτημα για την απαίτηση της αλλαγής του κόσμου μας οδηγεί πίσω σε μια περιλάλητη ρήση του Μαρξ από τις «θέσεις για τον Φόυερμπαχ»:

«Οι φιλόσοφοι ως τώρα έχουν μόνο ερμηνεύσει τον κόσμο με
διάφορους τρόπους. Το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε».

Όταν επικαλείται κανείς αυτή τη ρήση και την εφαρμόζει, παραβλέπει ότι μια αλλαγή του κόσμου προϋποθέτει μια αλλαγή της παράστασης για τον κόσμο και μπορεί να αποκτήσει κανείς μια τέτοια παράσταση, μόνο όταν ερμηνεύει τον κόσμο επαρκώς... Ο Μαρξ δημιουργεί την εντύπωση ότι ομιλεί αποφασιστικά ενάντια στη φιλοσοφία, ωστόσο στο δεύτερο μέρος της ρήσης προϋποθέτει ακριβώς, χωρίς να το αναφέρει ρητά, την απαίτηση για μια φιλοσοφία» (Martin Heidegger im Gespräch, σ.22).

§ 3

Αντί σχολίου: Ο Χάιντεγκερ έχει στο νου του τη μαζική κοινωνία της νεωτερικής, ήτοι μετανεωτερικής εποχής, όπου τα άτομα υπάρχουν ως αφηρημένα όντα, ως γυμνά υποκείμενα, πλήρως ανέστια και αποξενωμένα από απελευθερωτική σκέψη και δράση. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή η ίδια η κοινωνία έχει εκφυλιστεί σε μια αφηρημένη συντεχνία συμφερόντων και πολιτικών δολοπλοκιών. Ο διευθυντής της συντεχνιακής αυτής ορχήστρας  είναι πάντοτε η αυθαίρετη υποκειμενικότητα. Αυθαίρετη υποκειμενικότητα αφενός με το νόημα της μιας ή της άλλης ατομικότητας, η οποία όσο κενή είναι από περιεχόμενα και νοήματα, τόσο αναλαμβάνει τον ρόλο του δήμιου ή του θεόσταλτου, και γι’ αυτό «αλάθητου», πολιτικού ή πνευματικού ηγεμόνα· αφετέρου με το νόημα μιας εκφυλιστικής μαζοποίησης των πάντων –ανθρώπων, αξιών και πραγμάτων– που δεν επιτρέπει τη διάνοιξη σε μια σκεπτόμενη συλλογικότητα. Έτσι παρατηρούμε στην περιοχή της παιδείας και της επιστήμης, στα διάφορα μορφωτικά μας ιδρύματα: πανεπιστήμια, σχολεία κ.λπ., αντί για σκεπτόμενη συλλογικότητα, να κυριαρχεί συλλογική αμορφωσιά που εκφράζεται προς τα έξω με σιδερόφρακτες μειοψηφίες, ήτοι στείρες υποκειμενικότητες παραταξιακά φανατισμένων καθηγητών, φοιτητών κ.λπ. Παρόμοια συμβαίνει και στο πεδίο της πολιτικής, της οικονομίας, του κομματικού ανταγωνισμού και σε κάθε παρόμοια σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Επομένως κάθε αλλαγή της κοινωνίας προϋποθέτει παράλληλα και πρωτίστως αλλαγή, μεταβολή στον τρόπο σκέψης και στάσης, δηλαδή απάρνηση, αποδόμηση όλου του προαναφερθέντος συρφετού, που αυτοχαρακτηρίζεται συλλογικότητα αλλά στην πράξη αποδεικνύεται σκληροτράχηλος οργανωτής και συνάμα μέχρι «αυτοθυσίας» υπερασπιστής συντεχνιακών συμφερόντων. Τι άλλο υπηρετούν, για παράδειγμα, οργανωμένες συντεχνίες διδασκόντων στα ελληνικά πανεπιστήμια που παίζουν κλεφτοπόλεμο με τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες, με κύρια θύματα τους φοιτητές και γενικότερα των νέων;                 

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ-Η ΝΕΑ ΠΟΜΠΗΙΑ

Πρόπερσι, μιάν ανοιξιάτικη μέρα, ένοιωσα απροσδόκητη χαρά πλανώμενος στα ερείπια της Πομπηΐας: Ο ουρανός ήταν αλαφρά συνεφιασμένος, τ΄ανοιξιάτικα χόρτα είχαν σκεπάσει τα κατώφλια και τις αυλές, οι δρόμοι ήταν όπως μου αρέσουν έρημοι κι εγώ γύριζα ολομόναχος στην αδειανή πολιτεία, χτυπώντας το ραβδί μου στις πέτρες, σφυρίζοντας.

