Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

Χόρχε Λούι Μπόρχες-Ο δημιουργός

Είμαστε το ποτάμι που επικαλείσαι,Ηράκλειτε
Είμαστε ο χρόνος.Η άυλη ροή του
παρασέρνει λιοντάρια και όρη
δακρύβρεχτους έρωτες,σποδό της ηδονής,
ατέρμονη απατηλή ελπίδα,
αυτοκρατορίες απέραντες που κατάντησαν στάχτη,
ρωμαϊκά κι ελληνικά εξάμετρα,
μουντή μια θάλασσα κάτω απ'το κράτος της αυγής,
το όνειρο,μια πρόγευση θανάτου,
τα όπλα,τον πολεμιστή,μνημεία
τα δυο κεφάλια του Ιανού που δεν γνωρίζονται,
τους φιλντισένιους λαβυρίνθους που κεντούν
τα πιόνια πάνω στη σκακιέρα,
το χέρι το κόκκινο του Μακμπέθ που θα μπορούσε
να ματώσει τα πέλαγα,τη μυστική
λειτουργία των ρολογιών στη σκιά,
έναν καθρέφτη που κοιτάζεται αδιάκοπα
σ'έναν άλλο καθρέφτη και κανείς δεν τους βλέπει,
ατσαλένια ελάσματα,τη γοτθική γραφή,
ένα μασούρι θειάφι σε κάποιο ντουλάπι,
τις βαριές καμπάνες της αυπνίας,
αυγές και δειλινά και ξημερώματα,
αντίλαλους,λειχήνες,ζαλάδες,άμμο,όνειρα.
Άλλο τίποτα  δεν είμαι απ΄αυτές τις εικόνες
που ανακατεύει η τύχη και κατονομάζει  η πλήξη.
Μ'αυτές,αν και τυφλός και τσακισμένος,
έχω να δουλέψω τον ακατάλυτο στίχο.
Και (αυτό είναι το χρέος μου) να σωθώ.




Hλίας Πετρόπουλος-Πέντε και Ένα Ποιήματα

1.
Καπνίζω.
Καμιά φορά φουμάρω μέχρι σαράντα τσιγάρα
τη μέρα.
Συχνά, όμως, το τσιγάρο μου καίει ανώφελα,
λησμονημένο στο τασάκι,
ενώ αναπολώ τις γυναίκες που αγάπησα.

2.

Γέρασα.
Καλύτερα που γέρασα
- αν έτσι πρόκειται να βρω τη γαλήνη.

3.

Όλα τα δικά σου τα ξέρω.
Πώς κοιτάς όταν λες ψέματα.
Πώς κόβεις το κρέας με το μαχαίρι.
Πώς ακριβώς μυρίζει η επιδερμίδα σου.
Ακουμπώ το κεφάλι στην κοιλιά σου
και τα έντερά σου γουργουρίζουν.
Την Γυναίκα την αγαπάς στο σύνολό της,
ή καθόλου.

4.

Να πάρει ο Διάολος!
Ήρθα στο Βερολίνο χωρίς να φέρω μαζί μου
την όμορφη έκδοση των Memoires του Casanova.
Ευτυχώς, δεν ξέχασα το Walden του Thoreau και την Ιλιάδα
- αυτά είναι τα τρία αγαπημένα μου βιβλία.

5.

...
δεν εζήτησα συμβουλές και συμβουλές μου δίνουν
απρόσκλητοι συμβουλάτορες φαφλατάδες μικροαστοί
λένε λένε κι όλο προφητεύουν
τάχα θα με φάνε οι ωραίες γυναίκες
ενώ χαρά μου να με φάνε οι καλλονές
κι αλίμονο σε σας δυστυχισμένοι
που τα γεγονότα δεν σας χορταίνουν
κι η ζωή σας χτισμένη σιωπή και κακομοιριά
όσο για μένα
κρυφά την αγαπώ και είναι ωραία
και είναι αβρή και μυστικά την αγκαλιάζω
ούτε πουλί μάς βλέπει
ούτε ανθός μάς ακούει
φιλιόμαστε κι οι τοίχοι καμπυλώνουν

+ 1.

Γλυκό μου στήριγμα, καμάρι μου και λουλούδι, τα πράγματα της καρδιάς
τρόπος δεν είναι να χαθούν. Μείνε μαζί μου. θα σου μιλήσω με πάθος και
δακρυσμένα μάτια για τον ουρανό της Θεσσαλονίκης, την εικοσαετή ορφάνια
μου, τον ισάδελφο Τσιτσάνη, τα νοτισμένα χώματα των Χασίων, τους
ολόδροσους κλώνους· για τις θεϊκές γυναίκες του Ελύτη και του Μόραλη.
Ακόμη θα σου περιγράψω την δολοφονία του Ιάκωβου Πατιερίδη τον Οκτώβριο
του 1944, θα σου παραστήσω πώς βαδίζουν οι ορθόδοξοι ρεμπέτες και πώς
χορεύουν ζεϊμπέκικο στην ταβέρνα του Φραγκούλη στην Μπάρα. Αγάπησε με
δύναμη. Αυτό αρκεί.

