Τρίτη 20 Μαΐου 2014

ΚΩΣΤΑΣ ΑΞΕΛΟΣ-ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΕΞΗ

Δεν υπάρχει τελευταία λέξη. Ούτε πρώτη. Όλες οι λέξεις έχουν την ιστορία τους. Υπάρχουν ωστόσο λέξεις κατά κάποιον τρόπο διιστορικές, οι οποίες ανήκουν ταυτόχρονα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
Υπάρχει μια σκέψη που δεν προτείνει κανένα πρόγραμμα, καμιά οριστική λύση, καμιά παρηγοριά, καμιά σωτηρία. Η σκέψη αυτή είναι εξαιρετικά σπάνια στην ιστορία της σκέψης. Επιτρέπει ωστόσο, όπως διαγράφεται εδώ, έναν κάποιον προσανατολισμό μέσα στο λαβύρινθο του κόσμου. ΤΙ να σκεφτούμε; Και τι να πράξουμε;
Οι δυο αυτές ερωτήσεις αναδύονται από ένα κέντρο, τίθενται καθ' όλο το μήκος ενός δρόμου ο οποίος διαφοροποιείται. Να αντέξουμε στο μηδέν; Το τίποτα δεν είναι ποτέ ολομόναχο, γιατί στην περίπτωση αυτήν θα μας ήταν αδύνατο να μιλήσουμε γι' αυτό, να μιλήσουμε στοχαστικά και να ενεργήσουμε ουσιαστικά. Να αντέξουμε αυτό που δεν αντέχεται; Αν δεν θέλουμε ρητώς το θάνατο που εκδηλώνεται μέσα μας, εκτός μας, αλλά ποτέ χωρίς εμάς, θα μας δινόταν ίσως να τοποθετηθούμε στοχαστικά και δραστήρια στο αινιγματικό κέντρο της ολόκληρης σχέσης άνθρωπος-κόσμος. Θα είχαμε τότε να αντιμετωπίσουμε φιλικά και θαρραλέα τα απαρέγκλιτα αποσπάσματα όλων όσα «είναι» και το όλον αυτό διασπασμένο αυτό καθ' εαυτό, πέρα από το είναι και την αλήθεια, σ' ένα χρόνο που δεν θα ήταν αιώνιος ή επαναληπτικός, γραμμικός ή προοδευτικός. Αυτός ο χρόνος, όπου η χρονική επιστροφή θα εκδηλωνόταν ως διαφορετική, θα ήταν ο χρόνος της περιπλάνησης που καθορίζει την ιστορία των ανθρώπων, η οποία έχει γίνει πλανητική. Τα διακυβεύματα που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής μας και το ίδιο το διακύβευμα αφορούν κεντρικά το παιχνίδι της σχέσης άνθρωπος-κόσμος.