Τα σπίτια ήταν ανοιχτά, χωρίς πόρτες, χωρίς σκύλους, χωρίς νοικοκύρηδες. Εμπαινα, έβγαινα, ήμουνα ευτυχής. Οι ταβέρνες, οι ναοί, τα θέατρα, τα λουτρά, όλα έρημα. Στους τοίχους κρατούσαν ακόμα, μέσα σε ξέθωρες μπογιές, γυμνές χορεύτρες, ηλίθια ερωτόπουλα, πετεινοί και σκύλοι, θεοί κι αδιάντροπες χτηνοβασίες.

Κάποιος ήρθε πλάϊ μου και μου είπε ξαφνικά: “Ετσι να δώση ο Θεός να περπατήσω στο Παρίσι και στη Λόντρα και να μιλώ ρούσικα στους συντρόφους”.

Ανατρίχιασα και φοβερό προαίσθημα κυρίεψε την καρδιά μου.

Τα κελάρια της Πομπηΐας ήταν γιομάτα· οι γυναίκες ήταν ξετσίπωτες, νιολουσμένες και στείρες· οι άντρες ήταν έμποροι πονηροί, ειρωνικοί και κουρασμένοι. Οι θεοί όλοι-Ελληνες, Αφρικανοί κι Ασιάτες ήταν εκεί μπουλούκι, μαζωμένοι σε δημοκρατικήν αθλιότητα, άπιστοι, δειλοί και μοίραζαν μεταξύ τους, πονηρά χαμογελώντας, τα πρόσφορα και τις ψυχές των ανθρώπων. Ολη η πολιτεία ήταν ξαπλωμένη στα πόδια του Βεζούβιου και χαχάριζε ανέγνοιαστη.

Ολη η Γης σήμερα μου φαίνεται μια Πομπηΐα, λίγη ώρα πριν από την έκρηξη. Τι χρησιμεύει μια τέτοια γης με τις άθλιες γυναίκες, με τους άπιστους άντρες, με τις φάμπρικες, με τις αρρώστειες; Γιατί να ζούνε όλοι τούτοι οι έξυπνοι έμποροι, γιατί να μεγαλώσουν όλα τούτα τα παιδιά και να καθήσουν κι αυτά στη θέση, που κάθουνταν οι γονέοι τους, στις ταβέρνες, στις φάμπρικες, στα πορνεία; Ολη τούτη η ύλη εμποδίζει το πνέμα να περάση. Ο,τι πνέμα είχε, το ξόδεψε δημιουργώντας ένα λαμπρό πολιτισμό-ιδέες, θρησκείες, ζωγραφιές, μουσική, πράξη. Τώρα ξεθύμανε. Ας έρθουν οι βάρβαροι να καθαρίσουν το σωρό τούτο, ν’ ανοίξουν καινούργια κοίτη στο πνέμα!

Μέσα στο στήθος μου ένοιωσα για πρώτη φορά ένα όρνιο σκληρό, αρπαχτικό, που πεινάει και δεν αγαπάει τους ανθρώπους. Είδα με καθαρό, χαρούμενο μάτι το σημείο του ανθρώπινου ξετυλιμού, όπου έλαχε να γεννηθώ, τη φοβερή τούτη κρίσιμη στιγμή, όπου ένας κόσμος σαπίζει κι είναι έτοιμος να πέση κι ένας άλλος κόσμος, σκοτεινός, άγριος, συντάζεται ν’ ανεβή.