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

Άλκης Αλκαίος-Ερωτικό

Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις
τις ώρες που αγριεύει η βροχή
στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις
και σε κερδίζουν κήποι κρεμαστοί
μα τα φτερά σου σιγοπριονίζεις

Σκέπασε αρμύρα το γυμνό κορμί σου
σου 'φερα απ' τους Δελφούς γλυκό νερό
στα δύο είπες πως θα κοπεί η ζωή σου
και πριν προλάβω τρις να σ' αρνηθώ
σκούριασε το κλειδί του παραδείσου

Το καραβάνι τρέχει μες στη σκόνη
και την τρελή σου κυνηγάει σκιά
πώς να ημερέψει ο νους μ' ένα σεντόνι
πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά
αγάπη που σε λέγαμ' Αντιγόνη

Ποια νυχτωδία το φως σου έχει πάρει
και σε ποιο γαλαξία να σε βρω
εδώ είναι Αττική φαιό νταμάρι
κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό
που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Bασίλης Βάρκας-Υπάρχεις?

Άραγε για σένα που να ψάξω?
Την Κόλαση για να διαβούμε συντροφιά.
Βλέποντας μπροστά μου το κενό,
ποια να'σαι σκέφτομαι,υπάρχεις?
Σε ποιο σημείο του Χρόνου να κοιτάξω?

Αν κάποτε μπροστά μου εμφανιστείς,
φίλα με.
Γιατί μυαλό δε μου μεινε,για να σε καταλάβω.
Μόνο προλογίζοντας την Επανάσταση αξίζει ο έρωτας
Το ήξερες αυτό?
Από του κόσμου τη <<θολούρα>> μην ξεγελαστείς.

Δίνουμε μάχες για να νιώσουμε οτιδήποτε.
Σ'αυτές τις μάχες πεθαίνουνε τα πάντα.
Μακάρι όλοι να κλαίγαν μ'ένα ποίημα.
Σου 'χει συμβεί ποτέ?
Τότε μπορεί να βρίσκεσαι οπουδήποτε...













Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Βασίλης Βάρκας-Ηδονές

Λεφτά,πουτάνες γύρω μου...
    Πάρτι με coca cola

Γυρίστε με στον ήλιο να κοιτώ
   Του Βουκεφάλα το χωριό
       Αντίκρυ μου να έχω

Πέντε αυγά,μεγάλα αυγά
Να παίζουν και να σπάνε
Για να 'χει γεύση η ζωή
Για να μιλάω με θάρρος

   Ανεμιστήρες ηδονής
Φυσούν σ'έμας το θανάτο











Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Άγγελος Βλάχος-Η γη της Ελλάδος

Ξεύρεις τὴν γῆ ποὐ ἀνθεῖ
φαιδρὰ πορτοκαλέα
καὶ κοκκινίζει ἡ σταφυλὴ
καὶ θάλλει ἡ ἐλαία;
Ὦ! δὲν τὴν ἀγνοεῖ κανείς,
εἶναι ἡ γῆ ἡ Ἑλληνίς.

Ξεύρεις τὴν γῆ, ἥτις παντοῦ
μὲ αἵματα ἐβάφη,
ὁποῦ κοιλάδες καὶ βουνὰ
εἶναι τυράννων τάφοι;
Ὦ! δὲν τὴν ἀγνοεῖ κανείς,
εἶναι ἡ γῆ ἡ Ἑλληνίς.

Γῆ μήτηρ παλαιῶν θεῶν
καὶ νέων ἡμιθέων
γῆ ἀναμνήσεων κλεινῶν
καὶ γῆ ἐλπίδων νέων
Ὦ! δὲν τὴν ἀγνοεῖ κανείς,
εἶναι ἡ γῆ ἡ Ἑλληνίς.

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Charles Bukowski-The Aliens

you may not believe it
but there are people
who go through life with
very little
friction or
distress.
they dress well, eat
well, sleep well.
they are contented with
their family
life.
they have moments of
grief
but all in all
they are undisturbed
and often feel
very good.
and when they die
it is an easy
death, usually in their
sleep. 




you may not believe it
but such people do exist.

but i am not one of them.

oh no, I am not one of them,
I am not even near
to being
one of
them.
but they
are there

and I am

here.

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Γιώργος Σεφέρης-Επί Ασπαλάθων...

Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού.
πάλι με την άνοιξη.

Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα και οι ασπάλαθοι

δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.

Απόμερα οι αρχαίες κολόνες,χορδές μιας άρπας που αντηχούν
ακόμη...

Γαλήνη

-Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;

Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ,χαμένη στου μυαλού
τ'αυλάκια. 

τ΄όνομα του κίτρινου θάμνου
 δεν άλλαξε από κείνους τους καιρούς.

Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
"τον έδεσαν χειροπόδαρα" μας λέει
"τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο κουρέλι".

Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
Ο Παμφύλιος ο Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

Xόρχε Λούι Μπόρχες-Ηράκλειτος

Το δεύτερο μισοσκόταδο
Η νύχτα που βαθαίνει μες στον ύπνο
Η κάθαρση κι η λησμονιά
Το πρώτο μισοσκόταδο.
Το πρωινό που ήταν αυγή.
Η μέρα που ήταν πρωί.
Η πλούσια μέρα που θα καταλήξει σε μια χαμένη βραδιά.
Το δεύτερο μισοσκόταδο.
Η νύχτα-τούτο το άλλο ένδυμα του χρόνου.
Η κάθαρση κι η λησμονιά.
Το πρώτο μισοσκόταδο...
Το φευγαλέο ξημερώμα και,καθώς ξημερώνει,
η αγωνία του 'Ελληνα.
Τι υφάδι είναι τούτο
του είναι του θα'ναι και του ήταν;
Και ποιο είναι τούτο το ποτάμι
που μέσα του κυλάει ο Γάγγης;
Τι είναι τούτο το ποτάμι
που την πηγή του δεν αντέχεις καν φανταστείς;
Τι είναι τούτο το ποτάμι
που παρασέρνει ξίφη και μυθολογίες;
Είναι ανώφελο να κοιμηθώ.
Κυλάει μες στον ύπνο,στην έρημο,στα υπογεία.
Με παρασέρνει το ποτάμι και το ποτάμι τούτο είμαι εγώ.
Είμαι από μια ύλη από αινιγματικό χρόνο
που συνεχώς μεταβάλλεται.
Ίσως η πηγή να βρίσκεται μέσα μου
Ίσως απ'τη σκιά μου
να αναβλύζουν οι μέρες:ανελέητες και φανταστικές.

Μιχάλης Κατσαρός-Αντισταθείτε

Αντισταθείτε, σ᾿ αυτὸν που χτίζει ένα μικρὸ σπιτάκι
και λέει καλὰ είμ᾿ εδώ.
Αντισταθείτε, σ᾿ αυτὸν που πάλι γύριζε στο σπίτι
... και λέει Δόξα σοι ο Θεός.
Στον περσικὸ τάπητα των πολυκατοικιών
τον κοντὸ άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαὶ-εξαγωγαί
στην κρατικὴ εκπαίδευση και το φόρο
αντισταθείτε σε μένα ακόμα που ιστορώ.

Αντισταθείτε, σ᾿ αυτόν που χαιρετά απ᾿ την εξέδρα
ώρες ατέλειωτες τις παρελάσεις.
Στον Πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε,
στις μουσικές, τα τούμπανα και τις παράτες,
σ᾿ όλα τα ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε,
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι,
σ᾿ αυτὴ την άγονη κυρία που μοιράζει έντυπα αγίων,
λίβανον και σμύρναν.

Αντισταθείτε, σ᾿ όλους αυτοὺς που λέγονται μεγάλοι
και γράφουν λόγους πλάι στη θερμάστρα.
Στις φοβερὲς σημαίες των κρατών και τη διπλωματία,
στα εργοστάσια πολεμικών υλών,
σ᾿ αυτοὺς που λένε λυρισμὸ τα ωραία λόγια,
στα γλυκερὰ τραγούδια με τους θρήνους,
στους θεατές, στον άνεμο...
Αντισταθείτε.