Οι ερωτήσεις, περισσότερο απ' 6,τι τα προβλήματα, ακόμη και αν τις έχουμε επεξεργαστεί, παραμένουν ανοικτές, και η ερώτηση που ανοίγεται σ' εμάς ενώ ανοιγόμαστε σ' αυτήν είναι και παραμένει κεντρική σε σχέση με το κέντρο που διαφεύγει. Αυτό το κέντρο δεν είναι άλλο από το ενιαίο κέντρο όλων των αντιθέσεων και των διαφορών, όλων των συμπλοκών και των αγώνων που έχουν τελικά να παίξουν ένα ρόλο. Όλο και περισσότερο, το ανοικτό σύνολο αυτού που είναι καινεται, καθώς και ο κόσμος που δεν είναι ένας ορίζοντας των οριζόντων ή ο ύπατος ορίζοντας, θεωρούνται και βιώνονται με αδιαφορία. Η εγγενής αδιαφορία, παρ' όλες τις κουβέντες και τους διαλογισμούς, είναι προορισμένη να απλωθεί. Παραμένει ωστόσο δυνατή μια ανώτερη αδιαφορία, χωρίς να είναι συνώνυμη ουδετερότητας, χλιαρότητας. Ακόμη και η φιλική και, ει δυνατόν, ποιητική σχέση με τον εαυτό μας, τους άλλους, τα πράγματα, δεν μπορεί παρά να γειτνιάζει επικίνδυνα με την κοινή και ταυτόχρονα με την ανώτερη αδιαφορία, στην προσπάθειά της να υπερβεί παραγωγικά αυτό που αποκρυσταλλώνεται σαν αγάπη ή συντροφικότητα και αυτό που μας βασανίζει σαν μίσος. Αλλά η αδιαφορία που δέχεται και που δίνει εξακολουθεί να παραμένει σκοπός.
Αυτό που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους της εποχής μας, αν υποθέσουμε ότι αποτελεί ακόμη εποχή, δηλαδή το μετέωρο κάποιου πράγματος σαν έννοια, είναι ότι σέρνονται μισοευχαριστημένοι, μισοδυσαρεστημένοι, ούτε ευχάριστημένοι, ούτε δυσαρεστημένοι, πάνω σε μια γη που βαδίζει προς την ερήμωση.
Ο γενικευμένος ναρκισσισμός τρέφει όλες τις εικόνες και το οικουμενικοποιημένο θέαμα αντιπροσωπεύει τη ζωή και τη φαντασία. Η βαθιά και γ6νιμη οδύνη καλύπτεται και η ίδια από αυτό που είναι δοσμένο: ένα μίγμα μέτριας απελπισίας και νευρικής έξαρσης. Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτα να περιμένουμε; Πριν μπορέσει, εκεί που κάθε φορά δημιουργείται, να ακουστεί η ερώτηση, αν πρέπει κάποτε να ακουστεί, όντα και πράγματα δεν θα πάψουν να ακολουθούν την πορεία τους σύμφωνα με τη λογική που τα συντηρεί και τα κινεί, διαρκώς κάπως ασταθή, διαρκώς πολύ ταραγμένα. Ακόμη κι αν ακουγόταν -από ποιον; και πώς;- ο σκεπτόμενος λόγος που λέει την ερώτηση, δεν θα είχε άμεση αποτελεσματικότητα και θα οδηγούσε σε όλες τις δυνατές και αδύνατες παρεξηγήσεις.
Χωρίς να εξιδανικεύουμε και χωρίς να καταδικάζουμε το παρελθόν που περιέχει αποθέματα μέλλοντος, χωρίς να μαυρίζουμε υπερβολικά το παρόν που δεν είναι μαύρο αλλά θαμπό και γκρίζο, κι ενώ ανοιγόμαστε στο μέλλον που έρχεται προς συνάντησή μας, αλλά το οποίο δεν θα είναι τόσο χαρούμενο ούτε τόσο κατα να διερευνήσουμε το μυστικό του χρόνου προσπαθώντας να ανταποκριθούμε σ' αυτό. Ο χρόνος δεν χωρίζεται σε τρεις διαστάσεις. Εκδηλώνεται ανά πάσα στιγμή ως παγχρονικότητα όπου παρελθόν, παρόν, μέλλον παίζουν ακατάπαυστα μαζί, ενωμένα και διαφοροποιημένα. Στην απόσυρσή του ανοίγεται σ' εμάς, για να προσπαθήσουμε, αν μας δινόταν η δυνατότητα, να μη βουλιάξουμε στην υπάρχουσα και λειτουργούσα τάξη-αταξία, παρ' όλες και με όλες τις δυσλειτουργίες της.
Το παιχνίδι του χρόνου, παιχνίδι του κόσμου, παιχνίδι της περιπλάνησης δεν έχει τίποτα το παιγνιώδες, το χαριτωμένο. Τα ενδοκοσμικά παιχνίδια παραμένουν διαφορετικά από το παιχνίδι του κόσμου. Αυτό το παιχνίδι παραμένει αβυσσαλέο, μας ζωντανεύει και μας θανατώνει. Χωρίς καθορισμένη αρχή, χωρίς προβλεπόμενο τέλος, γεννιέται και χάνεται. Εμείς, οι θνητοί, αποτελούμε μέρος του, γιατί δεν υπάρχει κόσμος χωρίς τον άνθρωπο και δεν μπορεί να υπάρξει κόσμος μόνο ή κυρίως ανθρώπινος. Δεν μπορούμε να σταματήσουμε να καλούμε αυτό που δεν είμαστε αλλά στο οποίο ανήκουμε. Και αυτό αντέχει πολλά ονόματα που του δόθηκαν, περιπαίζοντάς τα όλα. Διατρέχοντας όλο το δρόμο που ανοίγεται σ' εμάς, παροτρύνοντάς μας να τον ακολουθήσουμε και να τον χαράξουμε, δεν ξεκινάμε από μια αρχική λέξη και δεν καταλήγουμε σε μια ύπατη λέξη. Στη διάρκεια της πορείας μας διασταυρωνόμαστε με άλλους δρόμους και άλλα μονοπάτια. Ωστόσο, ακόμη κι αν υπάρχει ένας δρόμος που επιβάλλεται, προσανατολισμένος από και προς το ενιαίο παιχνίδι, αυτή η πορεία δεν έχει κάποιο σκοπό. Ταυτόχρονα και προσανατολισμένη, η πορεία μάς πηγαίνει όσο πιο μακριά γίνεται. Διαρκώς κάτω από τον αστερισμό του άσκεφτου, οδηγεί ενίοτε σε μια κορυφή απ' όπου γίνονται ορατοί άλλοι δρόμοι. Η κορυφή, όπου φτάνει κανείς στο τέλος, οδηγεί τον οδοιπόρο ήδη από το ξεκίνημα, συχνά εν αγνοία του. Αυτή η κορυφή φέρει ένα όνομα που είναι και δεν είναι η ύπατη λέξη. Το παιχνίδι του κόσμου μπορεί να λεχθεί σε μια γλώσσα προσφυή, προσεκτική συνάμα στη φιλία και στην πολλαπλότητα των λέξεων και των πραγμάτων. Αυτή η γλώσσα που έχει προέλθει από τη σιωπή, που μιλάει και που σιωπά, που μιλάει σιωπώντας και σιωπά μιλώντας, περιέχει άλλες γλώσσες. Κάθε γλώσσα περιέχει το μη ειπωμένο, και μιλάμε συχνά χωρίς να ξέρουμε ότι έτσι αποσιωπούμε επίσης αυτό για το οποίο γίνεται λόγος. Το πρωτόγνωρο μιας γλώσσας μπορεί να γονιμοποιήσει μια άλλη γλώσσα που εγγράφεται, κι αυτή επίσης, στο γλωσσικό κέντρο της σχέσης άνθρωπος-κόσμος. Η γλώσσα που εγγράφεται στο κέντρο της ολόκληρης σχέσης άνθρωπος-κόσμος δεν λούζεται στο φως, δεν δίνει αποκλειστικά και μόνο φως. Όλη η μεταφυσική είναι μια μεταφυσική του φωτός. Η αντιμεταφυσική επικαλείται ένα άλλο φως, το οποίο δεν απελευθερώνεται από το αυτό. Δεν είναι τόσο παράξενο όσο φαίνεται σε μια προσέγγιση ότι μεταφυσική και αντιμεταφυσική ή συνενωμένες λένε την κυριαρχία του φωτός και τη λένε ανθρωπομορφικά. Οι εξαιρέσεις είναι σπάνιες. Στους προσωκρατικούς συναντάμε τα πρώτα ίχνη της κυριαρχίας του φωτός, με περισσότερο ή λιγότερο ανθρωπομορφισμό.