Βλέπω τα πλήθη, που υποφέρουν και πεινούν, να χυμούν στο στρωμένο τραπέζι, όπου οι αφεντάδες κάθουνται ναρκωμένοι, δυσκίνητοι από το βαρύ φαγοπότι. Η στιγμή τούτη είναι η πιο γόνιμη και τη γεύομαι αργά, βαθύτατα: Η χίμαιρα φλογίζει τα πρόσωπα, που κάνουν έφοδο· οι άλλοι, εκείνοι που κάθουνται, γρικούν ξάφνου τη βουή και στρέφουνται. Στην αρχή γελούν, ύστερα χλωμιάζουν σκύβουν ανήσυχοι κάτου και διακρίνουν-οι δούλοι τους, οι εργάτες, οι κολίγοι, οι παραμάνες, οι μαγέρισσες, οι δούλες ανεβαίνουν. Ιερή στιγμή! Οι μεγαλύτεροι άθλοι στη σκέψη, στην τέχνη και στην πράξη τελέστηκαν στο ορμητικό τούτο ανηφόρισμα του ανθρώπου.

Ευθύς ως στρωθούν στα τραπέζια και τούτοι, θ’ αρχίσουν να παχαίνουν και να ναρκώνουνται. Κι άλλα πλήθη τυραννισμένα θα σηκωθούν πάλι από το χώμα και θα πηγαίνουν πάλι μπροστά η Πείνα, η Χίμαιρα, η Αδικία-οι Αρχηγίνες των ψυχών.

Κι έτσι αιώνια, ρυθμικά, ακατάπαυτα.

Οταν πολεμώ ν΄ αγκαλιάσω, όσο μπορώ, αλάκερο τον κύκλο της ανθρώπινης ενέργειας και να μαντέψω τον άνεμο, που ανεβάζει και σπρώχνει όλα τούτα τα κύματα των ανθρώπων-δέος με κυριεύει.

Πώς μπορώ να βρω ένα ρυθμό μέσα σε όλη τούτη την καταιγίδα, που να σιγάζη τα φοβερά προαισθήματα της καρδιάς μου;

Σκύβω, περιορίζω τη ματιά μου στο μικρό τούτο αδιόρατο τόξο του απέραντου κύκλου, στην εποχήν όπου ζω, και μάχομαι να δω καθαρά το σύγχρονο χρέος. Ετσι ίσως μονάχα ο άνθρωπος μπορεί μέσα στην εφήμερη στιγμή της ζωής του να εχτελέση κάτι αθάνατο, γιατί συνεργάζεται με τον αιώνιο ρυθμό. Βαθύτατα νοιώθω: ένας Αγωνιζόμενος ανηφορίζει από την ύλη στα φυτά, στα ζώα, στους ανθρώπους, και μάχεται για λευτεριά. Σε κάθε κρίσιμη εποχή ο Αγωνιζόμενος τούτος παίρνει και νέα όψη. Σήμερα η όψη του είναι τούτη: Είναι αρχηγός της σκοτεινής προλετάρικης τάξης που ανεβαίνει.

Μια πίστη καινούρια, που καμιά σχέση δεν έχει με τις αναγνωρισμένες θρησκείες, πνέει απάνου στη γης. Σιγά αδιόρατα, οι επαφές των ανθρώπων αλλάζουν. Η ηθική, η αγωγή, οι δεσμοί έργου και εργάτη, ατόμου και συνόλου, μάχουνται να πάρουν νέαν όψη.

Κρίσιμη, οδυνηρή είναι τούτη η στιγμή, που περνούμε. Ο άνθρωπος από κύριος εκατάντησε δούλος της μηχανής. Πιάστηκε στους τροχούς της, δε μπορεί πια να ξεφύγη. Ξαπόλυσε τις δαιμονικές δυνάμεις της ύλης και τώρα δε μπορεί πια να τις υποτάξη στη μυστική ποιότητα, στην ψυχή του. Το πνέμα που λευτέρωσε την ύλη, τώρα υλοποιείται αυτό, γίνεται παράρτημα της μηχανής που εφεύρε, την ακολουθάει σαν ύλη.