Ezra Weston Loomis Pound-Usura


Με την τοκογλυφία κανείς δεν έχει σπίτι πέτρινο
με κάθε πέτρα να σμιλεύεται σωστά και τέλεια να δένει
έτσι ώστε ένα σχέδιο να είναι δυνατό να περαστεί πάνω στην πρόσοψή του,
με την τοκογλυφία
κανείς δεν έχει έναν παράδεισο ζωγραφιστό
στους τοίχους του ναού του
άρπες και φλάουτα
ή την παρθένο εκεί που δέχεται το μήνυμακι
η άλως να προβάλλεται απ΄ τη χαραγματιά,
με την τοκογλυφία
κανείς δεν βλέπει τον Γκοντσάγκα
με τους διαδόχους και τις παλλακίδες του
καμιά ζωγραφική δεν γίνεται να διαρκέσει ή να ζήσει,
γίνεται μόνο για να πουληθεί,
και μάλιστα στο άψε-σβήσε,
με την τοκογλυφία, αμάρτημα κατά της φύσης,
είν΄ το ψωμί σου ακόμα πιο μπαγιάτικο
ειν' το ψωμί ξερό σαν να ΄ταν χάρτινο,
χωρίς πληθώρα από σιτάρι, χωρίς αλεύρι δυνατό
με την τοκογλυφία γίνεται η γραμμή τραχιά
με την τοκογλυφία δεν υπάρχει σύνορο καθάριο
κανείς δεν βρίσκει μέρος για να κατοικήσει.
Ο λιθοξόος κρατιέται μακριά απ΄ την πέτρα του
κι ο υφαντής μακριά από τον αργαλειό του
Με την τοκογλυφία
δεν έρχεται μαλλί στην αγορά
τα πρόβατα δεν φέρνουν κέρδος.
Είναι πανούκλα η τοκογλυφία,
αμβλύνει τη βελόνα στης κοπελιάς το χέρι
βάζει φραγμό στού υφαντή την τέχνη.
Ένας Πιέτρο Λομπάρδο δεν μας προέκυψε ποτέ από τοκογλυφία
και ένας Ντούτσιο δεν έγινε ποτέ από τοκογλυφία
ούτε Πιέρο ντέλλα Φραντσέσκα,
ούτε Μπελλίνι γίνανε ποτέ απ΄ την τοκογλυφία
ούτε και ζωγραφίστηκε ποτέ "Η Συκοφαντία".
Ένας Αντζέλικο δεν μας προέκυψε από τοκογλυφία,
ουτ' ο Αμπρότζιο ντε Πρέντις.
Ουτ΄ εκκλησιά με λαξευμένο λίθο
με χαραγμένο το "Αδάμ εποίει".
Ούτε ο Σαιντ Τροφίμ από τοκογλυφία.
Ούτε ο Σαιντ Ιλαίρ από τοκογλυφία.
Διάβρωσε την σμίλη η τοκογλυφία.
Διάβρωσε και τέχνη και τεχνίτη.
Ροκάνισε το νήμα τ΄αργαλειού
Καμιά δεν έμαθε να πλέκει το χρυσόνημα
με το πατρόν της
Το γαλανό πιάνει μελίγκρα απ΄ την τοκογλυφία,
και η πορφύρα μένει ακέντητη.
Και το σμαράγδι δεν συναντά κανέναν Μέμλινκ
Σκοτώνει το παιδί στη μήτρα η τοκογλυφία
Του νέου το φλερτάρισμα το σταματά
Έφερε την παραλυσία στο κρεβάτι, ξαπλώνει
ανάμεσα στη νεαρή τη νύφη και τον άντρα της
Ενάντια στη Φύση
Φέρανε πόρνες για την Ελευσίνα
Πτώματα στήθηκαν στο δείπνο
κατ΄ εντολήν της τοκογλυφίας.

Friedrich Schiller-Καταραμένε Έλληνα

Όπου να γυρίσω την σκέψη μου, όπου και να στρέψω την ψυχή μου, μπροστά μου σε βλέπω, σε βρίσκω.
Τέχνη λαχταρώ, Ποίηση, Θέατρο, Αρχιτεκτονική, εσύ μπροστά, πρώτος και αξεπέραστος.
Επιστήμη αναζητώ, Μαθηματικά, Φιλοσοφία, Ιατρική, κορυφαίος και         ανυπέρβλητος. 
... Για Δημοκρατία διψώ, Ισονομία και Ισότητα, εσύ μπροστά μου, ασυναγώνιστος κι ανεπισκίαστος.
Καταραμένε Έλληνα, καταραμένη Γνώση...
Γιατί να σε αγγίξω; 
Για να αισθανθώ πόσο μικρός είμαι, ασήμαντος, μηδαμινός;
Γιατί δεν με αφήνεις στην δυστυχία μου και στην ανεμελιά μου;

Κώστας Βάρναλης-Ανάσταση


Να τ᾿ η μεγάλη νύχτα! Καλὴ νύχτα!
Ψηλὰ τὸ κυπαρίσσι σὲ καλεί.
... - 'Ελα, δὲν έχεις τίποτα να χάσεις
μάιδε να θυμηθείς και να ξεχάσεις.

Πατρίδα; Πουλημένη στο σφυρί!
Λεφτεριά; Μὲ χαλκάδες δεν μπορεί!
Παιδιά; Που τα χει ας κλαίει μέχρι θανάτου,
θα ῾ναι σκλαβ᾿ ή προδότες τα ορφανά του!

