Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

Ράινερ Μαρία Ρίλκε-Οι Ελεγείες του Ντουινο(Η Πρώτη Ελεγεία)

Ποιος, εάν κραύγαζα, θα μ’ άκουγε λοιπόν απ’ των Αγγέλων
τα Τάγματα; Και μόνο να υπέθετα πώς ένας τους
μ’ έπαιρνε ξάφνου πάνω στην καρδιά του, θα χανόμουν
απ’ τη δυνατότερή του Ύπαρξη. Γιατί το Ωραίο δεν είναι τίποτε άλλο,
παρά ή μόλις πού αντέχουμε Αρχή του Τρομερού
και το θαυμάζουμε τόσο, γιατί αυτό, ανέμελο, μήτε πού νοιάζεται
να μας συντρίψει. Ο κάθε Αγγελος είναι τρομερός.
Κι έτσι συγκρατιέμαι και με σκοτεινό λυγμό καταπίνω
του καλέσματος μου τη φωνή. «Αχ και σε ποιόν μπορούμε πια
να προσφύγουμε; Μήτε στους Αγγέλους, μήτε στους ανθρώπους
και τα εφευρετικά ζώα κιόλας το προσέχουν
πως δεν είμαστε και τόσο ασφαλισμένοι στο σπίτι μας,
στον αντιληπτό αυτόν κόσμο. Ίσως μας απομένει
ένα κάποιο δέντρο στην πλαγιά, έτσι πού να το βλέπαμε ξανά
την κάθε μέρα. Μας απομένει ο δρόμος του χτες
και ή αλλοιωμένη πίστη μας σε μια συνήθεια,
πού της άρεσε κοντά μας κι έμεινε και πια δεν φεύγει.
 
Ω και ή Νύχτα μένει, ή Νύχτα, όταν ο άνεμος γεμάτος με το Διάστημα
το πρόσωπο μας τρώει — σε ποιόν δεν θα ‘μενε αυτή η ποθητή,
η τρυφερά απογοητευτική, αφού τόσο επίμονα είναι μελλούμενη
για την κάθε μια καρδιά; Μήπως είναι πιο εύκολη για τους Εραστές;
Α, μα αυτοί μόνο πού κρύβουν ο ένας απ’ τον άλλον τη μοίρα τους!
Ακόμη δεν το ξέρεις; Ρίξε τότε απ’ την αγκαλιά σου το Κενό
πέρα στους χώρους πού ανασαίνουμε, έτσι πού ίσως τα πουλιά
τον αέρα πού θα πλατύνει να αισθάνονται με πτήση πιο οικεία.
 
Ναι, πραγματικά οι Ανοίξεις σε χρειάζονταν. Και κάποια αστέρια
σ’ εμπιστεύονταν πώς θα μπορέσεις να τα νιώσεις. Ένα κύμα υψώθηκε
προς εσένα μέσα στα περασμένα, είτε κι επειδή διάβαινες
μπροστά από ανοιγμένο παραθύρι, ένα βιολί σου πρόσφερε
την αφοσίωσή του. Κι όλα αυτά ήταν μια αποστολή.
Όμως τα έφερες σε πέρας; Μήπως δεν ήσουν πάντοτε
τόσο αποξεχασμένος ακόμη από προσμονή, λες κι όλα
σου προμηνούσαν μιαν Αγαπημένη; (και που να την φυλάξεις,
αφού οι μεγάλες και ξένες σκέψεις μέσα σου
μπαινοβγαίνουν και συχνά όλη τη νύχτα μένουν).
Αν όμως το ποθείς, τότε ύμνησε τις Ερωτευμένες. Γιατί
δεν απαθανατίστηκε ακόμη αρκετά το ξακουστό αισθημά τους.
Εκείνες ύμνησε, πού σχεδόν ζηλεύεις, τις παρατημένες,
πού τις βρήκες ν’ αγαπούν πιο πολύ, απ’ ό,τι οι ικανοποιημένες.
Λοιπόν, ξανά και ξανά ν’ αρχίζεις αυτό το εγκώμιο, πού ποτέ δεν πετυχαίνεις
 
Σκέψου: ο Ήρωας διατηρείται. Ακόμη κι ή πτώση ήταν γι’ αυτόν
μια πρόφαση για να υπάρχει. Η έσχατη του γέννηση.
Μα τις Ερωτευμένες παίρνει ξανά ή Φύση μέσα της, αποσταμένη,
σαν να μην είχε τις δυνάμεις για δεύτερη φορά κάτι παρόμοιο τους
να πλάσει. Στοχάστηκες τάχα αρκετά την Gaspara Stampa, ώστε
κάθε κοπέλα, πού της έφυγε ο εραστής, στο έντονο παράδειγμα
μιας τέτοιας ερωτευμένης να νιώσει και να πει:
«αχ, ας γινόμουν κι εγώ σαν εκείνη!»;
Δεν πρέπει επιτέλους αυτοί οι παλαιότατοι πόνοι να γίνουν
πιο γόνιμοι για μας; Δεν είναι πια καιρός να ελευθερωθοϋμε
από κείνο πού αγαπάμε, ενώ ακόμη το αγαπάμε, κι αναριγώντας
να το ξεπεράσουμε;
 
Έτσι καθώς και το βέλος τη χορδή του τόξου ξεπερνά, ώστε στο
τίναγμα του συγκεντρωμένο, να γίνει κάτι ττιο πολύ απ’ τον εαυτό του;
Γιατί στάση δεν υπάρχει πουθενά.
 
