Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Bασίλης Καλογήρου-Πάλι πίσω

Γύρισα πάλι πίσω
με δυο τσάντες γεμάτες αρρώστια
άνοιξα την πόρτα με το στόμα
και κάθισα στο διάδρομο
δίπλα στο σκυλί
στην κουζίνα η τηλεόραση
έδειχνε κάτι ασπρόμαυρο
κι η βρύση έτρεχε μαύρο αίμα
ο Σαχτούρης στο σαλόνι
χάιδευε ένα πουλί
κι όλο έκλαιγε.
Ω!οι γονείς μου
δεν κατάλαβαν ποτέ
πως ήμουν πεθαμένος.

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Μπέρτολτ Μπρέχτ-Σε σκοτεινούς καιρούς

Δε θα λένε: Τον καιρό που η βελανιδιά τα κλαδιά της
ανεμοσάλευε.
… Θα λένε: Τον καιρό που ο μπογιατζής τσάκιζε τους εργάτες.

Δε θα λένε: Τον καιρό που το παιδί πετούσε βότσαλα πλατιά στου
ποταμού το ρέμα.
Θα λένε: τον καιρό που ετοιμάζονταν οι μεγάλοι πόλεμοι.

Δε θα λένε: Τον καιρό που μπήκε στην κάμαρα η γυναίκα.
Θα λένε: Τον καιρό που οι μεγάλες δυνάμεις συμμαχούσαν
ενάντια στους εργάτες.

Μα δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί καιροί
Θα λένε: Γιατί σωπαίναν οι ποιητές τους;

Kώστας Καρυωτάκης-Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι.


Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που' ναι.



Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι κι ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι


Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι;»

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Γιώργος Τ.Τσερεβελάκης-Οπτασία

Μακράν εκεί παράμερα στη μοναξιά κρυμμένο
είν’ ένα αγριολούλουδο, τ’ αρέσει να ‘ναι ξένο,
θέλει μόνο του να ζει με λίγη αντηλιάδα
στον κόσμο τον απέραντο, στου ήλιου την γλυκάδα.
Στο πέρασμά του ο άνεμος με λύσσα ξεριζώνει
τούτο το πλάσμα που δειλά τ’ ανάστημα σηκώνει
στην αγριάδα τ’ αγεριού, λες θα λιγοψυχήσει,
και μάχεται με αντρειά τον κόσμο μην αφήσει.

Γλυκό αηδονολάλημα τη φύση πλημμυρίζει
κι ολονυχτίς στη σιγαλιά την πλάση νανουρίζει.
Χίλια τραγούδια μαγικά στη νύχτα συναντιώνται
μ’ αστέρια που φωτοβολούν και καρδιακά φιλιώνται.
Και βγαίνει η ανατολή και ροδοκοκκινίζει
και διώχνει τη την καταχνιά, που τα βουνά στολίζει,
κι ανθίζουν πάλι οι μυρτιές και ξεπετιούνται οι κρίνοι
σιμά στ’ αγριολούλουδο, που μοναχό ‘χει μείνει.
Μά ‘ναι το έρημο λειψό και χιλιοβασανισμένο
‘πο την πολλή καταφρόνεση, πικρό κι αποσταμένο
και μένει εκεί να καρτερά το τέλος της ζωής του
γιατί ‘πο το κρύο επάγωσε, μαράθηκε η ψυχή του.


Και μέσα σε τόση δυστυχιά, σε πόνους εκεί δοσμένο
πασχίζει το μαύρο, λαχταρεί, κι είν’ στη γης ριγμένο
του ήλιου το φέγγος να το βρει εις τα βαθιά κρυμμένο.
Και έρχεται ευθύς η ξαστεριά και φέρνει καλοκαίρι
παρηγοριά ‘πο τον ουρανό, περνά τ’ αγριοκαίρι,
σιμά του τρέχει το νερό, κελαρυστό, δροσάτο,
και τα πουλιά τού τραγουδούν μες στην μυρτιά, στον βάτο
και το γλυκοφιλούν και λένε του να αναθαρρήσει
ν’ αψηφά τον πόνο του, να μην τους ξεψυχήσει,
τα δέντρα είν’ ανθοστόλιστα και μυριοβοούνε
της φύσης ξύπνημα γλυκό που ώρα καρτερούνε.


Και πέρασα και άκουσα το μαγικό τραγούδι
κι είδα μια λάμψη θεϊκή να λούζει το λουλούδι·
και πλησιάζω θαρρευτά το όνειρο να ζήσω
κι ας είναι αυτό μοναδικό, μετά να ξεψυχήσω.
Μέσα από τ’ ώριο φως, εμπρός μου φανερώνει
μια ηλιοπερίχυτη ξωθιά και σε μένανε απλώνει
‘πο το χέρι της να κρατηθώ, το ροδολουσμένο,
και φέρνει με ακόμα πιο κοντά τον αποσβολωμένο
και μ’ ένα φιλί ολόγλυκο μου δίνει την δροσιά της
εκείνη πού ‘χε κάποτε στα ροδοπέταλά της
πριχού να την χτυπήσουνε βοριάδες αγριεμένοι
και ‘νιωσα πως ήτονε ως μέσα πικραμένη.