Εισ᾿ άδειος ήσκιος μέσα σ᾿ όλα τ᾿ άδεια.
Δεν είναι τόσο μάβρα τὰ σκοτάδια
του τάφου, όσο τα φέγγῃ της ημέρας,
τα φέγγη της σκλαβιάς και της φοβέρας.

Πιο σίχαμ᾿ απ᾿ το κάθε γης σκουλήκι,
οι θεόμορφοι δυνάστες σου και λύκοι.
Μη λες αφανισμὸ το θάνατό σου,
αφού δε ζούσες για τον εαφτό σου.

Αν έκανες το χρέος σου στο λαό,
σαν ξεχυθεί με πάθος παλαιὸ
την πάσαν ατιμία να συνεπάρει,
μ᾿ άλλους πολλοὺς θα ῾χει κ᾿ εσε μπροστάρη

Αχίλλεας Παράσχος -Αλλού να μ'αγαπάς

- Δεν θέλω να με αγαπάς ως μ΄αγαπούν οι άλλοι,
μ΄αγάπην ομοιάζουσαν της αύρας τας ριπάς.
Το αίσθημα του έρωτος στιγμήν, ως άνθος, θάλλει.
... Εδώ υπάρχει θάνατος. αλλού να μ΄αγαπάς!

- Αλλού; και που να σ΄αγαπώ; και που δεν είναι μνήμα;
Επάνω, κάτω, εις την γην, τας σφαίρας τας λοιπάς;
Παντού ευρίσκεται, το παν θανάτου είναι κτήμα.
Παντού υπάρχει θάνατος, εδώ να μ΄αγαπάς...

Εδώ, εδώ! πριν την ζωήν ο θάνατος μαράνη
και φθινοπώρου πριν ιδής ημέρας σκυθρωπάς.
Ταχύτερον ο έρως σου ο μέγας θ΄αποθάνη.
Πολύ πριν παύση η ζωή, θα παύσης ν΄αγαπάς...

- Όταν η νυξ τον ήλιον καλύπτει της ημέρας
κι υπό νεφέλας θάπτεται το φως αγριωπάς,
μυρίους βλέπει σχίζοντας τα σκότη της αστέρας...
Έρως και φως είναι παντού. Παντού να μ΄αγαπάς!

- Κόρον και λήθην η ψυχή, πριν ή εκπνεύσει, πνέει..
και της αγάπης η στιγμή πολλάς έχει τροπάς.
Του μακροτέρου έρωτος βραδύτερον εκπνέει
κι η βραχυτέρα ύπαρξις. εδώ να μ΄αγαπάς!

- Κι εδώ, κι εδώ θα σ΄αγαπώ, κι υπό την γην, κι επάνω,
και εις θανάτου έρεβος, κι εις βίου αστραπάς.
Δεν είναι χώμα η ψυχή. ποτέ δεν θ΄αποθάνω.
Είναι ζωή κι ο θάνατος, οπόταν αγαπάς.

Charles Baudelaire - Οι Λιτανείες Του Σατανά

Ω Συ, ο πιο όμορφος κι ο πιο σοφός απ'τους Αγγέλους,
Θεέ που η μοίρα σε πρόδωσε και δε σου ψέλνουν ύμνους,

... ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Της εξορίας, ω Πρίγκιπα, που σ'αδικήσαν κι όμως,
και νικημένος πιο ισχυρός ορθώνεσαι, Συ, αιώνια,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που όλα τα γρικάς, τρανέ ρήγα του κάτω κόσμου
και γιατρευτή πονετικέ κάθε αγωνίας του ανθρώπου,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που και στους πανάθλιους και στους λεπρούς ακόμα
μαθαίνεις με τον έρωτα το τι ο Παράδεισος είναι,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Ω Συ, που από το Θάνατο - παλιά, τρανή σου αγάπη -
γέννησες την Ελπίδα - μια τρελή χαριτωμένη,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που ησυχάζεις τη ματιά του κάθε προγραμμένου,
που ολόκληρο ντροπιάζει λαό γύρω απ'την καρμανιόλα,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Εσύ, που ξέρεις πού, βαθιά στη γη, στα έγκατά της,
έκρυψε ο Θεός ζηλόφθονα τ'ατίμητα πετράδια,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που'χεις μάτι που τρυπά τα τρίσβαθα εργαστήρια,
που μέσα τους τα μέταλλα κοιμούνται αποκρυμμένα.