Πολλοί ονειροπόλοι προτείνουν: - “Η μόνη σωτηρία είναι να γυρίσωμε στην παλιάν απλότητα, να λιγοστέψωμε τις ανάγκες μας, να ξορκίσωμε την πολυπλοκότητα τούτη της ζωής, που δε μας αφήνει μιας στιγμή ελεύτερους. Ετσι μονάχα το κάθε κομμάτι της ύλης, που θα δουλεύη ο άνθρωπος θα γιομίζει ψυχή. Πως δούλευαν στον μεσαίωνα; Η πέτρα, το ξύλο, το μέταλλο ζωντάνευαν, αλάφρωναν, γίνονταν πνέμα κάτου από την υπομονετικήν, ερωτικήν αναπνοή του εργάτη. Ας ακολουθήσωμε και μεις το δρόμο τούτο· ας γυρίσωμε πίσω!”.

Ολα ταύτα μου φαίνονται ρωμαντικές, επιπόλαιες λαχτάρες. Ν’ απλοποιήσωμε τη ζωή μας, να γυρίσωμε πίσω στο μεσαίωνα, στις αγάπες των πρώτων χριστιανών ή ακόμα πιο πίσω στην πρωτόγονη κοινοχτημοσύνη και κοινογαμία των άγριων-όλα τούτα είναι φαντασίες ανίκανων ανθρώπων-. Η ζωή ποτέ δε γυρίζει πίσω· πάει μπροστά, συντρίβοντας όσους δε μπορούν ν’ ακολουθήσουν. Ας πάμε μαζί της! Κι ακόμα πιο πολύ: ας τη σπρώξωμε να πάη πιο πέρα! Ετσι μονάχα θα τη βοηθήσωμε να περάση την περίοδο τούτη της μηχανοποίησης και να λευτερωθή. Η λύση πάντα βρίσκεται μπροστά, ποτέ πίσω.

Ο εργάτης δε μπορεί σήμερα, όπως στο μεσαίωνα, ν’ αγαπήση το έργο του. Το μεσαίωνα δούλευε με υπομονή, με έρωτα, την ύλη. Αμοιβή του θεωρούσε όχι μονάχα το μεροκάματο, μα πολύ περισσότερο: την αναγνώριση των ανθρώπων, ή της πολιτείας, που τούδωκαν την παραγγελία. Κι ακόμα μεγαλύτερη αμοιβή ένοιωθε την ίδια του εσωτερική χαρά, δημιουργώντας ένα ωραίο ή ένα χρήσιμο έργο.

Σήμερα ο εργάτης καμιά τέτοια εσωτερική σχέση δεν έχει με το έργο του. Πώς είναι δυνατό νάχη; Δουλεύει χρόνια, από το πρωί έως το βράδυ, κάνει την ίδια κίνηση, εχτελεί μηχανικά μια λεπτομέρεια, μήτε τον μέλει για την ωραιότητα ή την ωφέλεια της δουλειάς του. Γιατί να τον ενδιαφέρη; Δουλεύει κι η προσωπική του συνεισφορά καμιάν αξία δε μπορεί νάχη θεμελιώδη στην ποιότητα του όλου έργου.

Ακόμα πιότερο: μισεί το έργο, που κάνει· γιατί νοιώθει πως ολοένα το έργο τούτο τον αποχτηνώνει, του σκοτώνει την ψυχή και το σώμα. Το μισεί ακόμα, γιατί ξέρει, πως όλοι του οι κόποι παχαίνουν και πλουτίζουν δυό τρεις κεφαλαιούχους. Αυτός, η γυναίκα του, τα παιδιά του, τα εγγόνια του, γενεές γενεών, θ’ αποχτηνώνουνται και θα φτωχοζούν, μεροδούλι-μεροφάϊ. Επομένως η μόνη του φροντίδα είναι να λιγοστέψη όσο μπορεί τις ώρες της εργασίας του και να μεγαλώση όσο μπορεί το μεροκάματό του. Πουλάει την ψυχή και το σώμα του μονάχα για υλική συντήρηση, για να μην πεθάνη της πείνας. Αλλη αμοιβή δε μπορεί να περιμένη από το έργο του.

Μην του πήτε για να τον παρηγορήσετε, πώς δουλεύει για την κοινωνία και για το κράτος. Μισεί την κοινωνία τούτη, που τόσο άνομα έχει μοιράσει τις απολαυές και τους κόπους, που έχει θεσπίσει την αδικία, τη σκληρότητα, την εκμετάλλευση της πείνας, την εξαχρείωση της γυναίκας. Μισεί το Κράτος, που υποστηρίζει ωρισμένη κοινωνική τάξη, τους κεφαλαιούχους και τους αστούς, ίσα-ίσα τους ανθρώπους, που κερδοσκοπούν κι εκμεταλλεύουνται την πείνα του.