Φωνές, φωνές. Άκου καρδιά μου, έτσι όπως μόνο
οι Άγιοι άκουαν. Ώστε το γιγάντιο κάλεσμα
τους σήκωνε απ’ το χώμα. Όμως αυτοί, οι απίθανοι,
έμεναν γονατιστοί κι ούτε πού το πρόσεχαν.
Τόσο πολύ άκουαν. Όχι πώς τώρα εσύ θέ ν’ άντεχες
τη φωνή του Θεού, διόλου. Άκου όμως το Φύσημα,
το ακατάπαυστο Μήνυμα το φτιαγμένο από Σιωπή.
Αυτό τώρα βουίζοντας απ’ τούς νέους εκείνους νεκρούς προς εσένα κυλά.
Όπου κι αν μπήκες, στις εκκλησιές της Ρώμης ή της Νάπολης,
μήπως δεν στράφηκε να σου μιλήσει ήρεμα ή μοίρα τους;
Είτε κι έφερε επάνω της μεγαλόπρεπα για χάρη σου μιαν επιγραφή,
όπως πρόσφατα εκείνη την πλάκα στη Σάντα-Μαρία Φορμόζα.
Μα τι ζητούν αυτοι από μένα; Ήσυχα θα πρέπει του Άδικου
την εντύπωση ν’ αποδιώξω, πού πότε-πότε την καθαρή
των πνευμάτων τους κίνηση εμποδίζει λιγάκι.
 
Βέβαια, είναι παράξενο να μην κατοικείς πια τη γη,
συνήθειες πού μόλις κι έμαθες πλέον να μην έξασκείς,
να μη δίνεις πια το νόημα ενός ανθρώπινου μέλλοντος
σε ρόδα κι άλλα πράγματα, πού σκόπιμα υπόσχονται κάτι.
Ό,τι ήσουν ανάμεσα σε χέρια αγωνίας ατέλειωτης
να μην είσαι πια κι ακόμη και το ίδιο σου το όνομα
να παρατάς σαν να ήταν ένα σπασμένο παιγνίδι.
Παράξενο, να μη νιώθεις πια επιθυμίες. Παράξενο, όλα
όσα συνδέονταν με σένα, να τα θωρείς ξελυμένα μες στον Χώρο
ν’ ανεμίζουν. Και το να είσαι νεκρός είναι επίπονο κι όλο ζητά
να συμπληρωθεί, έτσι πού να νιώθεις σιγά σιγά και μια στάλα
Αιωνιότητας. Μα όλοι οι ζωντανοί κάνουν το λάθος
με τόσο πείσμα παντού όρια να θέτουν.
Ενώ οι Αγγελοι, έχουν νά πουν, συχνά μήτε πού θά γνώριζαν
εάν ανάμεσα σε ζωντανούς ή σε νεκρούς βαδίζουν. Το αιώνιο ρεύμα
παρασύρει μαζί του όλες τις ηλικίες και στους δυο κόσμους
και μέσα στους δυο η βουή του τις σκεπάζει.
Τέλος, δεν μας έχουν πια ανάγκη, όσοι πρόωρα έχουν φύγει.
Απαλά κάνεις τα γήινα ξεσυνηθίζει, όπως ήρεμα μεγαλώνει
απ’ της μάνας του το στήθος και τ’ αφήνει. Όμως εμείς, πού τόσο
μεγάλα μυστικά έχουμε ανάγκη, απ’ όπου τόσο συχνά με πένθος
πρόοδος ευλογημένη αναβλύζει, θα μπορούσαμε 
να υπάρχουμε δίχως τους νεκρούς;
Είναι τάχα μάταιος ο θρύλος, πώς κάποτε με τον Θρήνο για τον Λίνο,
τόλμησε ή πρώτη Μουσική την ξεραμένη ακαμψία να διαπεράσει;
Πώς μέσα στον τρομαγμένο Χώρο, πού ξάφνου τον εγκατέλειπε για πάντα
εκείνος ο σχεδόν θεϊκός έφηβος, το Κενό για πρώτη του φορά πήρε τη δόνηση εκείνη,
πού εμάς τώρα συνεπαίρνει και παρηγορεί και βοηθά;