Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Τζίμης Πανούσης-Χωρίς Τίτλο

Τι Μπετόβεν και μαλακίες, σαν το μουνί δεν είναι τίποτα.

Tζίμης Πανούσης-Εμπρός για μια Ελλάδα Αρχαία!

Όμιλος ομιλούντων μήλων υπό τον Μιλόσεβιτς και την άμυλα του Μιλάνου, 
έσιαξε στο μιλητό μπίζνα απαράμιλλη, μιλιταριστική.
Αλυσίδα χωματερών στο Κοσσυφοπέδιο, με προοπτική να κατέβει μέχρι τη 
θάλασσα. Ανθρώπινα φρούτα θα θάβονται στον βωμό του υπερπληθυσμού, αλλά 
είναι κρίμα να την πληρώσουμε εμείς την νύφη του Θερμαϊκού, αφού είμεθα ο 
μοναδικός λαός που δεν γεννάει. Ο Έλληνας το έχει πιάσει το νόημα και 
ούτε αυξάνεται, ούτε πληθύνεται. Απλά, η φυλή συρρικνώνεται σταδιακά, 
αυτοκτονώντας με ποιητική μεγαλοσύνη, μη δυνάμενη να αντιμετωπίσει την 
επέλαση των βαρβάρων.

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Γεωργίος Σαρακενίδης-Πόντος έν, άστρον φωτεινόν

Πόντος!, έν’ άστρον φωτεινόν σ’ Ελλενικούς αιώνας
Αργοναυτών το όρωμαν και τη Ακρίτα κάστρον.
Πόντος, νύφε ακριβοθώρετος τη Πόντου τη Ευξείνου,
πυκνέσα δείσα σα ραχά μάραντα φορτωμένα.
Πόντος! Αγέρας παρχαρί, θύμπιρου μυρωδίαν
τη λύρας γλυκολάλεμαν, νερόπα πάντα κρύα.
Εκεί η πρώτεσσα χαρά μ’, το υστερνό μ’ ο πόνος.
Αροθυμώ και τραγωδώ, αροθυμώ και κλαίγω.

Κι έρθανε χρόνα δίσεκτα, καταραμένα χρόνα
ο ουρανόν ελίβωσεν, σην γην ποτάμ’ το γαίμαν.
Κι εσκώθεν θρήνος θάνατος, πέραν περού σον Πόντον

Ξαν κρούγνε οι Αγαρηνοί και καίγ’νε και ρημάζ’νε,
ο βίον χάται γενεών, ο κόσμον ξεριζούται
κι ένας λαός πορεύκεται σ’ Αδάμ την εξορίαν.
Αποτελειών’νε σον γιαλόν το έργον των Αγαρηνών
οι Φραγκολεβαντίνοι,
και ’κ’εγροικάς ο άκλερον ποίος τ’ εσόν έν’ ο εχθρός
και ποίος έν’ ο φίλος.
  
Και σην Ελλάδαν έρθαμεν – ρίζα ’μουν προαιώνιον
πατρίδα τη πατρίδας.
Και ξάν πουλί μ’ ας σην αρχήν χτίζομεν το γεφύριν.
Σα μαύρα τα χαλάσματα άθα και μανουσάκια.
Την γην κατατρυπαίνομεν μ’ αλέτριν και χορόν
Τον ήλον ξαν σα χέρα ’μουν αγαπεμέν’ κρατούμεν.
Και μ’ έναν στόμαν έναν ψην και νούν βροντολαλούμεν
Πόντος! Έν’ άστρον φωτεινόν οψέ, οσήμερον και πάντα.
Πόντος! Έν’ άστρον φωτεινόν οψέ, οσήμερον και πάντα.


Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Νίκος Γκάτσος-Ο ιππότης και ο θάνατος

(1513) Καθὼς σε βλέπω ακίνητο
Με του Ακρίτα τ'άλογο και το κοντάρι του Άη – Γιωργιού να ταξιδεύεις στα χρόνια
Μπορώ να βάλω κοντά σου
Σ' αυτὲς τις σκοτεινὲς μορφὲς που θα σε παραστέκουν αιώνια
Ώσπου μια μέρα να σβηστείς κι εσὺ παντοτινὰ μαζί τους
Ώσπου να γίνεις πάλι μιά φωτιὰ μὲς στη μεγάλη Τύχη που σε γέννησε
Μπορώ να βάλω κοντά σου
Μια νεραντζιὰ στου φεγγαριού τους χιονισμένους κάμπους
Και το μαγνάδι μιας βραδιάς να ξεδιπλώσω μπροστά σου
Με τον Αντάρη κόκκινο να τραγουδάει τα νιάτα
Με το Ποτάμι τ' Ουρανού να χύνεται στον Αύγουστο
Και μὲ τ' άστέρι του Βοριά να κλαίει και να παγώνει—
Μπορώ να βάλω λιβάδια
Νερὰ πού κάποτε πότισαν τά κρίνα της Γερμανίας
Κι αυτὰ τα σίδερα που φορείς μπορώ να σου τα στολίσω
Μ' ένα κλωνὶ βασιλικὸ κι ένα ματσάκι δυόσμο
Με του Πλαπούτα τ' άρματα και του Νικηταρά τις πάλες.
Μα εγω που είδα τους απογόνους σου σαν πουλιὰ
Να σκίζουν μιαν ανοιξιάτικη αυγὴ τον ουρανὸ της πατρίδας μου
Κι είδα τα κυπαρίσσια του Μοριά να σωπαίνουν
Εκεί στον κάμπο του Αναπλιού
Μπροστὰ στην πρόθυμη αγκαλιὰ του πληγωμένου πελάγου
Όπου οι αιώνες πάλευαν με τους σταυροὺς της παλληκαριάς
Θα βάλω τώρα κοντά σου
Τα πικραμένα μάτια ενὸς παιδιού
Και τα κλεισμένα βλέφαρα
Μέσα στη λάσπη και τὸ αίμα της Ολλανδίας.