Τι πρέπει να γίνη; Οπως γρηγόρεψε ο ρυθμός της ζωής, ανάγκη άπειροι άνθρωποι να δουλεύουν στις φάμπρικες, κάτου στη γης, στη θάλασσα. Να γυρίση πίσου ο εργάτης στη μεσαιωνική απλότητα κι αγάπη, αδύνατο. Ν’ ανεχτή τη σημερινή αδικία και φρίκη, αδύνατο. Καμιά ελπίδα πια μεταθανάτιας αμοιβής δεν τους ξεγελάει· τίποτα πια δε μπορεί να τους δώση εγκαρτέρηση κι υπομονή. Η γη τούτη είναι κόλαση, η γη τούτη είναι κι η Παράδεισο. Εδώ πρέπει να ξεσπάση η αμοιβή κι η τιμωρία.

Στα φοβερά εργαστήρια της σάρκας τους, που είναι ακόμα όλο βάρος και μίσος, δουλεύονται μέσα στη δυστυχία τα νέα οράματα. Μετατοπίζουνται οι αρετές, δημιουργούνται καινούργιες, τρεκλίζουν οι παλιές ελπίδες, η πατρίδα παίρνει νέο πρόσωπο.

Αργά μέσα στα σκεβρωμένα τούτα από τη δουλειά κι από τη θλίψη στήθεια, ουρμάζει ο νέος δεκάλογος. Ο παλιός γάμος έχασε πια τη γοητεία του· δεν έχει πια καιρό το αντρόγυνο ν’ απομείνη μονάχο του, δίχως έγνοιες-η πείνα, η δουλειά, η αμάθεια, το κρασί, τα παιδιά, παίρνουν ξοπίσου τους ανθρώπους. Πώς να κοιταχτούν ήσυχα, γλυκά, πολλήν ώρα, όπως στις παλιές ιστορίες;

Τα παιδιά δουλεύουν από μικρά, στρεβλώνουνται τα τρυφερά σώματα η ψυχή ξεχνουδίζει. Οι γυναίκες αφήνουν τα σπίτια τους ξημερώματα, δουλεύουν με άλλες γυναίκες, με άλλους άντρες, γυρίζουν κουρασμένες τη νύχτα. Σβήνει το πατροπαράδοτο τζάκι, η γυναίκα χάνει την πιο μυστική της αξία.

Η πατρίδα δεν είναι πια η γλυκύτατη γωνιά της γης-ο εργάτης είναι δεμένος με τη φάμπρικα και με τη μηχανή, γυρίζει από τόπο σε τόπο, νοιώθει, πως αυτό που λεν οι αστοί πατρίδα είναι τα χωράφια, τα σπίτια, οι φάμπρικες των ανθρώπων, που μισεί.

Ετσι “λευτερώνουνται”, αδειάζουν από την έγνοια της πατρίδας και της οικογένειας. Και όχι μονάχα οι εργάτες. Σιγά, σιγά κι άλλες τάξες φτωχές, που δουλεύουν, παρασέρνουνται μέσα στο σύχρονο στρόβιλο. Στηρίζουνται μονάχα στους εαυτούς των-μήτε στο Θεό, μήτε στην πατρίδα, μήτε στην οικογένεια. Ξέρουν, αν δεν έχουν δύναμη να δουλέψουν, θα πεθάνουν στο δρόμο. Είτε άντρες, είτε γυναίκες, είτε παιδιά. Η ικανότητα των χεριών και του μυαλού τους-τίποτα άλλο δε μπορεί να τους σώση.

Τίποτα άλλο; Γρήγορα νοιώθουν πώς ένας μονάχος δεν έχει καμιά δύναμη. Μα αν σμίξη με άλλους, όμοιους με αυτόν, αν γίνουν ένα πλήθος μεγάλο, τότε οι άλλοι-οι πλούσιοι εκμεταλλευτές, οι εχτροί-θα φοβηθούν και θα σεβαστούν το δίκιο του. Κι αρχίζει η οργάνωση, σμίγουν οι αδύνατοι κι οι αδικούμενοι γίνεται η φοβερή ετοιμασία.

