Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Οδυσσέας Ελύτης-Ο αγράμματος και η ωραία


Forough Farrokhzaad-Tavalodi digar


Όλη μου η ζωή είναι ένα σκοτεινός στίχος
Που σε παίρνει διαιωνίζοντας
Ως την αυγή της αιωνίας άνθησης κι ανάπτυξης
Σε αυτό το στίχο σε αναστέναξα, Αχ
σε αυτό το στίχο, σε μπόλιασα στο δένδρο, στο νερό και στη φωτιά.
Η Ζωή, ίσως, είναι
Ένας μακρύς δρόμος που το περνά κάθε μέρα, μια γυναίκα με ένα ζεμπίλι.
Η Ζωή, ίσως, είναι
Ένα σκοινί, που το δένει στο λαιμό του ένας άνδρας, για να κρεμαστεί από ένα δένδρο.
Η Ζωή, ίσως, είναι ένα παιδί που επιστρέφει από το σχολείο.
Η Ζωή, ίσως, είναι
Άναμμα ενός τσιγάρου στη ναρκωμένη και χαλαρή διάσταση ανάμεσα σε δύο συνουσίες.
Ή, είναι το χαμένο βλέμμα ενός διαβάτη που με έναν ανόητο χαμόγελο, βγάζοντας το καπέλο του, λέει σε άλλο διαβάτη, «Καλημέρα σας»;
Η Ζωή, ίσως είναι
αυτή η κλειδωμένη στιγμή που το βλέμμα μου αυτοκαταστρέφεται στις κόρες των ματιών σου. Και σε αυτό διακρίνεται η αίσθηση που εγώ τη συγχωνεύω με την νόηση του φεγγαριού και την αντίληψη του σκότους.
Σε μία κάμαρα, όσο είναι η μοναξιά
Η καρδιά μου, που είναι όσο η αγάπη
Κοιτά τις απλές δικαιολογίες της ευτυχίας της,
Στην όμορφη αποσύνθεση των λουλουδιών στην γλάστρα, στο δενδρύλλιο που φύτεψες στην αυλή μας, στα τραγούδια των καναρινιών, που τραγουδάνε όσο είναι το παράθυρο.
Αχ,
Τόσο είναι το μερίδιο μου
Τόσο είναι το μερίδιο μου
Το μερίδιο μου
Είναι ο ουρανός που κρύβεται με το κρέμασμα μίας κουρτίνας.
Το μερίδιο μου, είναι το κατέβασμα από παρατημένες σκάλες, και μεταμόρφωση σε κάτι σάπιο και ξένο.
Το μερίδιο μου, είναι μία θλιβερή βόλτα στο κήπο των αναμνήσεων, και στο ξεψύχισμα για τη θλίψη μίας φωνής που μου λέει,
«Αγαπώ τα χέρια σου»
Φυτεύω τα χέρια μου στον κήπο,
Θα φυτρώσω, το ξέρω, το ξέρω, το ξέρω,
Και τα χελιδόνια στο βαθούλωμα των μελανιασμένων δάχτυλων μου,
Θα γεννήσουν τα αυγά τους.
Κρεμάω στα δύο μου τα αυτιά,
δυο δίδυμα κεράσια
και τα νύχια μου, τα επιστρώνω με πέταλα από ντάλια
Εκεί υπάρχει ένα σοκάκι,
Τα αγόρια που με είχαν ερωτευτεί, ακόμα,
με τα ίδια ανακατωμένα μαλλιά, λεπτούς λαιμούς και αδύνατα πόδια,
σκέπτονται το αθώα χαμόγελο του κοριτσιού πού, ένα βράδυ, την πήρε ο άνεμος.
υπάρχει ένας δρομάκος που η καρδιά μου τον έχει κλέψει από τις παιδικές μου γειτονιές.
Ταξίδι του όγκου στην γραμμή του χρόνου
Κυοφορία της γραμμής του χρόνου από τον όγκο.
Όγκος από μια συνειδητή εικόνα
Που επιστρέφει από τη γιορτή κάποιου καθρέπτη.
Και έτσι είναι που, κάποιος πεθαίνει, και
κάποιος παραμένει
Κανένας ψαράς δε θα ψαρέψει μαργαριτάρια σε φτωχό ρυάκι που καταλήγει σε χαβούζα.
Εγώ,
Γνωρίζω μία μικρή θλιμμένη νεράιδα
Που ζει στο ωκεανό
Που παίζει τη μελωδία της ψυχή της με μία φλογέρα.
Παίζει, μαλακά, μαλακά
μικρή θλιμμένη νεράιδα
που πεθαίνει το βράδυ με ένα φιλί
και στη χαραυγή, θα ξαναγεννηθεί με ένα φιλί

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Θανάσης Αθανάσιος-Ο Εθνικός Λόγος