Αυτὸς ο μαύρος τόπος
Θα πρασινίσει κάποτε.
Το σιδερένιο χέρι του Γκὲτς θ' αναποδογυρίσει τ' αμάξια
Θα τα φορτώσει θημωνιὲς απὸ κριθάρι και σίκαλη
Και μες στους σκοτεινοὺς δρυμοὺς με τις νεκρὲς αγάπες
Εκεί που πέτρωσε ο καιρὸς ένα παρθένο φύλλο
Στα στήθια που σιγότρεμε μια δακρυσμένη τριανταφυλλιὰ
Θα λάμπει ένα άστρο σιωπηλὸ σαν ανοιξιάτικη μαργαρίτα.

Μα συ θα μένεις ακίνητος
Με του Ἀκρίτα τ' άλογο και το κοντάρι τ' Άη – Γιωργιού θα ταξιδεύεις στα χρόνια
Ένας ανήσυχος κυνηγὸς απ' τη γενιὰ των ηρώων
Μ' αυτὲς τις σκοτεινὲς μορφὲς που θα σε παραστέκουν αιώνια
Ώσπου μια μέρα να σβηστείς και συ παντοτεινὰ μαζί τους
Ώσπου να γίνεις πάλι μια φωτιὰ μες στη μεγάλη Τύχη που σε γέννησε
Ώσπου και πάλι στις σπηλιὲς των ποταμιών ν' αντηχήσουν
Βαριὰ σφυριὰ της υπομονής
Όχι για δαχτυλίδια και σπαθιὰ
Αλλὰ για κλαδευτήρια κι αλέτρια.

Λουι Αραγκόν-Από τα ποιήματα του 1929

Ο πούτσος και το μουνί σ' ένα κρεβάτι
Ο πούτσος και το μουνί στον δρόμο
Ο πούτσος και το μουνί στο τραμ
Ο πούτσος και το μουνί στις Μεγάλες Λεωφόρους
Ο πούτσος και το μουνί στην εξοχή
Ο πούτσος και το μουνί στα δάση
Ο πούτσος και το μουνί σ' ένα άλλο κρεβάτι
Ο πούτσος και το μουνί χωρισμένοι απ' το πλήθος
Ο πούτσος και το μουνί ενωμένοι ξανά μέσα απ' το πλήθος
Ο πούτσος και το μουνί πολύ πλούσιοι σε ταξί
Ο πούτσος και το μουνί στο μάκρος ενός ποταμού
Ο πούτσος και το μουνί σ' ένα εξομολογητήριο της εκκλησίας του Αγίου Αυγουστίνου
Ο πούτσος και το μουνί υπό το βλέμμα ενός παρθεναγωγείου
Ο πούτσος και το μουνί στα χέρια με τους δαίμονες

 Ο πούτσος και το μουνί οπουδήποτε, αλλά μαζί

Πωλ Ελυάρ-Αθήνα

Έλληνα λαέ βασιλιά απελπισμένε
Να χάσεις άλλο πια δεν έχεις πάρεξ τη λευτεριά
Τον έρωτα σου για τη λευτεριά και για τη δικαιοσύνη
Και τον άπειρο σεβασμό του ίδιου του εαυτού σου
 

Βασιλιά λαέ δε σ' απειλεί ο θάνατος
Στον έρωτά σου είσ' όμοιος είσαι αγαθός
Και το κορμί σου κι η καρδιά πεινούν για αιωνιότητα
Βασιλιά λαέ που πίστεψες πως σου χρωστούν το ψωμί
 

Και πως σου δίναν τίμια τ' άρματα να σηκώσεις
Τίμια δικιά σου σώζοντας βάζοντας το δικό σου νόμο
Λαέ απελπισμένε στα δικά σου μόνο τ' άρματα εμπιστέψου
Ελεημοσύνη σαν τα δώσανε κάνε τα εσύ ελπίδα
 

Και τη ελπίδα τούτη όρθωσε στο μαύρο φως αντίκρυ
Στον ανελέητο Χάροντα που δίπλα σου δεν βολεύετεια
Λαέ απελπισμένε ήρωα λαέ Λαέ πεινασμένων λαίμαργων της 
                              πατρίδας 
Μικρέ και μεγάλε στα μέτρα του καιρού σου
Έλληνα λαέ αφέντη παντοτινέ των πόθων σου
Συνταιριασμένα το ιδανικό της σάρκας κι η σάρκα η ίδια
Η φυσική λαχτάρα το ψωμί κι η λευτεριά
 

Η λευτεριά όμοια με τη λιόλουστη θάλασσα
Το ψωμί όμοιο με τους θεούς το ψωμί που σμίγει τους 
                        ανθρώπους
Το αληθινό ολόφωτο αγαθό πιο δυνατό απ' όλα
Πιο δυνατό απ' τον πόνο και τους εχθρούς μας όλους
 