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που το χέρι σου, πλατύ, βάραθρα κλει και σώζει
τον υπνοβάτη που βαδίζει στων σκεπών το χείλος,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που σαν μάγος τα σκληρά τα κόκκαλα απαλύνεις
του μέθυσου που νύχτωσε κι άλογα τον πατήσαν,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που τον πόνο του άρρωστου για να τόνε γλυκάνεις,
μας έμαθες να σμίγουμε το νίτρο με το θειάφι,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που τη βούλα σου, ω κρυφέ συνένοχε, την βάζεις
στο μέτωπο του ανήλεου και τιποτένιου κροίσου,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που τα μάτια, την καρδιά των κοριτσιώνε κάνεις,
τους πονεμένους ν'αγαπούν και τους κουρελιασμένους,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Ω Συ, ραβδί του εξόριστου και λάμπα του εφευρέτη,
του κρεμασμένου και του συνωμότη ξομολόγε,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Θετέ πατέρα, Εσύ, εκείνων, που μες στη μαύρη οργή του
τους έδιωξε από την Εδέμ της γης ο Θεός Πατέρας,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Δόξα σ'Εσένα, ω Σατανά, κει πάνω στα Ουράνια
που μια φορά βασίλεψες δόξα και μες στα βάθη
της Κόλασης, που σιωπηλά ρεμβάζεις, νικημένος!
Κάνε η ψυχή μου πλάι σου στης Γνώσης από κάτω
το Δέντρο ανάπαυση να βρει, όταν στο μέτωπό σου
θεν' απλωθούν σαν ένας Ναός καινούργιος τα κλωνιά του!

Allen Ginsberg-To Oυρλιαχτό

ΟΥΡΛΙΑΧΤΟ
Για τον Καρλ Σόλομον
Ι.

Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα από την τρέλα,

υστερικά γυμνά και λιμασμένα,

να σέρνονται μέσα στους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας

μιαν αναγκαία δόση,

χίπστερς με αγγελικά κεφάλια να φλέγονται για την αρχαία ουράνια ένωση

με την άστρική γεννήτρια μέσα στη μηχανή της νύχτας,

που φτωχοί κουρελιασμένοι με βαθουλωμένα μάτια και φτιαγμένοι στάθηκαν καπνίζοντας

μέσα στο υπερφυσικό σκοτάδι τιποτένιων διαμερισμάτων αιωρούμενοι

πάνω από τις κορυφές των πόλεων βυθισμένοι στην τζαζ,

που πρόταξαν τους εγκεφάλους τους γυμνούς στον ουρανό

κάτω απ’ τον Εναέριο σιδηρόδρομο και είδαν

αγγέλους Μωαμεθανούς να τρεκλίζουν φωτισμένοι σε ταράτσες πολυκατοικιών,

που πέρασαν απ’ τα πανεπιστήμια με ήρεμα ακτινοβόλα μάτια με παραισθήσεις

του Αρκάνσας και τραγωδία με το φως του Μπλαίηκ ανάμεσα στους μελετητές

του πολέμου,

που διώχτηκαν απ’ τις ακαδημίες λόγω τρέλας και έκδοσης

στίχων ανήθικων στου κρανίου τα παράθυρα,

που διπλώθηκαν από τον φόβο ξεντυμένοι σε αξύριστα δωμάτια, καίγοντας

τα λεφτά τους στα καλάθια των αχρήστων και ακούγοντας τον Τρόμο

μέσ’ απ’ τον τοίχο… … …

που βυθίστηκαν όλη νύχτα στο υποβρύχιο φως του Μπίκφορντ έφυγαν αιωρούμενοι

και κάθισαν όλο το απόγευμα με ξινισμένη μπύρα στο έρημο

Φουγκάτζι, ακούγοντας τον τριγμό της καταδίκης

στο υδρογονικό τζουκ μποξ,

που μίλησαν ασταμάτητα εβδομήντα ώρες από το πάρκο στο διαμέρισμα στο μπαρ στο Μπέλβιου