Εθνική σημαία -0
Εθνική γιορτή -0
Εθνική νηστεία -0
Εθνικός αγώνας -0
Εθνικός χαμός -0
Εθνική απώλεση -0
Εθνικός μαθηματικός -0
Εθνικό νεφρό -0
Εθνική απάτη -0
Εθνικός ύμνος -0
Εθνική υποταγή -0 πανταχόθεν
Εθνική υποταγή -0 πανταχόθεν
Εθνική υποταγή -0 πανταχόθεν
Εθνική τουαλέτα -0
Εθνικά σκατά -0
Εθνική αηδία -0
Εθνικό μαχαίρι -0
Εθνικός παροξυσμός -0
Εθνική αμαξοστοιχία -0
Εθνικός ανθέλληνας -0
Εθνική υποταγή -0 πανταχόθεν
Εθνική υποταγή -0 πανταχόθεν
Εθνική υποταγή -0 πανταχόθεν

Kορνήλιος Καστοριάδης


Γιατί ο κορεσμός της πείνας, η ασφάλεια, το κατά βούληση συνουσιάζεσθαι στις σκανδιναβικές κοινωνίες, αλλά και όλο και περισσότερο σε όλες τις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες(ένα δισεκατομμύριο ατόμων) δεν είχε αποτέλεσμα την ανάδυση αυτόνομων ατόμων και κοινωνικών ομάδων? Ποια είναι η ανάγκη που αυτοί οι πληθυσμοί δεν μπορούν να ικανοποιήσουν? Η απάντηση ότι αυτή η ανάγκη διατηρείται συνεχώς ανικανοποίητη από την τεχνική πρόοδο, που προκαλεί την εμφάνιση άλλων αναγκών, ή από την ύπαρξη προνομιούχων στρωμάτων που δείχνουν στα άλλα, άλλους τρόπους ικανοποίησης των αναγκών σημαίνει παραδοχή αυτού που θέλουμε να πούμε: ότι αυτή η ανάγκη δεν φέρει μέσα της τον ορισμό ενός αντικειμένου που θα μπορούσε να την καλύψει όπως η ανάγκη αναπνοής έχει ως αντικείμενο τον ατμοσφαιρικό αέρα ότι γεννάται ιστορικά, ότι καμιά συγκεκριμένη ανάγκη δεν είναι η ανάγκη της ανθρωπότητας. Η ανθρωπότητα έχει πεινάσει και πεινάει για τροφή, αλλά έχει πεινάσει και για ρούχα  και μετά για ρούχα αλλά από τα περσινά, έχει πεινάσει για αυτοκίνητα και για τηλεόραση, για εξουσία και για αγιοσύνη, για ασκητισμό και για ακολασία, για μυστικισμό και ορθολογική γνώση, έχει πεινάσει για αγάπη και αδελφοσύνη αλλά και για τα ίδια της τα πτώματα, έχει πεινάσει για γιορτές και για τραγωδίες, και τώρα φαίνεται ότι  πεινάει για Σελήνη και για πλανήτες. Χρειάζεται μια γερή δόση κρετινισμού για να μπορέσει κανείς να ισχυρισθεί ότι όλες αυτές τις πείνες τις επινόησε γιατί δεν κατόρθωνε να φάει ή να γαμήσει αρκετά.
Ο άνθρωπος δεν είναι αυτή η συγκεκριμένη  ανάγκη που συνοδεύεται από το συμπληρωματικό <<σωστό αντικείμενο>> της, μια κλειδαριά με το κλειδί της(που πρέπει να το βρούμε ή να το κατασκευάσουμε). Ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να υπάρξει παρά οριζόμενος κάθε φορά ως ένα σύνολο αναγκών και αντιστοίχων αντικειμένων, υπερβαίνει όμως πάντα αυτούς τους ορισμούς-,και αν τους υπερβαίνει(όχι μόνο σε ένας διηνεκές δυνάμει, αλλά μέσα στην πραγματικότητα της ιστορικής κίνησης) τούτο συμβαίνει διότι εξέρχονται από τον εαυτό του, διότι τους επινοεί(όχι βέβαια αυθαίρετα, υπάρχει πάντοτε η φύση, το minimum της συνοχής που απαιτεί η λογικότητα και η προηγούμενη ιστορία),διότι συνεπώς τους ποιεί ποιώντας, και ποιώντας τον εαυτό του, και διότι κανένας λογικός, φυσικός ή ιστορικός ορισμός δεν επιτρέπει την οριστική παγίωση τους. <Ο άνθρωπος είναι αυτό που δεν είναι αυτό που είναι και που είναι αυτό που δεν είναι>> έλεγε ήδη ο           Χέγκελ.

Κορνήλιος Καστοριάδης ,Η φαντασιακή θέσμιση τη κοινωνίας σελ 201-202

Ν πετιμεζάς-λαύρας-εμπρός ας πίνουν θάλασσες...