                
                 9 Δεκέμβρη 1944 

Aρθούρος Ρεμπώ-Φθινοπώριασε

Φθινοπώριασε…
Προς τι όμως ο πόθος για παντοτινό ήλιο;
Εμείς είμαστε στρατευμένοι στην ανακάλυψη του θείου
φωτός…
Μακριά από τους ανθρώπους που φθίνουν με τις εποχές…
Φθινόπωρο…
Η βάρκα μας μετέωρη μες στην ασάλευτη ομίχλη
Επιστρέφει στο λιμάνι της δυστυχίας…
Στην απέραντη πολιτεία με τον ουρανό λεκιασμένο
από φωτιά και λάσπη…
Κουρέλια που σαπίζουν…
Μουσκεμένο στη βροχή ψωμί…
Μέθη… Μέθη… Μέθη…
Και χιλιάδες έρωτες που με σταύρωσαν…
Δε θα σταματήσει πια αυτή η λάμια
να εξουσιάζει εκατομμύρια ψυχές και σώματα νεκρών
που θα αντιμετωπίσουνε τη θεία κρίση…
Ο εαυτός μου…
Κοιτάζω πάλι τον εαυτό μου…
Κοιτάζομαι ξανά…
Το δέρμα μου φαγωμένο από το πύο και την πανούκλα…
Στα μαλλιά μου σκουλήκια
και στην καρδιά μου παντού σκουλήκια …
Ξαπλωμένος ανάμεσα σε άγνωστους χωρίς ηλικία, χωρίς
αισθήματα…
Θα μπορούσα να πεθάνω εδώ…
Τι φριχτή ανάμνηση…
Σιχαίνομαι την κακομοιριά και ο χειμώνας με τις ανέσεις
του με φοβίζει…
Καμιά φορά βλέπω στον ουρανό απέραντες ακτές…
Πλημμυρίζουν από χαρούμενα έθνη ντυμένα στα λευκά…
Από πάνω μου ένα μεγάλο χρυσό καράβι με τις
πολύχρωμες σημαίες του
Να ανεμίζουν στην πρωινή αύρα…
Επινόησα όλες τις γιορτές…
Έζησα όλους τους θριάμβους… Όλα τα δράματα…
Προσπάθησα να δημιουργήσω καινούρια λουλούδια…
Καινούρια άστρα… Καινούρια σώματα… Καινούριες
γλώσσες…
Πίστεψα ότι απέκτησα υπερφυσικές δυνάμεις…
Και λοιπόν;
Πρέπει να θάψω μια για πάντα τη φαντασία μου και τις
αναμνήσεις μου…
Η μεγάλη δόξα του καλλιτέχνη έχει πάει περίπατο…
Θα ζητήσω συγγνώμη που έζησα μες στο ψέμα και φύγαμε…
Ούτε ένα αγαπημένο χέρι…
Ούτε ένα...;
Πουθενά βοήθεια…
Πουθενά...;

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Nαζίμ Χικμέτ-Μικρόκοσμος

Και να, τι θέλω τώρα να σας πω
Μες στις Ινδίες μέσα στην πόλη της Καλκούτας,
φράξαν το δρόμο σ' έναν άνθρωπο.
Αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο κει που εβάδιζε.
Να το λοιπόν γιατί δεν καταδέχουμαι
να υψώσω το κεφάλι στ' αστροφώτιστα διαστήματα.
Θα πείτε, τ' άστρα είναι μακριά
κι η γη μας τόση δα μικρή.
Ε, το λοιπόν, ο,τι και να είναι τ' άστρα,
εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω.
Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό,
πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο,
είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει.
Είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

Zωή Καρέλλη-Διονυσιασμός

Τι μπορούν να γνωρίζουν οι μέτρια ζώντες
απ' το μαρτύριο το υπέροχο, της ζωής
μαρτυρίαν ηδονικήν έκφραση ολόκληρη
παραφορά της ύπαρξης προσφορά,
χαρά της έξοχης είδησης
αστραφτερή ώρα ένταση, αίσθηση
ακόρεστη, μοναδική, ακόρεστα μοναχική.

Τι μπορούν να ξέρουν αυτοί
που περπατούν πάνω στη γη
και δεν αισθάνονταί την
που αποπνέει ανάσα, μέθη,
όταν ο ήλιος την ανάβει ερωμένη
ευτυχισμένη κι' υπάκουη.

Απάντηση του προσφέρει εκείνη
στους πύρινους πόθους την έκσταση
της καλοκαιρινής καλλονής.

Μεσημεριάτικα, όταν το φως
είναι αλαλαγμός κρυστάλλινος,
γίνονται οι γάμοι με το φως,
που δέχονται τα έγκατα της γόνιμης μητέρας.

Τι απ' το φως αυτό μπορούν
να αισθανθούν, να πάρουν, να δεχτούν
εκείνοι που τόσο λίγο ζουν
και τη λαχτάρα πόνο βαθύ την αγνοούν.

Τι βλέπουν οι ολίγον ζώντες
από τη μέθη τής ζωής;
Γι' αυτούς ο πόνος την ηδονή δεν ανταμώνει.

Δεν βλέπουν τον πόνο και την ηδονή
σ' αγκάλιασμα σφοδρό και βίαιο
να υπάρχουν σ' ακέριες, ακατάλυτες στιγμές.

Όσοι μονάχα ζουν χωρίς το πάθος
της ζωής, δίχως παραφορά και μέθη,
δεν ακούν και του θανάτου πίσω τους τα βήματα.
Δεν τον αισθάνονται να υπάρχει δυνατός
και να ζητάει απ' τ' αγκάλιασμά του
στη ζωή, το πνεύμα της να γεννηθεί,
να λάμψει όνειρο ακατάλυτο,
ήλιος που βασιλεύει,
δίχως να νικηθεί απ' τη νύχτα.