στο μουσείο μέχρι τη Γέφυρα του Μπρούκλυν,

ένα χαμένο τάγμα πλατωνικών συζητητών που πηδούσαν

στις βεράντες απ’ τις εξόδους κινδύνου απ’ τα περβάζια απ’ το Εμπάιαρ Στέητ,

πέρα απ’ το φεγγάρι,

πολυλογώντας ουρλιάζοντας ξερνώντας ψιθυρίζοντας μνήμες

και γεγονότα και ανέκδοτα και πλάκες ηλεκτροσόκ

νοσοκομείων και φυλακές και πολέμους,

ολόκληρες διάνοιες ξερασμένες σε μνημοσύνη ολική για εφτά μερόνυχτα

με λαμπερά μάτια, κρέας για τη Συναγωγή πεταμένο στο

πεζοδρόμιο,

που χάθηκαν στο Ζενικό πουθενά του Νιου Τζέρσευ αφήνοντας πίσω τους

για χνάρια διφορούμενα καρτ ποστάλ του Ατλάντικ Σίτυ Χολ,

υποφέροντας από πυρετούς της Ανατολής και οστεοπάθειες της Ταγγέρης και

ημικρανίες της Κίνας, σε σταδιακή αποτοξίνωση

μέσα σε σκοτεινό επιπλωμένο δωμάτιο στο Νιούαρκ,

που πλανήθηκαν μεσάνυχτα τριγύρω στις σιδηροδρομικές

αλάνες κι αναρωτιόνταν πού να πάνε, και πήγαν, και κανείς

δεν νοιάστηκε … … …

που μαγείρεψαν σαπισμένα ζώα πνευμόνι καρδιά πόδι ουρά σπάλα και τορτίγες

ονειρεύομενοι το αγνό λαχανικό βασίλειο,

που χώθηκαν κάτω από φορτηγά κρεάτων ψάχνοντας για

ένα αυγό,

που πέταξαν τα ρολόγια τους απ’ την ταράτσα για να ρίξουν ψήφο υπέρ της

Αιωνιότητας, έξω απ’ τον Χρόνο, και ξυπνητήρια έπεφταν

κάθε μέρα στα κεφάλια τους για την επόμενη δεκαετία,

που έκοψαν τις φλέβες τους τρεις φορές στη σειρά ανεπιτυχώς,

τα παράτησαν και αναγκάστηκαν να ανοίξουν παλαιοπωλεία

όπου ένιωθαν πως γερνούσαν

κι έκλαιγαν,

που κάηκαν ζωντανοί με τα αθώα φανελένια τους κοστούμια

στη Λεωφόρο Μάντισον μέσα σε εκρήξεις μολυβένιας ποίησης

και τον φουλαριστό κρότο των μελαγχολικών ορδών της

μόδας και τις νιτρογλυκερινικές κραυγές των ξωτικών

της διαφήμισης και τον υπερίτη των απαίσιων διανοούμενων

εκδοτών, ή τους πάτησαν τα μεθυσμένα

ταξί της Απόλυτης Πραγματικότητας … … …

που έπεσαν στα γόνατα μέσα σε απέλπιδες εκκλησίες προσευχόμενοι ο ένας

για την σωτηρία του άλλου και το φως και τα στήθη, μέχρι που η ψυχή

φώτισε τα μαλλιά της για μια στιγμή … … …

Ω Καρλ, όσο εσύ δεν είσαι ασφαλής δεν είμαι ούτε εγώ, και τώρα είσαι

στ’ αλήθεια μέσα στη ζωική σούπα του χρόνου -

και όποιος εν τέλει έτρεξε μέσα στους παγωμένους δρόμους

κυριευμένος από την ξαφνική αναλαμπή της αλχημείας της χρήσης της γεωμετρικής έλλειψης

του καταλόγου του μέτρου και του δονητικού πεδίου,

που ονειρεύτηκε και δημιούργησε ενσαρκωμένα χάσματα στον Χώρο και τον Χρόνο μέσα από

εικόνες συγκρινόμενες, και παγίδεψε τον αρχάγγελο της

ψυχής ανάμεσα σε δύο οπτικά είδωλα και συνένωσε

τα βασικά ρήματα και έβαλε το ουσιαστικό και την παύλα της

συνείδησης μαζί αναπηδώντας με την αίσθηση του

Pater Omnipotens Aeterna Deus

για να δημιουργήσει πάλι το μέτρο και την σύνταξη της φτωχής ανθρώπινης πρόζας και

να σταθεί μπροστά σου άφωνος και ευφυής και

τρεμάμενος από ντροπή, απορριμμένος μα εξoμολογώντας

την ψυχή για συμπόρευση με τον ρυθμό της σκέψης μες στο

γυμνό του και ατέλειωτο κεφάλι,

ο τρελός αλήτης και άγγελος μπιτ μέσα στον Χρόνο, άγνωστος,

θέτοντας όμως εδώ αυτό που ίσως αξίζει να ειπωθεί

στον χρόνο μετά τον θάνατο,

και αναστήθηκε μετενσαρκωμένος με τα φασματικά ρούχα της τζαζ μέσα στον χρυσοκέρατο

ίσκιο της μπάντας και έπαιξε τον πόνο του

γυμνού μυαλού της Αμερικής για την αγάπη μ’ ενός σαξόφωνου την κραυγή ηλί ηλί

λαμά σαβαχθανί που ρίγησε

τις πόλεις ως το τελευταίο ραδιόφωνο,

με την απόλυτη καρδιά του ποιήματος της ζωής σφαγμένη βγαλμένη απ’ τα

κορμιά τους τροφή καλή για χίλια χρόνια.

Κώστας Καρυωτάκης-Δημόσιοι υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο-δύο μες στα γραφεία,
(Ηλεκτρολόγοι θα'ναι η πολιτεία
... κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν.)