Ο Ηράκλειτος άραγε εξαιρείται; Με και μετά τον Χέγκελ η τάση για την κυριαρχία αυτή δεν σταματά ξαφνικά. Η μεταφυσική ως μεταφυσική είναι προορισμένη  να ζήσει μια μακριά παρακμή. Με τη σκέψη η οποία προσπαθεί να τοποθετηθεί σ' ένα άλλο σχήμα το φως δεν μπορεί πλέον να κρατήσει την κυρίαρχη δύναμή του. Η σκέψη του κόσμου, η γλώσσα της περιπλάνησης, η ερώτηση του παιχνιδιού κάνουν ώστε ο κόσμος και τα πράγματα να μη λούζονται πια στο φως. Όχι για να δούμε το σκότος να καταλαμβάνει τα πάντα, αλλά για να δούμε και να πούμε το διαρκές παιχνίδι του κιαροσκούρο, το παιχνίδι της σκιάς και του 'φωτός, του ξεδιπλώματος και της σύλληψης του φωτεινού με φόντο το αόρατο. Αυτό που είμαστε και αυτό που δεν είμαστε παραμένουν συνδεδεμένα με τον ίδιο δεσμό και προσφέρονται στην κατανόηση, διαρκώς υπό απόσυρση. Το ερώτημα του κόσμου, επειδή δεν περιέχει ούτε πρώτη ούτε τελευταία λέξη, δεν ερωτά έναν υποτιθέμενο αστείρευτο ποταμό ή ένα διαρκές γίγνεσθαι. Ωστόσο δεν παγιώνει και δεν καθορίζει τα όντα και τα πράγματα, την ιερή και απαραβίαστη πραγματικότητα. Ο κόσμος δεν εννοείται πλέον ως το σύνολο των αποκαλύψεών του και των ανθρώπινων παραγωγών. Ωστόσο η ιστορία ως περιπλάνηση έχει έναν κάποιο προσανατολισμό και η γλώσσα που τον λέει χαρακτηρίζεται από την πολυσημία της. Κάθε φλυαρία για μια νέα αρχή από το μηδέν είναι απλο'ίκή και ηλίθια. Δεν ζούμε ούτε το τέλος του χρόνου ούτε την αυγή μιας νέας εποχής.
Μάλλον νικημένοι παρά νικητές, κι ενώ οι νίκες μας οι ίδιες αποδεικνύονται μοιραίες, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η ανθρωπότητα απέχει ακόμη πολύ από το να έχει εξαντλήσει όλες της τις δυνατότητες και ότι αυτή η μοντέρνα και μεταμοντέρνα μανία της διαρκούς «υπέρβασης » δεν είναι πορεία ζωής αλλά μάλλον έργο θανάτου. Όλες μας οι «ατομικές» και οι «συλλογικές» αφέλειες, όλη μας η μετριότητα, παρά και με όλο το θόρυβο που κάνουν, καταβαραθρώνονται μέσα στο κενό, αφήνοντας το μεγάλο αθεώρητο κενό. Σε εποχές μηδενισμού, το·επίπεδο του ίδιου του μηδενισμού χαμηλώνει και παραμένουμε αδιάφοροι στο Τίποτα που δεν είναι μηδενιστικό και πηγαίνει με το ανοικτό Όλον. Κάποιο πράγμα που δεν είναι πράγμα, res, ετοιμάζεται να αλλάξει στη μορφή του κόσμου. Ένας δρόμος μάς εκπέμπει σήματα, αλλά δεν είναι εύκολο να τον πάρουμε βρίσκεται στα όρια του αδιάβατου. Η αναμονή αυτού που δεν θα έρθει ποτέ και το 'οποίο παραμένει χωρίς όνομα μπορεί να φαίνεται δελεαστική. Μια φωνή που έρχεται από τα βάθη μπορεί ωστόσο να μας δείξει ότι η παραγωγική αναμονή προέρχεται από το ίδιο το παιχνίδι του κόσμου και ότι δεν είναι δυνατή παρά μόνο με τη συμμετοχή της ενέργειάς μας. Θέλοντας να κατέχουμε, παραμένουμε ταυτόχρονα αποστερημένοι και κατεχόμενοι, ενώ μια κάποια αποδέσμευση δεν σπάει όλους τους δεσμούς αλλά τους μεταμορφώνει.
Αυτό που κρατάει την εποχή υπό τον έλεγχό του, και αναφερόμαστε στην τεχνική, διαπερνά όντα και πράγματα και τη σχέση μας με αυτά. Η τεχνολογία, η οποία δεν είναι λόγος επί της τεχνικής αλλά αυτό που καθορίζει τον τρόπο τού είναι και πράττειν, σκέπτεσθαι και οικοδομείν, αποτελεί, τρόπον τινά, υποκατάστατο της φιλοσοφίας. Είναι, όπως και η μεταφυσική του καιρού μας, μυθική και πραγματική. Υπεισέρχεται αποφασιστικά στο κέντρο της σχέσης που το ανθρώπινο διατηρεί με τον κόσμο, η οποία δεν είναι σχέση μεταξύ δύο οντοτήτων αλλά ένα και μοναδικό παιχνίδι. Το ένα και το άλλο υπάρχουν χάρη στη σχέση αυτή. Καθώς εκτυλίσσεται το τέλος της φιλοσοφίας, το οποίο θα διαρκέσει για πολύ, η σκέψη φιλοσοφικού τύπου θα συνεχίζει το δρόμο της, ενώ ένα άλλο είδος σκέψης έχει ήδη αναγγελθεί και δοκιμαστεί. Η σκέψη η οποία ανέρχεται εντεύθεν της φιλοσοφίας, τη διατρέχει και πηγαίνει πέρα από αυτή δεν είναι πλέον φιλοσοφική ούτε μεταφυσική. Δεν διαλύεται μέσα στην τεχνολογία. Αντιθέτως, έρχεται αντιμέτωπη με την τεχνική και προσπαθεί να ξετυλιχτεί ως σκέψη. Το αν η παγκόσμια ιστορία γνωρίσει μια μείζονα καταστροφή, αν εδραιωθεί μέσα στη διαρκή κρίση με σταθερές ανανεώσεις ή αν μπορέσει να γίνει κάποια στροφή που θα μας οδηγούσε σε μια άλλη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο -σχέση που δεν θα ήταν πιο «επιτυχημένη»- αυτό δεν έχει αποφασιστεί. Η σκέψη, αλλά όχι μόνη της, μια ανθρώπινη διαθεσιμότητα, αλλά όχι κατά κύριο λόγο ανθρώπινη, η τεχνική,
πολύ περισσότερο απ' ό,τι η τεχνολογία, νοούμενη φιλικότερα, θα μπορούσαν άραγε να μας βοηθήσουν στην πορεία μας και να μας προσφέρουν το χωροχρόνο μιας άλλης διαμονής; Κάθε διαμονή του ανθρώπου υπήρετεί ωστόσο ουσιαστικά μη ικανοποιητική σε οποιαδήποτε εποχή, γιατί καμιά διαμονή δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον κόσμο. Δεν βαδίζουμε προς ένα στόχο τον οποίο έχουμε θέσει και θελήσει ως τέτοιον. Ούτε χρυσός αιώνας, ούτε χαμένος και ξανακερδισμένος παράδεισος, ούτε μέρος εσχατολογικής ευτυχίας, ούτε πραγματοποιημένη ουτοπία, αυτό το πεδίο μιας άλλης σχέσης με τον κόσμο θα υπερέβαινε την εμπειρία ενός τέλους (στόχος και τέλος) και την απελπισία να μην μπορούμε να αγγίξουμε ποτέ την αρμονία. Αραγε είναι δυνατόν; Ή μήπως είναι ένα ατελείωτο καθήκον το οποίο εμπίπτει στη σφαίρα του ιδεαλισμού; Αυτό που ανοίγεται ως δυνατόν είνα: προορισμένο να σκοντάψει στη μείζονα αδυναμία: ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ο κόσμος. Ο χωρισμός μεταξύ ανθρώπου και κόσμου, η διαφορά από την οποία προέρχονται όλα μας τα δεινά, η αποτυχία, συχνά παραγωγική, κάθε εξατομίκευσης και κάθε κοινωνικοποίησης, δεν παύουν να παίζουν. Το πολύ, ίσως θα μπορούσαμε να φανούμε ικανοί να διερευνήσουμε το αίνιγμα του ενιαίου παιχνιδιού στο οποίο δεν έρχονται αντιμέτωποι μόνο δύο εταίροι. Δεν μπορεί να καταργηθεί η αμηχανία και δεν μπορεί να ξεπεραστεί διαλεκτικά. Εφόσον είμαστε ανθρώπινα όντα, εφόσον είμαστε ανθρώπινα όντα στη σχέση μας με τον κόσμο -διότι μέσα και μέσω αυτής της σχέσης υπάρχουμε εμείς «και» ο κόσμος- παγιδευμένοι σ' ένα παιχνίδι μοναδικό, με πολλαπλή ακτινοβολία, οφείλουμε να βιώσουμε την εμπειρία του ενός και του πολλαπλού που ανήκουν στο παιχνίδι. Μέσα στην πολυσημία των λέξεων και την πολλαπλότητα των πραγμάτων, μόνο μια διαθεσιμότητα έναντι του αποσπασματικού Ενός-Όλου θα ήταν ικανή να μας καταστήσει θετικά διακείμενους προς αυτό που έρχεται προς συνάντησή μας, προετοιμάζοντάς μας να το μεταμορφιδσουμε παραγωγικά. Η σκέψη είναι απαραίτητη στην πορεία που δεν υπακούει σε μια πρώτη ή τελευταία λέξη. Δεν υπάρχει ωστόσο μια πρόοδος δίχως τέλος, μια ατελείωτη πρόοδος της σκέψης. Πλούσια από όλες της τις δυνατότητες, η σκέψη δεν μπορεί να ξεφύγει από το ίδιο της το πεπερασμένο. Κάτω από έναν αστερισμό μάλλον παρά μέσα σ' ένα σύστημα, η σκεπτόμενη σκέψη μπορεί να προσπαθήσει . να διαρθρωθεί με μια εξαιρετική προσοχή και πλήρης ελαφρότητας, πάντοτε μέσα στη μη ολοκλήρωση και στο χείλος της αβύσσου. Είτε επιτύχει, είτε αποτύχει, είτε γνωρίσει και τα δύο ταυτόχρονα, δεν είναι μια υπόσχεση που πρέπει ή' που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Πιο αρχέγονη και πιο μελλοντική από οποιαδήποτε υπόσχεση, παραμένει όλη συγκεντρωμένη και όλη ακτινοβολούσα στο πεδίο που χωρίς αυτή θα ήταν άφατο και ακατοίκητο. Οι νομάδες και οι επιδημητικοί υπακούουν στον ίδιο ρυθμό Ό οποίος, στη διάρκεια της περιπλάνησης, οικοδομεί κατοικίες όπου οι άνθρωποι, που δεν μένουν ποτέ σ' έναν τόπο, διαρκώς διαφεύγοντες, ακολουθούν το γήινο και το αστρικό πεπρωμένο τους, Δεν υπάρχει τελευταία λέξη. Κι αν το παιχνίδι του κόσμου θα έπρεπε να είναι η τελευταία λέξη, δεν θα μπορούσε να ειπωθεί και να παιχτεί παρά μόνο πολλαπλά. Το παιχνίδι του κόσμου τρέφει και καταστρέφει όλες τις τελευταίες λέξεις.