Κάτου από τα σύνορα της πατρίδας λαγούμια ανοίγουνται, κατακόμπες καινούργιες και σμίγουν, αλλόφυλοι, αλλόγλωσσοι γύρω από το κρασί της νέας κοινωνίας. Οπως οι χριστιανοί δε ρωτούσαν αν είσαι ιουδαίος ή έλληνας, λεύτερος, γή σκάβος, μα χώριζαν τους ανθρώπους σε δύο, σε πιστούς και σε άπιστους όμοια σήμερα συντάζεται μια νέα τάξη πιστών-οι Συντρόφοι. Κοινές ελπίδες τους σμίγουν, κοινό μίσος. Πειθαρχούν, όπως όλοι όσοι πιστεύουν: η προσωπικότητά τους υποτάζεται στο σύνολο. Νοιώθουν, ετοιμάζουνται για έφοδο.

Ομως υπάρχουν πλήθος χωριάτες, που είναι έτοιμοι να ριψοκιντυνέψουν τη ζωή τους για την πατρίδα· γιατί μέσα στην πατρίδα είνε το χωράφι τους. Υπάρχουν και άλλοι, που κάθουνται στα τραπέζια και χαίρουνται, δυνατά ωργανωμένοι. Ολοι τούτοι στη μεγάλη στιγμή θ’ αντισταθούν, όσο χρειάζεται για να γίνη με την αντίσταση και με το αίμα πιο γόνιμη η νίκη. Μα όλη η φόρα του Σύμπαντος είναι ενάντιά τους-έφαγαν, ήπιαν, δημιούργησαν ένα πολιτισμό, ξεθύμαναν. Εφτασε η στερνή μορφή του χρέους των: να εξαφανιστούν.

Ετσι αγναντεύοντας το σύνολο και τοποθετώντας την εποχή μας, βλέπομε πιο είναι το σύγχρονο χρέος μας: α) Μίσος, πόλεμος χωρίς έλεος, χωρίς συμβιβασμό, ενάντια στην αστική τάξη. Εκαμαν το χρέος τους, τώρα γινήκαν εμπόδια στο πνέμα. β) Καμιά αηδία κι απογοήτευση από την συνεργασία μας με τους προλετάριους. Είναι σκοτεινοί, σκληροί, ακάθαρτοι, θέλουν να πάρουν την εξουσία για ν’ αδικήσουν και αυτοί, να γλεντήσουν, σαν τους άλλους. Μα τί σημαίνει; Είναι τα σύχρονα θεοφόρα μεταγωγικά. Θα ξελαγαρίση η βαρειά τούτη ύλη, θα γίνη πνέμα, θα δημιουργήση νέον πολιτισμό-πριχού ξαναγυρίση στο χτήνος.

Σέβας με κυριεύει. Μέσα στις μάζες τούτες καθαρά ξεχωρίζω την κραυγή του Αόρατου, που ανεβαίνει. Αν ζούσα άλλους αιώνες, την κραυγή τούτη θα την ξεχώριζα μέσα στις μάζες των νοικοκυραίων, των βιομηχάνων, των εμπόρων, που ανέβαιναν τότε και θα συμμαχούσα μαζί τους. Μια προσπάθεια αιώνια, ανώτερη από τον άνθρωπο πιάνεται από κορμιά, από γένη, από τάξεις τις δουλεύει, τις μετουσιώνει όσο μπορεί, κι ύστερα, όταν πια εξαντληθούν, τους αφήνει και πιάνεται απο άλλο ακατέργαστο υλικό. Η δύναμη τούτη σπρώχνει το κάθε τι να υψωθή και να καρπίση κι ύστερα το συντρίβει, σαν άχρηστο.

Αυτήν την αιώνια προσπάθεια μέσα από διάφορες εποχές, από πλήθος εναλλαγές και πάθη, χρέος έχομε ν’ ακολουθούμε, να βοηθούμε, να συνεργαζόμαστε μαζί της. Σήμερα έχει αρπάξει τα πλήθη, που δουλεύουν και πεινούν-τα πλήθη αυτά σήμερα είναι το ακατέργαστο υλικό της.