Εμπρός ας πίνουν θάλασσες,εμπρός ας τρώει κι η γη˙
            παχιά μερίδα το κοράκι ας πάει!
Χτυπιούνται και σκοτώνονται της Γης οι αρχοντογιοί
ποιος το πανάκριβο να βρει το διπλό μαργαριτάρι.

Μακριά.Νεράιδες το κρατούν σε Δρακοντοσπηλιά.
                 Κρυφό και το στρατί  που πάει εκείθε.
Πως μ'αποκοιμίζεις γλυκά στη γέρικη αγκαλιά,
που αλί!Μια αλήθεια γίνηκες,τώρα για μένα Μύθε.

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Ασηµίνα Χασάνδρα Υοσκύαµος


Εάν το ν’ ανήκω κατάφωτα κάπου σηµαίνει: τόσα γενεάς λόγια του αιθέρος
τότε

γύρω από τα χείλη ας κυριέψω βότσαλο
µε τη µορφή σου πάνω

-νύχτα, βαθιά θα µεγαλώνει άδοντας
αχ, να το κρατώ λέω

απαλά

εκεί, όπου γιγαντιαία τα πέπλα των Ερώτων

µετακινούνται προς το κύµα ενώ η φρικιώδη Τύρφη ανεµπόδιστη θα γυρίζει σε κίτρινο των στηµόνων
πέπλο πάντοτε
θα σ αγαπώ

µυστικό αργά
στην κουπαστή

µέσα, που λύνω τα πόδια µου αχ
ωκεανού

επτά φορές σφραγισµένο το βάθος

Ηλίας Τασόπουλος Οι ερωτευµένοι


Πετάµε τους καθρέφτες στο κρεβάτι
και δε σπάνε.

Το κορµί µας µαζί από πάνω σπρώχνει βαθιά
τις πλανώµενες µορφές τους.

Επιµένει.
Θα γεννηθούµε πάλι αφανείς.

Νίκος Σπανός Μεταφυσική


Μοιάζουµε πολύ µε τον πατέρα.

Ο τρόπος που κινούµε τα άκρα µας είναι ο ίδιος.
Την τροφή µας τη µασάµε για πολλή ώρα και µετά τη φτύνουµε
γιατί φοβόµαστε την αγριότητα της χώνεψης.

Η µητέρα καµιά φορά γελάει και µας πειράζει.

Κολλάει φυλλαράκια από παλιές ηµεροµηνίες πάνω στα χέρια και στα πόδια µας.
Λέει µε τη δυνατή φωνή της τραγούδια ακατανόητα που µας τροµάζουν.
Κάθε βράδυ προσεύχεται για µας µπροστά σε θλιµµένα εικονίσµατα.

Η µαστίχα της µοσχοµυρίζει.

Εµείς πάντως στις χαµηλές µας πτήσεις της δαγκώνουµε θάνατο.

Αργύρης Παλούκας Υποχθόνιος


Λίγα φίδια τριγυρίζουν

και φορούν

ένα κίτρινο λουλούδι στο πέτο τους.

Θα ήταν άσχηµο

να µην είχαν ούτε κι αυτό.

Θα φαινόταν ότι το δηλητήριό τους αρµόζει στα χείλη µας
να το πιούµε.

Τώρα δαγκώνουν φανερά τα γυµνά
ερωτικά κορµιά µας.

Κι ο ήλιος

πέφτει πάνω στα στιλπνά στιλβωµένα δόντια τους
και κάνει το δηλητήριο πιο καυτό.

Θεανώ Κοτίνη Άτιτλο


[....]

Άντρες µε ριγέ πουκάµισο

σε ασπρόµαυρη φωτοσκίαση του πενήντα

Άντρες λυσίκοµοι

όταν σκύβουν στο κούφωµα της πόρτας

Άντρες έφηβοι

µε άνισο βάρος του Θεού στα σκέλια

Άντρες που κουβαλούν

το φόβο τα τσιγάρα και τη ζέστη τους στη µέσα τσέπη του παλτού Άντρες αλάτι της πληγής
σ εσένα που όρισαν να σαι γυναίκα

Χαρά Φλιβέρη Φυγή


Ο χορός λύγισε τα σώµατα
Κι ένα φύκι περπάτησε στη θάλασσα 
Η πολιτεία κοιµήθηκε για πάντα 
Και το βουερό της συνονθύλευµα Μεταφέρθηκε στο κενό
Ο έρωτας ανηφόρησε γενειοφόρες βουνοπλαγιές

εν έχω θύµηση

Για το αυτοκίνητο που τρέχει
                                     Το ραδιόφωνο και τις µουσικές 
Κάρφωσα το βλέµµα µου στ αστέρια κι είδα 
Πόσο χαρωπή είναι η µατιά µου