Πηγή http://antikleidi.com/2013/11/10/axelos-6/




Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Raoul Vanegeim-δεν ψηφίζω

Ο Raoul Vaneigem είναι Βέλγος συγγραφέας και φιλόσοφος. Γεννήθηκε το 1934 και μαζί με τον Γκυ Ντεμπόρ ήταν οι βασικοί θεωρητικοί εκφραστές του κινήματος των Καταστασιακών κατά τη διάρκεια του ταραχώδους Γαλλικού Μάη του ‘68. Πολλά από τα «τσιτάτα» του έγιναν συνθήματα που αποτυπώθηκαν στους τοίχους του Παρισιού και έμειναν στην ιστορία, ενδεικτικά του ανατρεπτικού κλίματος της δεκαετίας του ‘60. Το παρακάτω είναι ένα παλιότερο άρθρο του Ραούλ Βανεγκέμ όπου εξηγεί γιατί δεν συμμετέχει στις εθνικές εκλογικές διαδικασίες.
Πέρσι, η μικρότερη κόρη μου, γυρίζοντας από το σχολείο μου είπε: «Βρίσκομαι σε μεγάλη αμηχανία. Μου εξήγησαν ότι όλοι έχουν καθήκον να ψηφίζουν. Εν τω μεταξύ, εσύ δεν ψηφίζεις. Εξήγησέ μου γιατί!»
Είχα, τότε, καλά επιχειρήματα, σήμερα είναι ακόμα καλύτερα.
Κάποτε οι πολιτικές ιδέες είχαν σημασία στα μάτια των πολιτών και καθόριζαν την εκλογική τους επιλογή. Υπήρχε τότε ένα πολύ ξεκάθαρο όριο ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά, ανάμεσα στους προοδευτικούς και τους συντηρητικούς. Ήδη όμως από τότε φαινόταν καθαρά ότι οι κοινωνικές κατακτήσεις είχαν κερδηθεί πρώτα απ’ όλα στους δρόμους, με τις εξεγέρσεις, τις απεργίες ή τις μεγάλες λαϊκές διαδηλώσεις. Οι λαϊκοί ρήτορες και οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι σοσιαλιστές και «κομμουνιστές» απέδιδαν κατόπιν στον εαυτό τους τα εύσημα και επωφελούνταν για να ασκούν την επιρροή τους στις μάζες. Χωρίς την αποφασιστικότητα των διεκδικητικών κινημάτων δεν θα υπήρχε ούτε μείωση του χρόνου εργασίας, ούτε πληρωμένες διακοπές, ούτε δικαιώματα περίθαλψης, επίδομα ανεργίας, προνόμια που οι πολυεθνικές μαφίες κατεδαφίζουν σήμερα, με τη βοήθεια των κυβερνήσεων της δεξιάς και της αριστεράς.
Πολύ σύντομα είδαμε το εργατικό κίνημα να γίνεται γραφειοκρατικό. Φάνηκε ότι τα κόμματα και τα συνδικάτα τα απασχολούσε περισσότερο η αύξηση της εξουσίας τους παρά η προστασία ενός προλεταριάτου που μέχρι τη δεκαετία του 1960 υπερασπιζόταν μια χαρά τον εαυτό του. Το κόκκινο έγινε ροζ και το ρόδο φυλλορρόησε. Καθώς ο σοσιαλδημοκρατικός ρεφορμισμός γινόταν καπνός, η απάτη του λεγόμενου «κομμουνιστικού» κινήματος κατέρρεε με τη διάλυση της σταλινικής αυτοκρατορίας, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο σε μια πραγματική αποικιοποίηση των μαζών. Η ανάδυση και η κυριαρχία μιας οικονομίας κατανάλωσης ήρθαν όντως στην κατάλληλη στιγμή να αντισταθμίσουν τα δυσάρεστα αποτελέσματα της απο-αποικιοποίησης που οι λαοί του τρίτου κόσμου είχαν αποσπάσει διά της βίας.
Ο μύθος της κοινωνίας της ευδαιμονίας, που προπαγανδίζει ο καταναλωτισμός και που καταγγέλθηκε απ’ το Μάη του ’68, αποσυντίθεται σήμερα και συνοδεύει στη χρεοκοπία του τον χρηματιστηριακό καπιταλισμό, που η κερδοσκοπική του φούσκα σκάει και αποκαλύπτει γύρω μας το κενό που δημιούργησε το τρελό χρήμα, το χρήμα που χρησιμοποιείται για την αναπαραγωγή του σε κλειστό κύκλωμα (όχι χωρίς να γεμίζουν στο διάβα του οι τσέπες των μαφιόζων μπίζνεσμαν και των πολιτικών, που μόλις ξαναεκλεγούν θα συστήσουν λιτότητα).
Εν τω μεταξύ το σουπερμάρκετ έγινε το πρότυπο της δημοκρατίας: διαλέγουμε ελεύθερα οποιοδήποτε προϊόν, φτάνει να το πληρώνουμε βγαίνοντας. Το σημαντικό για την οικονομία και αυτούς που επωφελούνται είναι να μας κάνουν να καταναλώνουμε οτιδήποτε για να ανεβαίνει ο τζίρος. Μέσα στην πελατειακή πολιτική που μας μαστίζει σήμερα, οι ιδέες δεν έχουν περισσότερη αξία από ένα διαφημιστικό φυλλάδιο. Αυτό που μετράει για τον υποψήφιο είναι να μεγαλώσει την εκλογική του πελατεία, ώστε να πάνε οι δουλειές του καλύτερα για τα εγωιστικά του συμφέροντα.
Tι θα πει πραγματική δημοκρατία; Μια συνέλευση πολιτών διαλέγει αντιπροσώπους για να υπερασπιστούν τις διεκδικήσεις της, τους δίνει εντολή να την εκπροσωπούν και τους ζητάει να δώσουν λόγο για την επιτυχία ή την αποτυχία της αποστολής τους. Όμως, σε τι θα με εκπροσωπούσαν αυτοί που:
  • κλέβουν τον δημόσιο πλούτο,
  • χρησιμοποιούν τους δασμούς και τους φόρους των μισθωτών και των μικροεπαγγελματιών για να ξελασπώσουν τις καταχρήσεις των μπάνγκστερ,
  • διαχειρίζονται τα νοσοκομεία σαν κερδοσκοπικές επιχειρήσεις χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους ασθενείς,
  • προωθούν τα σχολεία-στρατόπεδα και κατασκευάζουν φυλακές και κλειστά κέντρα αντί να πολλαπλασιάζουν τα μικρά σχολεία,