Φαίδων Πολίτης-Βουτιά Θανάτου

Είπε πως δεν την αγαπούσε
Δεν ήταν μόνο αυτό που είπε
Όμως αυτό ήταν που είχε σημασία
                                                                  Ο μικρός κόσμος της ρημάχτηκε
                                                                  Σύρθηκε στο πιο κοντινό μπαρ
                                                                  Κι έγινε σκνίπα στο μεθύσι
Ύστερα παραδόθηκε
στο πρώτο ναύτη που συνάντησε
Τι πράμα είσαι εσύ?της είπε
σαν είδε πως ήταν παρθένα

                                                         Όταν και αυτός εξαφανίστηκε
                                                         Τότε και εκείνη
                                                         Τρικλίζοντας όσο καμιά άλλην φορά
                                                         Έπεσε με στον Τάμεση

Nτίνος Χριστιανόπουλος-Ανταλλάξιμοι 1924

«Στο βαπόρι με τους ανταλλάξιμους για τη Θεσσαλονίκη, οι Πόντιοι απ' το πρωί το είχαν ρίξει στην καζάσκα. Η μάνα μου, που είχε ανεβεί από την Πόλη, τους έβλεπε και δεν μπορούσε να το χωνέψει. "Εμείς τα χάσαμε όλα• πατρίδα, σπίτι, συγγενείς -αυτοί πού το βρίσκουν το κέφι;", ρώτησε έναν γέροντα από την Τραπεζούντα, που κάθονταν πλάι της. "Κόρη μου", της είπε εκείνος, "εσύ τι θα 'κανες αν έχανες τον άντρα σου την ίδια μέρα που θα είχες γεννητούρια; Θα έκλαιγες ή θα χαιρόσουν; Κι εμείς τα χάσαμε όλα, μα βρήκαμε τη λευτεριά μας. Γι' αυτό χαιρόμαστε".

Η μάνα μου δεν απάντησε, μπερδεύτηκε. Μέσα της όμως σάλευε μια απορία: "Μήπως εκείνο που μετράει πιο πολύ δεν είναι το να βρεις τη λευτεριά σου, αλλά το να μη χάσεις το χώμα σου;».

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

Νάνος Βαλαωρίτης- Μαρμαρένιο ποίημα

Οικοδομή μαρμάρινη με μαρμαρένιες πόρτες
Σε μια πλατεία μαρμάρινη μαρμαρωμένος άνθρωπος
Μαρμαρωμένος ουρανός με μαρμαρένια σύννεφα
Μαρμαρωμένοι νεαροί με μαρμαρένια μάτια
Μαρμαρωμένη θάλασσα με μαρμαρένια πλοία
Αεροπλάνα από μάρμαρο σε μαρμαρένια ατμόσφαιρα
Γυναίκες από μάρμαρο σε μαρμαρένιους κήπους
Διαβάζοντας μαρμάρινες πρωινές εφημερίδες
Σε μαρμαρένια πρόσοψη μαρμάρινου μεγάρου
Μαρμάρινα καθίσματα μαρμάρινου θεάτρου
Και σε λουτρά μαρμάρινα αγόρια μαρμαρένια
Κοιμούνται σε μαρμάρινα μακρόστενα κρεβάτια
Κόβουν καρπούς μαρμάρινους σε μαρμαρένια δέντρα
Ψήνουν ψωμιά μαρμάρινα σε μαρμαρένιους φούρνους
Ιππεύοντας μαρμάρινες φοράδες παν περίπατο
Με τα μαρμάρινα μαλλιά που ανεμίζουν πίσω τους
Στον μαρμαρένιο άνεμο σε μαρμαρένια αλώνια
Του μαρμαρένιου μάστορα ο μαρμαρένιος πύργος
Και πρόγονοι μαρμάρινοι σε μαρμαρένια αίθουσα
Με ιερείς μαρμάρινους σε μαρμαρένια τέμπλα
Παρέες από μάρμαρο σε μαρμαρένια κέντρα
Χορεύουν με μαρμάρινες ορχήστρες rock’n’roll
Και με προφίλ μαρμάρινο κοπέλες από μάρμαρο
Δείχνουν γλουτούς μαρμάρινους σε μαρμαρένιους νέους
Μαρμάρινοι καταχτητές με πρόσωπα από μάρμαρα
Υποδουλώνουν πληθυσμούς με ένα σπαθί από μάρμαρο
Σε άλσος από μάρμαρο στήνουν σκηνές μαρμάρινες
Στέλνουν μαρμάρινες επιστολές σε φίλες μαρμαρένιες
Μια μαρμαρένια υπόθεση του μαρμαρένιου υπάλληλου
Μιας εταιρίας μαρμάρινης μαρμαρωμένου ύδατος
Πληρώνουν με μαρμάρινα νομίσματα όπου πάνε
Τα μαρμαρένια τους ποτά στο μαρμαρένιο μπάρμαν
Στο μαρμαρένιο τους μυαλό οι μαρμαρένιες σκέψεις
Έρχονται σε μαρμάρινες επαύλεις στο μαρμάρινο γυαλό
Όπου μαρμάρινα κύματα κοπανάνε τους μαρμαρένιους φαροφύλακες
του μαρμαρόβραχου
Του μαρμαρένιου ποιητή ο μαρμαρένιος θάνατος
Μια προτομή από μάρμαρο στο μαρμαρένιο τάφο
Η μαρμαρένια αγάπη του στα μαρμαρένια πόδια του
Δίνει φιλί μαρμάρινο στο μαρμαρένιο στόμα του
Στο μαρμαρένιο ύπνο τους βλέπουν μαρμάρινα όνειρα
Από μαρμάρινα παράθυρα σε μαρμαρένια αυγή
Στη μαρμαρένια προοπτική του μαρμαρένιου δρόμου
Μια πόλης από μάρμαρο σε μαρμαρένιο κόσμο

Μιλτιάδης Μαλακάσης-Το τραγούδι του Χάρου

Ξυπνήσετε όλοι,μάγισσες και μάγοι
και θέλω,τώρα ,κάτι να σας πω.
Να βγείτα από τα μνήματα χτυπώ,
να ρθείτε πάλι στο δικό μου πλάγι•
ξυπνήσετε όλοι,μάγισσες και μάγοι,
και θέλω,τώρα,κάτι να σας πω.