Την αδυσώπητη τούτη προσπάθεια δε μπορούν οι μάζες να τη διακρίνουν. Της δίνουν διάφορες μικρές ονομασίες, για να μπορέσουν να την κάμουν νοητή στο στενό μυαλό τους κι αγαπητή στις ταπεινές τους ανάγκες.

Την ονομάζουν ευτυχία, δικαιοσύνη, ισότητα, ειρήνη. Μα ο αόρατος Αγωνιζόμενος, αφίνοντας τα δολώματα τούτα να γοητεύουν και να γκαρδιώνουν τις μάζες, μάχεται σκληρός κι ανήλεος να διαπεράση τις σάρκες τούτες, να δημιουργήση απ’ όλες τις σύγχρονες κραυγές της πείνας και της οργής ένα λόγο ελευθερίας.

(“ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ”) φυλλάδιο 2 Οκτώβρης 1926

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Κώστας Αξελός – Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας(απόσπασμα)

Μπορεί η νεωτερική Ελλάδα να μη συνιστούσε έθνος νεωτερικού (δυτικού) τύπου. Τη θέση αυτή υποστήριξε, ευφυέστατα μάλιστα, όχι ένας Έλληνας αλλά ένας Γερμανός: ο Σπένγκλερ. Η «νεωτερική» Ελλάδα θα αποτελούσε, σύμφωνα με την άποψη αυτή, μέρος του «μαγικού κόσμου» που διαδέχθηκε τον ελληνορωμαϊκό κόσμο και προηγήθηκε του δυτικού και νεωτερικού κόσμου. Θα ήταν έθνος μαγικό, το ίδιο όπως οι Βυζαντινοί και οι Εβραίοι: ένα έθνος χωρίς οριοθετημένο έδαφος, αλλά που είχε τη δική του ψυχή μια ψυχή ούτε απολλώνια ούτε φαουστική παρά μόνο μαγική· το τελειότερο σύμβολό της θα ήταν η κρύπτη. Και τι κρύβει η κρύπτη αυτή; Ονομάζοντας τη μαγική, έχουμε μήπως ξορκίσει το μυστικό της νέας Ελλάδας; Ισχυρή ή όχι, η νεοελληνική πραγματικότητα συνιστά παρ’ όλα αυτά μια πραγματικότητα. Κι αν ακόμη η πραγματικότητα αυτή είναι στρωμένη με στάχτες, υπάρχουν ακόμη εστίες φωτιάς. Και άνθρωποι που μάχονται ηρωικά υπέρ των εστιών αυτών.
Βεβαίως η Ελλάδα δεν παρέχει το πρότυπο ενός νεωτερικού έθνους, εντούτοις ζει στο κέντρο του νεωτερικού κόσμου. Μήπως κάνει μόνον ωσάν να ήταν νεωτερική; Ή μήπως ζει μιαν ύπαρξη παρόμοια μ’ εκείνη των φελάχων ή των «πρωτόγονων», οι οποίοι επίσης ζουν συγχρόνως και στο περιθώριο και στο κέντρο του υπερπολιτισμένου κόσμου; Αυτό θα μπορούσαν να το διαβεβαιώσουν όσοι της επιτίθενται, αλλά διαβεβαιώνοντάς το θα έλεγαν την αλήθεια ή θα έκαναν λάθος;
Μαγική ή όχι, η Ελλάδα δεν είναι πια ένα σύνολο το οποίο ζει αποκλειστικά από τον μαγικό και ανατολικό χριστιανισμό. Θα ήταν λάθος να ειπωθεί ότι άλλο δεν κάνει παρά να επιβιώνει αυτού του χριστιανισμού και υπήρξε εκείνος του Βυζαντίου. Είναι «κάτι» διαφορετικό.