  • υποστηρίζουν τις μαφίες των αγροτικών προϊόντων που εκτρέπουν τη διατροφή από τη φύση,
  • καταστρέφουν τους τομείς προτεραιότητας (μεταλλουργία, υφαντουργία, κατοικία, ταχυδρομεία, μεταφορές, υαλουργία, εργοστάσια αγαθών χρήσιμων στην κοινωνία);
Απ’ την άκρα αριστερά ως την άκρα δεξιά, αυτό που προέχει είναι η αναζήτηση πελατείας, είναι η εξουσία, το ψέμα, η απάτη και τα φούμαρα. Είναι η περιφρόνηση του φουκαρά που ρίχνει στα χαμένα την εμπιστοσύνη του στην κάλπη χωρίς να σκέφτεται τη χολέρα της απογοήτευσης που, καθώς τον οδηγεί εξαγριωμένο στην τυφλή λύσσα, τον προετοιμάζει για τη βαρβαρότητα του «ο καθένας για πάρτη του» και του «όλοι εναντίον όλων».
Μα, θα πείτε, δεν είναι όλοι οι πολιτικοί διεφθαρμένοι, δεν ξοδεύουν όλοι το χρήμα του φορολογούμενου σε επαγγελματικά ταξίδια, σε έξοδα παραστάσεως, σε διάφορες καταχρήσεις. Μερικοί είναι έντιμοι και αφελείς. Σίγουρα, αλλά αυτοί δεν μένουνε καιρό στην αρένα.
Εν τω μεταξύ χρησιμοποιούνται για προπέτασμα από τους διψασμένους για εξουσία, τους άρρωστους για κυριαρχία, τους διαχειριστές της εκλογικής φάρσας, τους προαγωγούς ενός ίματζ που κοτσάρουν παντού χωρίς να φοβούνται τη γελοιοποίηση. Ας μην παρεξηγηθώ: αν και η κοινοβουλευτική δημοκρατία σαπίζει όρθια, δεν προτείνω ούτε να την εξαφανίσουμε ούτε να την ανεχθούμε σαν το μη χείρον. Δεν θέλω ούτε το «Βούλωσ’ το!» ούτε το «Μη σταματάς να μιλάς!». Θέλω να ξαναβρεί η πολιτική το αρχικό της νόημα: τέχνη της διακυβέρνησης της πολιτείας. Θέλω μια άμεση δημοκρατία που να πηγάζει όχι από δαρμένους, προδομένους πολίτες που λένε «καλά είμαι εδώ», αλλά από άνδρες και γυναίκες που νοιάζονται να προάγουν παντού την αλληλεγγύη και την πρόοδο του ανθρώπου.
Όταν τοπικές κοινότητες δρώντας συνολικά –στο πρότυπο των διεθνών ομοσπονδιών–αποφασίσουν την αυτοδιαχείρισή τους και εξετάσουν:
  • Με ποιο τρόπο θα προωθηθεί η δημιουργία μορφών δωρεάν ενέργειας προς χρήση όλων.
  • Πώς θα ιδρυθεί ένας επενδυτικός συνεταιρισμός που θα χρηματοδοτήσει την οικοδόμησή της.
  • Πώς θα τεθεί σε λειτουργία η συλλογική διαχείριση ενός επενδυτικού ταμείου συγκροτημένου με τέτοια χρηματοδοτική συμμετοχή που να καθιστά δυνατή την άρνηση των μικρών και μεσαίων εισοδημάτων να καταβάλλουν τους δασμούς και τους φόρους που επιβάλλει το Κράτος-μπάνγκστερ.
  • Πώς θα γενικευθεί η κατάληψη των εργοστασίων και η διαχείρισή τους από τους εργαζόμενους σε αυτά.
  • Πώς θα οργανωθεί μια τοπική παραγωγή που θα προορίζεται για κατανάλωση από τις τοπικές και τις ομόσπονδες κοινότητες, ώστε να γλιτώσουμε από τις κομπίνες της αγοράς και να εξασφαλίσουμε σιγά σιγά τη δωρεάν διάθεση των αγαθών επιβίωσης, που καταργεί το χρήμα. (Μην πείτε πως είναι ουτοπία! Αυτό ακριβώς έκαναν το 1936 οι ελευθεριακές κοινότητες της Καταλονίας και της Αραγoνίας, πριν να τις συντρίψουν οι κομμουνιστές.)
  • Πώς θα διαδοθεί η ιδέα και η πρακτική αυτού του δωρεάν που είναι το μόνο απόλυτο όπλο απέναντι στο εμπορευματικό σύστημα.
  • Πώς θα ευνοηθεί η εξάπλωση των λεγόμενων βιολογικών αγροκτημάτων και η διείσδυσή τους μέσα στις πόλεις.
  • Πώς θα πολλαπλασιαστούν μικρές σχολικές μονάδες γειτονιάς, απ’ όπου να έχουν εξοριστεί οι έννοιες του συναγωνισμού, του ανταγωνισμού και της αλληλοσφαγής. Ουτοπικό; Όχι. Στο Μεξικό, στο Σαν Κριστομπάλ, το Πανεπιστήμιο της Γης προτείνει μια δωρεάν εκπαίδευση στους πιο διαφορετικούς τομείς (συν τους παραδοσιακούς: εργαστήρια τσαγκαράδων, μηχανικών, ηλεκτρονικών, σιδηρουργίας, φυσικής καλλιέργειας, μαγειρικής, μουσικής, ζωγραφικής κτλ). Η μόνη απαιτούμενη ιδιότητα είναι η επιθυμία για μάθηση. Δεν υπάρχουν διπλώματα, αλλά ζητιέται από αυτούς «που ξέρουν» να μεταδίδουν δωρεάν και παντού τις γνώσεις τους.
  • Πώς θα προικιστούν οι τοπικές κοινότητες με υγειονομικούς σταθμούς, όπου θα μπορεί να εξασφαλίζεται η βασική περίθαλψη με τη βοήθεια αγροτικών και συνοικιακών γιατρών.
  • Πώς θα οργανωθεί ένα δίκτυο δωρεάν μεταφορών, που να μη μολύνει.
  • Πώς θα τεθεί σε λειτουργία μια ενεργή αλληλεγγύη με στόχο τα παιδιά, τους γέροντες, τους αρρώστους και τους αναπήρους, τα άτομα με νοητικές δυσκολίες.
  • Πώς θα φτιαχτούν εργαστήρια καλλιτεχνικής δημιουργίας ανοιχτά σε όλους.
  • Πώς θα μετατραπούν τα σουπερμάρκετ σε αποθήκες, όπου τα προϊόντα, τερπνά και ωφέλιμα, θα ανταλλάσσονται με πράγματα ή με υπηρεσίες, με στόχο να εξαφανιστεί το χρήμα και η εξουσία.
Τότε θα ψηφίσω. Με πάθος!!!