Ξυπνήστε και ντυθείτα γιορτινά,
νυφάδες και γαμπροί ξαναγενείτε
κι ελάτε πάλε δόξες να χαρείτε
μαζί μου,σε ταξίδια μακρινά...
Ξυπνήστε και ντυθείτε γιορτινά,
νυφάδες και γαμπροί ξαναγενείτε.


Κώστας Χατζόπουλος-Κι άσωστη είναι η νύχτα

Κι άσωστη είναι η νύχτα κι άσωστο ειν'το δάσος   Ω αδερφή θλιμμένη,στα θολά σου μάτια
κι άσωστο ειν'το δάσος κι ολοσκότεινο•                μιαν αυγή με ρόδα που είδα να γελά,
μιαν αυγή με ρόδα μου είπαν πως γελάει,              ω αδερφή του ονείρου,δείξε μου τη στράτα,
μιαν αυγή με ρόδα κάτου στο γιαλό.                       τη χαμένη στράτα μέσα στην ερμιά.

Και σε κράζω πάλε μες στην έρμην ώρα               Ω ,αδερφή του πόνου,στα γλαρά σου μάτια
και σε κράζω πάλε,ω, χλωμή αδερφή,                   μιαν αυγή με ρόδα που είδα έναν καιρό,
ω αδερφή θλιμμένη,δράμε στο πλευρό μου          μιαν αυγή με ρόδα μου είπαν πως γελάει,
κι έχω μες στα τρίστρατα χαθεί.                             μιαν αυγή με ρόδα κάτου στο γιαλό.

Κώστας Κρυστάλλης-Η ποθόπλανταγμένη

Κάτω στο Μαραθόκαμπο,που ολονυχτίς θερίζουν,
κάποιος λεβέντης θεριστής ψιλό τραγούδι λέγει
κι ως το ξημέρωμα ξυπνόν βαστάει όλον τον κάμπο•
βαστάει και μένα ξυπνήγη την ποθοπλανταγμένην
δέκα βραδιές ολόβολες στα παραθύρια απάνου,
κι απ΄τον ήχο του τραγούδιου κι απ'τη γλυκιά φωνή του

τα νυσταγμένα μάτια μου τον ύπνο δεν τον θέλουν.
Τον νιόν αυτόν τον θεριστή,που τραγουδάει την νύχτα,
να κάτεχα, να γνώριζα!Ήλιε,γλυκέ πατέρα,
μη τα χαλάς τα νιάτα μου και μη τα φαρμακώνεις.
Με τες χρύσες αχτίδες σου  δειξε μιαν ημέρα.
τον νιον αυτόν τον θεριστή,που τραγουδάει την νύχτα,
να τον γνωρίσω, να τον δω, διάνεμα να του κάμω
την νύχτα να μην τραγουδάει,στον κάμπο να μη βγαίνει,
νάρχεται με του φεγγαριού τ'απόσκια στην αυλή μου
να τον χορταίνω φιλήμα,να τον χορταίνω αγκαλιά.

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Παύλος Νιρβάνας-Λησμομένο Παραμύθι

Είπε,να μου πει το παραμύθι
το παλιό,που αλησμονήθη,
κι έσκυψε κι ανανοήθη,σα γριούλα,
μ΄ανθιά στη μορφή,μήλα στα στήθη,
κι άρχισε το παραμύθι:

«Μια φορά και έναν καιρό,ένα παλικάρι,
βασιλιά παιδί και ρήγισσας καμάρι,
μια παιδούλα αγάπησε,καλή ώρα,
όπως αγαπούν και τώρα...»

-Όπως αγαπούν και τώρα.

«Κι ήτανε φτώχια η παιδούλα,μα είχε βιό της
κάλλη και δρόσιες στο μερδικό της.
Κι αγάπη είναι τυφλή,καλή ώρα,
σαν και πάντα,σαν και τώρα».

-Σαν και πάντα,σαν και τώρα.

«Και το βασιλόπουλο ένα βράδυ
την αγκάλιασε τρελά μες στο σκοτάδι
και τη φίλησε γλυκά,καλή ώρα,
ποιος το ξέρει!σαν και τώρα...»

-Ποιος το ξέρει!σαν και τώρα.

«Την κορώνα του της βάζει στο κεφάλι
και τα στήθια της τα κάνει προσκεφάλι
και της λέει λόγια γλυκά κι ακόμα
όσα λεν στόμα με στόμα...»

-Όσα λεν στόμα με στόμα.

-Κι ύστερα,πως να στο  πω,καλέ μου;
Κι ύστερα...Το ξέχασα,γλυκέ μου,
το παλιό το παράμυθι...

-Κι αν το ξέχασες,το ξέρουν ταίρια ταίρια,
ρώτα να στο πουν τα περιστέρια,
ρώτα να στο μάθουν τα τρυγόνια,
να στο στο κελαδήσουνε τ'αηδόνια...
κι ύστερα λησμόνα το,που αλησμονήθη!
κι η ζωή μας και η αγάπη παραμύθι.