Κάθονται στις καρέκλες, μουνζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
"Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν" διαβεβαιώνουν.

Και μοναχά η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους,
το βράδι στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.

Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, τους ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.

Κωστής Παλαμάς-Ανατολή

Γιαννιώτικα, Σμυρνιώτικα, Πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια Ανατολίτικα, λυπητερά,
πως η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!
... Είναι χυμένη από τη μουσική σας
και πάει με τα δικά σας τα φτερά.

Σας γέννησε και μέσα σας μιλάει
και βογκάει και βαριά μοσκοβολάει
μια μάνα· καίει το λάγνο της φιλί,
κι είναι της Μοίρας λάτρισσα και τρέμει,
ψυχή όλη σάρκα, σκλάβα σε χαρέμι,
η λαγγεμένη Ανατολή.

Mέσα σας κλαίει το μαύρο φτωχολόι,
κι όλα σας, κι η χαρά σας μοιρολόι
πικρό κι αργό·

μαύρος, φτωχός και σκλάβος και ακαμάτης,
στενόκαρδος, αδούλευτος —διαβάτης,
μ' εσάς κι εγώ.

Στο γιαλό που του φύγαν τα καΐκια,
και του μείναν τα κρίνα και τα φύκια,
στ' όνειρο του πελάου και τ' ουρανού
άνεργη τη ζωή να ζούσα κι έρμη,
βουβός, χωρίς καμιάς φροντίδας θέρμη,
με τόσο νου,
όσος φτάνει σα δέντρο για να στέκω,
και καπνιστής με τον καπνό
να πλέκω δαχτυλιδάκια γαλανά·
και κάποτε το στόμα να σαλεύω,
κι απάνω του να ξαναζωντανεύω
τον καημό που βαριά σας τυραννά

κι όλο αρχίζει, γυρίζει, δεν τελειώνει.
Και μια φυλή ζη μέσα σας και λιώνει,
και μια ζωή δεμένη σπαρταρά,
Γιαννιώτικα, Σμυρνιώτικα, Πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα, λυπητερά

Ανδρέας Εμπερίκος-Οι Αθάνατοι

Πίσω και γύρω από τους αθανάτους των ερήμων και των περιβολιών,
τα θνητά φυτά και οι άνθρωποι ζουν και υπάρχουν
Ο ουρανός είναι απύθμενος και η θάλασσα πανδέγμων
Οι άνθρωποι όπως και τα φυτά ζουν την ζωή των
Εκ πρώτης όψεως, τα πάντα φαίνονται αλλοπρόσαλλα,
όμως μια πλέον προσεκτικη θεώρησις του συνόλου καταδεικνύει στα έκθαμβα μάτια των παρατηρητών
ότι παντού υπάρχει μια καταπληκτική συνέπεια,
μια δομή, μια αρχιτεκτονική
όχι όμως της επιστήμης ή της τέχνης
μα της φύσεως,μη καταλήγουσα εις καμία οριστικήν μορφήν
όπως εις τα λιθοδομάς ή τα άλλα κτίσματα
μα που αποτελεί την κατά ποικίλα διαστήματα προσωρινήν όψιν
μιας αείποτε εξελισσόμενης εντελέχειας
μιας αείποτε πολλαπλασιαζόμενης διαρθρώσεως και επικοινωνίας,
ενός αείποτε τελουμένου μυστήριου,που άλλοι το ονομάζουν Κόσμον,
άλλοι Χάος,ή Αρμονίαν και άλλοι Θεού σοφίαν
Μέσα εις αυτήν την απέραντον μεγαλοσύνη
και τα μικρά και παραμικρά
έχουν την πλήρη σημασία των
και την ανυπολόγιστον βαρύτητά των
Και εντός της αδιαπτώτου παρουσίας του αναμφισβητήτου αυτού συνόλου
των μικρών και τεραστίων,
των ορατών και αοράτων,
των λογικών και παραλόγων
οπίσω και γύρω από τους αθανάτους,
που φύονται και εις τους κρήμνους
και ζουν και εις τας ερήμους
τα θνητά φυτά,τα ζώα και ημείς οι άνθρωποι
όλοι μαζί παρά τον θάνατον
εις αιώνα των απάντα ακμάζομεν












Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

Tristan Tzara-To Make A Dadist Poem

Take a newspaper.
Take some scissors.
Choose from this paper an article the length you want to make your poem.
Cut out the article.
Next carefully cut out each of the words that make up this article and put them all in a bag.
Shake gently.
Next take out each cutting one after the other.
Copy conscientiously in the order in which they left the bag.
The poem will resemble you.
And there you are--an infinitely original author of charming sensibility, even though unappreciated by the vulgar herd.