Αναδημοσίευση από http://narcohypnosis.wordpress.com/2012/04/27/%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CF%88%CE%B7%CF%86%CE%AF%CE%B6%CF%89-%CF%84%CE%BF%CF%85-raul-vaneigem/

Martin Heidegger

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ: Σημεία Υπεράσπισης


1. Η σκέψη του Χάιντεγκερ αποτελεί τεράστια γέφυρα που ενώνει την Προ-Σωκρατική Αρχαία Ελληνική σκέψη με την Φαινομενολογία της Σύγχρονης Ευρωπαϊκής σκέψης και, απὀ εκεί, συνεχίζει προς την όχθη της Αντι-Φαινομενολογίας και μιας μη-φιλοσοφίας, μιας σκέψης μη-φιλοσοφικής. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την σημερινή Φιλοσοφική Ακαδημία σε όλο τον κόσμο, δίχως την σκέψη του Χάιντεγκερ, είναι αδιανόητο να σκεφτούμε τον Σάρτρ, τον Λεβινάς, τον Ντερριντά, τον Λυοτάρ, τον Λακού-Λαμπάρτ και Νανσύ, το έργο του Μπαντιού αλλά και του Ζίζεκ, του Άγκαμπεν, του Λαρυέλ και τόσων άλλων στοχαστών, δίχως να βαδίζουν μέσα από την μεγάλη νύχτα του Χαϊντεγκεριανού στοχασμού. Θα έλεγε κανείς πως τα έργα όλων τους σε ένα μεγάλο μέρος τους αποτελούν νεκρολογίες πάνω στην σκέψη του Χάιντεγκερ. Ο "Ναζιστής", ο Ολοκληρωτικός, ο σκοτεινός, ο Θεολόγος, ο Υπαρξιστής, ο Πλατωνιστής, ο Αντιδραστικός, ο μεγαλύτερος όλων...