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

Μιχαήλ Αργυρόπουλος-Σουλτάν Μετζήτ

Σαν στάθηκε ο Αβδούλ Μετζήτ δεκάχρονο παιδί,
με μάγουλα ανθοζύμωτα και με μαλλιά μπουκλίσια,
-μα στις γραφές του Κορανιού,πρωτόχυμο κλαδί
για καρπερά μαγιάπριλα μ'ορμή παλικαρίσια,-

η μάνα του η ποθόπλαγχτη,Σουλτάνα τρανταχτή,
π΄όλο κι αγάπες λόγιαζε και χάδια και κοιμήσια,
για του μονάκριβου της γιου την ξακουστή γιορτή,
πλούσιο ριγάλο του δωσε:δύο σκλάβες κυπαρίσσια.

Και το παιδί,το ανίδεο στα ξένα τα φιλιά,
κρένει στις σκλάβες,τρέχοντας μ΄ολάνοιχτη αγκαλιά:
«Καλως τις δύο τις κούκλες μου,να παίξομε μάζι!»

Η μάνα χαμογέλασε• και σ'ένα της σημάδι,
γρήγορ'αυτές στου χαρεμιού το πήραν το σκοτάδι,
κι από μικρό το μάθαιναν πως θαπρεπε να ζει...




Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

Νάνος Βαλαωρίτης-Άγραφη γραφή

Άκουσα να μιλάν με τόνους τραγωδίας σε σαλόνια του1880
Ν΄ αναστενάζουν σ΄ ένα υπνοδωμάτιο ξενοδοχείου αριθμ. 12
Είδα να τρέχει μια γυμνή στο τρίτο πάτωμα του μυαλού μου
Να μουγκρίζουνε δυο τέρατα ανθρωπόμορφα
Να την προκαλούνε – καθώς περνούσε – αδιάντροπα
Χτυπώντας ρυθμικά το πάτωμα με τις ουρές τους
Όταν έπεφτε ψιλή ψιλή βροχή
Στάχτη από ηφαίστειο στόμα γυναικείο
Κράτησα το χέρι ενός τρελόπαιδου που ξεψυχούσε
Στεφάνωσα το αγαπημένο μέτωπο
Με λίγα ξερά και άδεια λόγια παρηγοριάς
(Δε θυμάμαι αν ήταν κορίτσι ή αγόρι
Ο αδικοσκοτωμένος σ’ ένα κομμάτι γης 2×1 ½ μ.)
Τρεις αιώνες πέρασαν πριν γίνουν όλα αυτά
Πριν ν’ αντιγράψω σ’ ένα τετράδιο καθαρό
Τους θρήνους μιας απαρνημένης
Το κλάμα ενός νεογέννητου παιδιού
Ταφές ανθρώπων ζωντανών – νεκρών που ξαναζωντανεύουν
Σχήματα μεταξωτά που αναδιπλώνονται
Ένα πλάσμα που φοβόταν ν’ αγαπήσει
Κομμάτι μάρμαρο από σάρκα
Και τη γραφή την άγραφη
Που είδα γραμμένη στ’ όνειρό μου
Με γράμματα φωτιάς που καίγαν το χαρτί

Γιάννης Σκαρίμπας-Το βαπόρι

Νάναι ως νάχης φύγει — με τους ανέμους — καβάλλα
στο άτι της σιγής κι' όλα να πάης
και vάv' πολλά καράβια, πολλή θάλασσα — μεγάλα
σύγνεφα πάνω — οι άνθρωποι κι' ο Μάης.

Κι' εντός μου εμένα να βρυχιέται — όλο να τρέμει —
βαρύ ένα βαπόρι και κατόπι
πάλι εσύ κι' ο Μάης κι' οι ανέμοι
κι' έπειτα πάλιν οι ανθρώποι, οι ανθρώποι.

Και νάναι όλα απ' ό,τι φεύγει —και δε μένει—
σε μια πόλη ακατοίκητη, κι' εντός μου
ακυβέρνητο, όλο να σε πηγαίνει το καράβι
έξω απ' την τρικυμία τούτου κόσμου.





Βαιος Φασούλας-Ε, εσείς, απόγονοι του Ομήρου, τί κάνετε??

Κι' είμαστε κάμποσοι,
γυναίκες και άντρες ξεχασμένοι,
άγονοι και θαμμένοι με χώμα ξερό
Είμαστε κάμποσοι,
που αδιάκοπα υφαίνουμε το νήμα της ζωής,
κι ας μένουμε στη λησμονιά,
γυμνοί και διψασμένοι.
Στους αργαλειούς μας ,
συντροφιά οι Μούσες μας κρατούν.
Αυτές ακούμε πα στα ξεσπάσματα τ' αγέρα,
αυτές θωρούμε μητέρες και αδερφές.
Αυτές μας φροντίζουν και μας αγαπούν.
στ' αχνάρια του Ομήρου μας οδηγούν
ανά τους αιώνες δάδες πυρός,
φωτός στα χέρια τους κρατούν
για να πυρώνουν τις καρδιές μας,
και να φωτίζουν το νου
και φέγγουν γύρα τ' ανθρώπινα σκοτάδια,
μα γίνονται γλυκό κι ήρεμο λυκαυγές..

Αυτά τα σκοτάδια, τα φτιαχτά από χέρια,
απογόνων του Ομήρου
Κι είμαστε κάμποσοι εμείς...

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης-Στην Παναγία την Κεχριά

Γλυκειά Παρθέν', αξίωσέ με
νάρθω και πάλι στο ναό σου,
όπου φυσά γλυκά η αύρα
στα πλατάνια τα θεόρατα
κάτω στο ρέμμα, που η πηγή κελαρύζει
κι επάνω θροΐζει η αύρα μαλακά.

Όλος ο ήλιος λάμπει στο θόλο
του ωραίου ναού σου με τα πιατάκια τα ποικιλμένα
κι ευωδιάζ' η μύρτος κι η δάφνη
ολόγυρα, κι η βρύση κελαδεί
 στην αυλή, που ανθεί ο λιβανωτός κι [η μύρτος].