Και το οποίο ζει με τι; Αποκλειστικά και μόνον από τα σωματίδια του φωτός που έρχονται από τις χώρες του δύοντος ήλιου; Για να μπορέσουν τα σωματίδια αυτά να τη φωτίσουν, πρέπει η ίδια να κατευθυνθεί προς εκείνα· και η σύγχρονη Ελλάδα αναζητώντας, έστω και πολύ συγκεχυμένα, τη δική της ουσία, συναντά τη νεωτερική Δύση. Αυτή η συνάντηση φωτίζει άραγε αρκετά το νεοελληνικό πρόβλημα;
Στον αντίποδα της «ελληνοκεντρικής» τάσης, μια άλλη τάση εκδηλώθηκε. Συνιστώντας κι αυτή μιαν αυταπάτη της εθνικής αυτοσυνείδησης, χαρακτηρίζεται από τον ριζικό «δυτικισμό» της. Οι οπαδοί της συγκεκριμένης θέσης βλέπουν την Ελλάδα λουσμένη στο δυτικό φως. Θα έπρεπε έτσι η μεσογειακή τούτη χώρα, να γίνει, και πολύ γρήγορα, χώρα ευρωπαϊκή με σχεδιασμένη οικονομία και ορθολογική πολιτική, αναπτύσσοντας την επιστήμη και παράγοντας τεχνική. Και οι καλλιτεχνικές της εκφράσεις θα ήσαν προσαρτημένες (τρέχοντας γρήγορα για να προλάβουν τα προβαδίσματα) σ’ εκείνες των ευρωπαϊκών χωρών που σέρνουν το χορό. Όλα τούτα, όμως, συνιστούν μήπως κάποιο σχέδιο ή είναι, αντιθέτως, μια απλή προβολή της τόσο ζωηρής νεοελληνικής φαντασίας; Οι «άλλοι» (στους οποίους τόσο συχνά οι Έλληνες αποδίδουν τη σχετιλιαστική ονομασία «Φράγκοι»), δηλαδή οι Δυτικοί, είναι Ευρωπαίοι και νεωτερικοί, επειδή το είναι τους το ίδιο συνεπάγεται το γίγνεσθαι τους.
Μετά το τέλος του αρχαίου κόσμου και το τέλος του μεσαιωνικού κόσμου, ρίχτηκαν στην ιστορική αρένα, εμψυχωμένοι από τον καινούριο νεωτερικό τους ζήλο· δεν μιμούνταν κανέναν, προσφέρονταν ως παράδειγμα. Το ζήτημα δεν είναι καθόλου αν, επειδή οι χώρες αυτές είναι «προωθημένες» και οι άλλες μένουν «καθυστερημένες», πρέπει οι δεύτερες να προσπαθήσουν να φθάσουν πρώτες. Ο καλπασμός των ιστορικών εποχών κατά κανένα τρόπο δεν συγκρίνεται με ιπποδρομία. Οι χώρες που δεν δημιούργησαν τον νεωτερικό κόσμο οφείλουν να πραγματοποιήσουν ξανά, και για δικό τους λογαριασμό, τούτες τις κατακτήσεις αν δεν θέλουν να ζουν διαρκώς σαν φτωχοί συγγενείς τους οποίους από καιρό σε καιρό (ή έστω συχνά) έρχονται να επισκεφτούν οι πλούσιοι συγγενείς τους για να γευτούν τη χάρη της γραφικής τους ζωής. Οι σπόροι που μας μεταφέρθηκαν πρέπει να φυτρώσουν σε γόνιμο έδαφος και μάλιστα να ριζώσουν. Για να γίνει η Ελλάδα αληθινά νεωτερική θα πρέπει να υπάρξει ένα κίνημα προερχόμενο από τη δική της ουσία, το οποίο να τη σπρώξει όχι προς το «μοντερνισμό» αλλά προς τη νεωτερικότητα.
Κώστας Αξελός Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας, μτφ. Κατερίνα Δασκαλάκη, Αθήνα, 2010, εκδόσεις Νεφέλη.

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Rabindranath Tagore-Closed Path

I thought that my voyage had come to its end
at the last limit of my power,---that the path before me was closed,
that provisions were exhausted
and the time come to take shelter in a silent obscurity.

But I find that thy will knows no end in me.
And when old words die out on the tongue,
new melodies break forth from the heart;
and where the old tracks are lost,
new country is revealed with its wonders.

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Ο ΡΕΝΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟ


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ ΑΦΙΕΡΩΜΑ


ΑΡΣΕΝΙ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ-ΝΥΧΤΑ


ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ-ΣΤΕΡΕΥΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ ΑΣΠΡΕΣ