Και οι χαρακτηρισμοί ποικίλουν και συνεχίζουν με βάση το ποιος κρίνει και τι επιδιώκει από την κριτική του. Υπάρχουν έργα σταθμοί που γράφτηκαν για να τον ξεπεράσουν ή να τον ανανεώσουν, ας θυμηθούμε "Είναι και Μηδέν", "Από την Ύπαρξη στο Υπάρχον", "Είναι και Συμβάν" και αρκετά ακόμα. Είναι δυνατόν αυτή η σκέψη να ταξινομηθεί και να τακτοποιηθεί σε ένα συρτάρι, με μια κατηγοριοποίηση, να θεωρηθεί εξαντλημένη ή να ερμηνευτεί με βάση την ερμηνεία των στοχαστών που θέλησαν να την μεταπλάσσουν κατά το δοκούν;
Με το Χάιντεγκερ, πρέπει να κάνουμε ό,τι μας θέτει σαν ευθύνη η σκέψη του Μαρξ. Να επιστρέψουμε σε αυτόν, να τον αναγνωρίσουμε σαν μια μεγάλη ανεξερεύνητη ήπειρο, να εκτιμήσουμε την καθοριστική μεταβατικότητα του στοχασμού του, να αξιολογήσουμε τις χρήσεις που του έκαναν και του κάνουν τα Φιλοσοφικά ρεύματα εδώ και μισό αιώνα τώρα. Να πιάσουμε νήματα και να βρούμε ίχνη σε αυτό το απέραντο δάσος της σκέψης, πέρα από κάθε ψευτοϋποχρέωση να δικαιώσουμε ένα ρηχό προοδευτισμό της σκέψης, μια ψευδή ριζοσπαστικότητα, που έτοιμη και ξαναζεσταμένη πλασάρεται σαν τροφή στον εγχώριο προβληματισμό. Θα θέσουμε κάποια σημεία υπεράσπισης ενός Χάιντεγκερ που μας χρειάζεται για την εργασία της απο-φιλοσοφικοποίησης της σκέψης, την επαναεισαγωγή της στο ζειν, στην πράξη του Πραγματικού.

2. Ο Χάιντεγκερ με το "Είναι και Χρόνος" είναι ο πρώτος που χτυπάει στο κεφάλι όλη την Καρτεσιανή Μεταφυσική παράδοση της Δυτικής σκέψης, δίνοντας χαριστική βολή στην Φαινομενολογία και στις όποιες δικές του ακόμα σχέσεις με αυτήν. Δεν έρχεται σε ρήξη απλά με την Χουσσερλιανή παράδοση αλλά τοποθετεί όλο το Φιλοσοφικό εγχείρημα στο ειδώλιο με μια ακραία αντι-φαινομενολογική τοποθέτηση. Αυτοί που στο έργο αυτό είδαν μόνο μια επιστροφή στο "Είναι", μια ουσιαστικά νατουραλιστική Ρομαντική ανάλυση του Όντος, εντέχνως αποσυνδέουν και αποκρύπτουν την κεντρική προβληματική του Χαϊντεγκεριανού έργου για το "Πως" και το "Τι" αυτού του Είναι. Τα αντι-φαινομενολογικά στοιχεία της σκέψης του δεν είναι περιστασιακά και σκόρπια μέσα στο "Ε κ Χ" αλλά βασικά σε κάθε πέρασμα του προβληματισμού του. Ο Χάιντεγκερ είναι αυτός που τοποθετεί το Συμβάν και την καθοριστικότητά του σε σχέση με το Είναι, αποδίδοντας του την λειτουργία μιας απο-παρουσίασης, μιας σκοτεινοποίησης για την Φιλοσοφική σκέψη που αναγκαστικά ζει μέσα στα όρια της εποπτείας.

Είναι χαρακτηριστική η φράση του "Το ότι που χαρακτηρίζει την γεγονότητα δεν είναι προσιτό με εποπτεία". Εντοπισμός της συμβαντικότητας εκτός της εποπτικής. Άρα ενόραση και μυστικισμός, θα πουν κάποιοι· όμως το άνοιγμα που δίνεται για την ερμηνεία της φύσεως του Πραγματικού είναι εδώ ορατό. Η Καρτεσιανή οντολογία του κόσμου λέει "κόσμο" το φυσικό εμπράγματο, και το φυσικό εμπράγματο δεν γεννά την συμβαντική κατάσταση ως μεμονωμένο αντικείμενο. Η γεγονότητα υπάρχει έξω από την εποπτεία με αυτή την έννοια, δηλαδή ανήκει στην τάξη της παραγωγής ανυπολόγιστων σχέσεων μεταξύ των όντων με τέτοιο τρόπο που να αποτελούν ένα νέο Είναι, μια νέα τάξη, μια εμμένεια που δεν παίρνει την μορφή της αντικειμενοποίησης που συνηθίζουν οι έννοιες του Υποκειμενικού μηχανισμού της ανθρώπινης σκέψης.

Ο Χάιντεγκερ για αυτό επιστρέφει στους Προ-Σωκρατικούς. Πρώτον για να δείξει έναντι τού Καρτεσιανού στοχασμού πως η έννοια "κόσμος" είναι τόσο βαθιά, ολική και απόκοσμη που το στένεμά της στο φυσικό εμπράγματο επί της ουσίας οδηγεί σε μια απομάκρυνση από το είναι του Κόσμου και σε μια προσκόλληση στο φαίνεσθαι του και, δεύτερον, για να επισημάνει την ανάγκη μιας απο-ανθρωποποίησης της σκέψης, μιας στροφής στην ανεξαρτησία του Είναι από την συνείδηση, μιας υποχρεωτικής ευθύνης ο άνθρωπος να σκέφτεται με βάση το πάντα Άπειρο, το πάντα Ξένο, το πάντα Τρομαχτικό Συμβάν του Πραγματικού. Με κάθε σεβασμό, το έργο κανενός Μπαντιού δεν θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια του αν δεν είχε υποδείξει ο Χάιντεγκερ την αντι-φαινομενολογική σημασία του Ereignis, το Πρωτο-Συμβάν, στην ανάλυση για τον Κόσμο.