Στα νεαήμερα τ' αγαπημένα
της δοξασμένης μεταστάσεώς σου
ήθελα νάμαι να ψάλω το "Πεποικιλμένη..."
στο πανηγύρι το σεμνό.

Να βλέπω να θαμάζω τη μορφή σου
με τα ματάκια τα κλειστά,
με τα χεράκια σταυρωμένα,
κι ο Υιός σου να κρατεί την άμωμη ψυχή σου,
ως τρυγόνα στα χεράκια·

κι Απόστολοι εκ περάτων
στα σύννεφα επάνω πετώντας,
κι 'Αγγελοι με σταυρωμένα χέρια
βλέπουν το θάμμα το φριχτό!

Ψηλά απάνω απ' το δώμα, από δυο παραθυράκια,
με τις κοκούλες δυο καλογεράκια
προβάλλουν και τείνουν από έναν τόμον ανοιχτό!

κι ο ένας γράφει "Θνητή γυναίκα του Θεού μητέρα"
κι ο άλλος· "τ' ουρανού είσαι πλατυτέρα,
ως έμψυχος ναός και θρόνος του Θεού..."

Γλυκειά Παρθέν' αξίωσέ με
νάρθω και πάλι στο ναό σου,
όπου φυσά γλυκά η αύρα
στο ρέμμα στα πλατάνια μυστικά!

Τάσος Λειβαδίτης-Ταξίδι

Ζούσε την τελευταία του ώρα. Στο σταθμό, νύχτα, περίμενε το τρένο, που θα ‘πεφτε μπροστά του να τελειώνει. Άξαφνα, από μια παλιά ξεχασμένη παρόρμηση ανέβηκε στη γραμμή να περπατήσει, όπως άλλοτε, που ήταν ένα αιώνιο παιδί. Τότε, μ’ έκπληξη, είδε τη μικρή πεθαμένη εξαδέλφη να περπατάει στην άλλη γραμμή, απλώνοντας του το χέρι, για να κρατηθούν, πιο στέρεα, πάνω απ’ τ’ όνειρο.
........Περπάτησαν ώρα, χαμογελώντας ο ένας στον άλλον, κι όταν πέρασε τυφλό το τρένο, βουίζοντας, τα δυο παιδιά χειροπιασμένα συνέχιζαν να προχωράνε πάνω στις ράγες,
........ενώ το πτώμα ενός άντρα κείτονταν πιο εκεί.

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Iωάννης Πολέμης-Το παλιό βιολί

Άκουσε τ'απόκοσμο,το παλιό βιολί,                     Και τ'αηδόνι τ'άγρυπνο και το ζηλευτό
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά τ΄Απρίλη˙                       ζήλεψε και σώπασε κι έσκυψε κι εστάθη
στο παλιό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί                        για να δει περήφανο τι πουλί ειν'αυτό
με τ'αχνά κι απάρθενα της αγάπης χείλη.              που τα λέει γλυκύτερα της καρδιάς τα πάθη.

Ως κι ο γκιώνης τ'άχαρο,το δειλό πουλί,              Ειμ'εγώ τ'απόκρυφο,το παλιό βιολί,
με λαχταρ'απόκρυφη τα φτερά τινάζει                  μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά τ'Απρίλη˙
και σωπαίνει ακούωντας το παλιό βιολί               στο παλιό κουφάρι μου μια ψυχή λαλεί
για να μάθει ο δύστυχος πως ν'αναστενάζει.       με της πρώτης νιότης μου τα δροσάτα χείλη.

Τι κι αν τρώει το ξύλο του το σαράκι;Τι                      Τι κι αν τρώει τα σπλάχνα μου το σαράκι;Τι
κι αν περνούν αγύριστοι χρόνοι κι άλλοι χρόνοι;       κι αν βαδίζω αγύριστα χρόνο με το χρόνο;
Πιο γλυκιά και πιο όμορφη και πιο δυνατή            Πιο γλύκια και πιο όμορφη και πιο δυνατή
η φωνή του γίνεται όσο αυτό παλιώνει.                 γίνεται η αγάπη μου όσο εγω παλιώνω


Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

Γεώργιος Στρατήγης-Τα όνειρα μου

Όπως τα ρόδα,φίλη μου,στα πρασινά των φύλλα,
           κρύφτουν αγκάθια στο δεντρί,
κι οι αστραπές στον ουρανό αφήνουνε  μαυρίλα,
               κι η μέλισσσα κρυφό κεντρί˙

έτσι τη νύχτα μυρουδιές σκορπάς ολόγυρα μου,
                μα σαν ξυπνήσω το πρωί,
ώσαν αστέρια σβήνουνε τα ρόδινα όνειρα μου
                  στη σκοτεινή μου τη ζωή





Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

Γιώργος Τ. Τσερεβελάκης-Η κόρη

Εκεί στην άκρη του γιαλού αντίκρισα μια κόρη
να χρυσοκεντάει πλουμιστό κι ολόλευκο μαντήλι,
μαντήλι του γαμπρού, του έρωτα στολίδι.
Το πέλαο κεντά, σαν περιβόλι να ‘ναι,
κεντάει το στερέωμα, σπαρμέν’ είν’ τ’ αστέρια,
τη γη με τα καλά και μυρισμέν’ άνθη,
είν’ και ένα βουνό αγέρωχο και μέγα·
η ροδομάγουλη αυγή χρυσώνει την κορφή του
κι αστράφτει τ’ αοριού το μάγουλο και φέγγει
και πορφυρίζει τ’ ουρανού η γαλαζιά λουρίδα
και νερά κρυστάλλινα και ασημιά κυλάνε κι αυλακώνουν
αρχαία και παλιά, βαθύσκιωτα ρουμάνια·
είν’ εδώ και οι λαγκαδιές με πράσινο μετάξι
και φαίνονται οι βουκόλοι, και στο ώριο κεντίδι του χεριού της
τραγούδια λες κι ακούς, κουδούνια αφουγκράσαι,
βελάσματα βραχνά, κοπάδια να κινούνε.
Και στις ρίζες του βουνού μια λίμνη φανερώνει
με χρυσές τις καλαμιές, κι ένας ψαράς να στέκει,
κάμπο ολόγυρα πλατύ με χρυσαφένιο νήμα
και στη μέση σιγαλό ποτάμι μουρμουρίζει
γύρω του δάφνες και μυρτιές και πελώρια πλατάνια
και αηδόνια κελαηδούν και ανέμελα πετούνε,
και στο πανώριο ξόμπλι, τον θόρυβο του νερού ακούς,
της δάφνης τ’ άρωμα, της μυρτιάς θαρρείς πως ανασαίνεις,
πως των πουλιών τον κελαηδισμό τ’ αυτιά σου αγροικούνε.
Και σε μια ‘κροποταμιά ελάφι λιγωμένο,
νερό να σκύβει για να πιει, στου ποταμιού την άκρη,
πως μια σαϊτιά το λάβωσε στην πλάτη το καημένο
και πάσχιζε για ν’ απαλλαχτεί που δεν μπορεί τον πόνο,
και ολόγυρα κοιτά και στα δεντρά τριγύρω
βοήθεια σαν να ζητά πως δεν μπορεί το μαύρο.

Σ’ ένα χωριό πιο μακριά, γάμο λαμπρό στολίζει
με νύφη, με γαμπρό ψίκι ν’ ακλουθάει,
αλλού κεντάει λάμιες φοβερές και δράκους να θωρούνε,
κεντάει και ένα πέλαο με πλάτια σμαραγδένια.
Και στα κρινοδάχτυλα το ‘ργόχειρο κρατάει
και λέει του:

«Μαντήλι πλουμιστό και χρυσοστολισμένο,
ποιος να ‘ναι άραγε ο νιος εσένα να κρατήσει;
Ποιος να ‘ναι άραγε ο νιος, που μ’ ένα δαχτυλίδι
εσένα, ακριβοθώρητο, σαν δώρο θα σε πάρει;
Ποιος, να ξερα, είν’ ο νιος που μ’ ένα φίλημά του
ζεστό κι ολόγλυκο, εμέ θα πάρει νύφη;
Πες μου εσύ γαλάζιε ουρανέ μου,
εσύ, φτερουγιαστέ, καθάριε λογισμέ μου,
γιατί μιαν έναστρη βραδιά κοντά μου δεν τον φέρνεις
σαν όνειρο γλυκό, μέσα στην αγκαλιά μου;».

Κίκη Δημουλά-Συμπληγάδες Συγκρίσεις


Περιμένω. Σε φουαγιέ θεάτρου.
Ώσπου v' αρχίσει η παράσταση
βλέπω τι παίζεται πλαγίως
εντός ενυδρείου που διασκεδάζει
την αναμονή. 


Τετράγωνο περίπου σάν κουτί
παπουτσιών στο νούμερο της υπερβολής. Σε γωνία σφηνωμένο για να γεύονται
διπλή ασφυξία οι τοίχοι.
Μικρά ψαράκια όσο το χρυσαφί του ήλιου
επάνω σε χρυσόμυγας ξεριζωμένο βόμβο
τρέχουν πανικόβλητα. Σκυλόψαρο τζάμι τα κυνηγά.
Νάνος βυθός. Τον γαργαλάει εύκολα
με τα κοντά της δαχτυλάκια η επιφάνεια.

Συνθλίβεται η πλεύση συχνά
στις συμπληγάδες πέτρες-χαλίκι
εύρημα στεριανό.
Κάθε τόσο αγωγός κρυμμένος στέλνει
βίαιο αέρα φουρτουνιάζει κάπως η ανία
φύκια ξεμαλλιάζονται με πλαστικόν
ολοφυρμό. Για λίγο
καταποντίζεται η ορατότης. Ώσπου
μισοπνιγμένη την τραβάνε κατά πάνω
κάτι φυσαλίδες οξυγόνου μικρές
σαν καρφίτσας κεφαλάκι που βγαίνουν
από των ματιών μου τη λιγοστή φιάλη. 

Τι λυπάσαι, χρυσόψαρα είναι
ούτε που γνώρισαν θάλασσα ποτέ τους. 

Και μείς πόσο τάχα γνωρίσαμε;
Κι όμως το νοσταλγούμε αυτό το διόλου

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

Λόρεντζος Μαβίλης-Καλλιπάτειρα

«Αρχόντισσα Ροδίτισσα,πώς μπήκες;
Γυναικες διώχνει μια συνήθεια αρχαία 
εδώθε.»« Έχω ένα ανίψι,τον Ευκλέα,
τρία αδέρφια ,γιο,πατέρα Ολυμιονίκες˙

να με αφήσετε πρέπει,Ελλανοδίκες,
κι εγώ να καμαρώσω μες στα ωραία 
κορμιά,που για το αγρίλι του Ηρακλέα
παλαίβουν,θιαμαστές ψυχές αντρίκειες.

Μες τες άλλες γυναίκες δεν είμαι όμοια˙
στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζει
με της αντριάς τα αμάραντα προνόμια.

Με μάλαμα γραμμένος το δοξάζει
σε αστραφτερό κατεβατό μαρμάρου
ύμνος χρυσός του αθάνατου Πινδάρου».