3. Ο Χάιντεγκερ δεν αναζητά παρά τον τρόπο ύπαρξης και την σημασία του Ενός, όταν σκέφτεται και αναλύει το "Είναι". Δεν είναι ο στοχαστής του "Είναι" αλλά ο στοχαστής του Ενός. Η φιλοσοφική στρατηγική του να ξεκινήσει από την επανανοηματοδότηση του Κόσμου πέρα από τις Καρτεσιανές συντεταγμένες, να παρουσιάσει τις πολλαπλότητες του Είναι, συνιστά το έδαφος, τη βάση, την αφετηρία ενός στοχασμού που πηγαίνει να διασχίσει τα πιο δύσβατα μονοπάτια στο δρόμο προς την Απ-αρχή. Αυτό που ταλανίζει τον Χάιντεγκερ δίνεται από τον ίδιο συνταρακτικά με το ακόλουθο απόσπασμα: "Ως προς το ποιος είναι ο Καλεστής δεν μπορεί να καθοριστεί "κοσμικά" με τίποτα... Το να ακούσεις αυθεντικά το κάλεσμα σημαίνει να εισαχθείς στο γεγονικό πράττειν." Το κάλεσμα δεν υπάρχει λοιπόν στον κόσμο αυτό, αλλά στο γεγονικό πράττειν, στην συμβαντική εξω-κοσμικότητα, στην συμμετοχή σου σε αυτή. Ο Καλεστής συνεπώς δεν είναι ένας επερχόμενος Μεσσίας, αλλά το συμβάν που αποδέχεσαι να πιστέψεις και να υποκειμενοποιηθείς μαζί του.
Όχι τυχαία, η αυθεντικότητα του ακούσματος δηλώνεται εδώ με βάση την εισαγωγή σε αυτό το γεγονικό πράττειν. Δεν είναι η γενική συμμετοχή στο "Είναι", δεν είναι η αδιάφορη σπατάλη στον καθημερινό εμπράγματο κόσμο, αλλά η πορεία προς το Ένα-Συμβάν που υποκειμενοποιεί αληθινά το ανθρώπινο.

4. Γι' αυτό ο θάνατος είναι μια εμμένεια της ζωής, μια εμμένεια εντός του "Είναι", είναι το μέγιστο Απροσδόκητο, το Απόλυτο Κακό, το Υπερ-Συμβάν, η ιστορικότητα που δεν προλογίζεται από καμία παρουσία. Το Ένα είναι θάνατος του Είναι και αυτή η πάντα αστραπιαία εμφάνισή του το καθιστά ένα φαινόμενο της σπανιότητας, την Εξαίρεση, την πράξη που γίνεται η προϋπόθεση της Φύσης να μένει πάντα Φύση, να γεννιέται πάντα από την αρχή. Ο θάνατος στον Χάιντεγκερ είναι αυτή η γέννα της αρχής, η επισφράγιση της υποταγής του Πληθυντικού Είναι στην συμβαντική χειρονομία του Ενός να διασαλεύσει την υφιστάμενη τάξη, να νεκρώσει τον υπαρκτό οργανισμό, να επιβάλλει την ανάγκη για ζωή θέτοντας το απόλυτο μηδέν.

Το θνήσκειν και ο χρόνος συσχετίζονται εντός του Είναι με πολεμικούς όρους. Το ζήτημα της χρονικότητας είναι συνυφασμένο με την θνητότητα, με το πώς και πότε μιας τελικής πράξης επικαθορισμού της ήδη-δοσμένης φύσης ενός όντος ή και του Κόσμου όλου. Στο σημείο αυτό όντως ο στοχασμός του Χάιντεγκερ είναι πολεμικός, ολοκληρωτικός, αποκαλυπτικός. Όχι γιατί δικαιολογεί το Ολοκαύτωμα ή τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά γιατί υπερασπίζεται ότι, είτε το θέλουμε είτε όχι, η αλήθεια του κόσμου θα επικαθοριστεί από ένα Αρχι-Θάνατο, από ένα Ένα-Συμβάν-χωρίς Κόσμο.
Αυτός είναι ο Θεός του Χάιντεγκερ που μπορεί να μας σώσει, η αποτελείωση της φιλοσοφίας ως σκέψης φαινομενολογικής, ως σκέψης "κοσμικής", ως σκέψης χρονικής και όχι ιστορικής, ως σκέψης που αρνείται την άρνηση και για αυτό πεθαίνει, που αρνείται το θάνατο για αυτό δεν ζει, που αρνείται το Συμβάν για αυτό και δεν συνιστά πια μια σκέψη για τον άνθρωπο και την ευτυχία του.
Πίσω στο "Είναι κ Χρόνος", πίσω στην πρώτη αντι-φαινομενολογική επίθεση μιας αληθινής σκέψης, μιας αληθινής μη-φιλοσοφίας.

Aναδημοσίευση http://symvanta.blogspot.gr/2011/01/blog-post.html

Pablo Neruda-Αργοπεθαίνει

Αργοπεθαίνει
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας,
επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει το βήμα του,
όποιος δεν ρισκάρει να αλλάξει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δεν μιλάει σε όποιον δεν γνωρίζει.
Αργοπεθαίνει
όποιος έχει την τηλεόραση για μέντωρα του
Αργοπεθαίνει
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο αντί του άσπρου
και τα διαλυτικά σημεία στο “ι” αντί τη δίνη της συγκίνησης
αυτήν ακριβώς που δίνει την λάμψη στα μάτια,
που μετατρέπει ένα χασμουρητό σε χαμόγελο,
που κάνει την καρδιά να κτυπά στα λάθη και στα συναισθήματα.
Αργοπεθαίνει
όποιος δεν “αναποδογυρίζει το τραπέζι” όταν δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,
όποιος δεν ρισκάρει τη σιγουριά του, για την αβεβαιότητα του να τρέξεις πίσω απο ένα όνειρο,
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του, έστω για μια φορά στη ζωή του, να ξεγλιστρήσει απ’ τις πανσοφές συμβουλές.
Αργοπεθαίνει
όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δεν διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δεν βρίσκει το μεγαλείο μέσα του
Αργοπεθαίνει
όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν αφήνει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη κακή του τύχη
ή για τη βροχή την ασταμάτητη
Αργοπεθαίνει
όποιος εγκαταλείπει την ιδέα του πριν καν την αρχίσει,
όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει
ή δεν απαντά όταν τον ρωτάν για όσα ξέρει
Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις,
όταν θυμόμαστε πάντα πως για να ‘σαι ζωντανός
χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη
από το απλό αυτό δεδομένο της αναπνοής.
Μονάχα με μιά φλογερή υπομονή
θα κατακτήσουμε την θαυμάσια ευτυχία.