Φεύγει μακριά ‘πο μένανε σαν φεγγαριού αχτίδα
και σβήνει πια ο ίσκιος της κι ομπρός μου δεν την είδα.
Θλίψη με κυρίευσε την φοβερή την ώρα
κι έτρεχε το μάτι μου, που πια του δεν εθώρα.
Και έκλαιγα και φώναζα του άδικου του κόσμου:
«Λίγη αγάπη, ξέγνοιαστη, του κάκου, εμένα δώσμου.»
Και ξάφνου τα νυχτολούλουδα εκεί οπού καθόμουν
ξυπνούν και με γλυκοφιλούν και γω τα απαρνιόμουν,
που ένοιωθα να ποθώ τον πρώτο μου έρωτά μου
εκείνον που έσφιγγα γλυκά στα άσπρα τα φτερά μου.

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

JOUCE MANSOUR-ΟΛΑ ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ…

Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη
την αγάπη μου σου διηγούμαι
στραγγαλίζω ένα λουλούδι
η φωτιά αργοσβήνει
χωνεμένη από θλίψη.
Μες στον καθρέφτη που η σκιά μου αποκοιμιέται
κατοικούνε πεταλούδες.
Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη
μελετώ το μέλλον στων ετοιμοθάνατων
τα μάτια
την ανάσα μου ανακατώνω με της
κουκουβάγιας το αίμα
και με τους τρελούς μαζί η καρδιά μου
πιλαλάει κρεσέντο.

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

Νίκος Καρούζος-Λένιν και Μαχάτμα

Ξημέρωνε κ'ήτανε κ'οι δυο τους
ασπροντυμένοι
Κελαηδούσε απ'όξω ο τόπος. ((Τα πουλιά))
ψιθύρισε ο Μαχάτμα.
Ο Λένιν χαμογέλασε καλόκαρδα διορθώνοντας
((τα μυδράλια))

Nίκος Καρούζος-Αρνησίκακος

Θα πεθάνω ζητώντας ένα ήλιο
στα μεγάλα χρονικά μυστήρια
κομματιάζοντας τη νύχτα μ'ένα σμήνος από γαλαξίες
αιωρούμενος δίχως τη μητρυιά μας
την αλύγιστη Βαρύτητα
δίχως τα δάκρυα που μας επιβάλλει η Ελλάδα
τούτ'η χώρα που παιδεύει τα δροσερά ελληνόπουλα
κι ανεμίζει τους αμέτρητους γραικύλους

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Μια επιστολή-ποιήμα του Ηλία Πετρόπουλου

Παρίσι,31-10-1996
Αναστασία,
αν με εξώθησες, προχτές, να σου μιλήσω περί Έρωτος
είναι γιατί είσαι ερωτευμένη•
κι αν απέφυγα να απαντήσω είναι γιατί όταν μιλάς
για την Θάλασσα και για την Ζωή και για τον Θάνατο
και για άλλα μεγάλα πράματα και θάματα,
και ιδίως για τον αδάμαστο Έρωτα,
πρέπει, πρώτα, να σκέφτεσαι πολύ και,
μετά, να μετράς τα λόγια σου,
Καταφεύγω σ'αυτήν την επιστολή
επειδή ο Λόγος ο Προφορικός θέλει την μαστοριά του
κι ένα σπινθηροβόλημα και γρηγοράδα,
ενώ η Γραφή έχει άλλο βάρος κι άλλο βάθος
και την εντελώς δική της ομορφιά.
Την φοβάμαι την Γλώσσα γιατί είναι εκδικητική.
Και φοβάμαι τις κούφιες κουβέντες για το Ιερόν Πάθος,
που καταφθάνει απρόσκλητο και σου συντρίβει την ψυχή.
Τον Έρωτα τον υφίστασαι.
Λανθάνουν όσοι διαιρούν τον Έρωτα
σε πνευματικό και σωματικό, καθότι Εν το Πάν.
Περιγράφοντας την καλλονή της Αγαπημένης
ενίοτε ξεπερνάς τα σύνορα της γυμνής ωμότητας
κι αυτό πολλοί το βλέπουν σαν κυνισμό.
Μα,ο Έρωτας παραμένει ο μόνος τρόπος να ελευθερώνεσαι,
αφού στον Έρωτα κρύβεται ο σπόρος της Τρέλας.
θα έδινα όλα τα σκήπτρα κι όλες τις κορόνες
για μισό μουνί-αυτό το είπε ο Μπάφο,
και δεν μου φαίνεται διόλου σκληρός ο στίχος του.
Ελάχιστοι αποκαλύπτουν το απροσπέλαστο Μυστικό.
Είσαι νεότατη και μόνον γεύεσαι τον Έρωτα
(και άριστα πράττεις),
αλλά αργότερα, αργότερα ,πολύ αργότερα
θα νιώσεις και θα καταλάβεις και θα το καταπιείς
πως και ο πλέον ευτυχισμένος Έρωτας φθείρεται
και λιώνει και σβήνει σαν κερί.
Ο Μάριος Χάκκας έγραψε μια τρυφερότατη φράση:
δίνω το ένα μου αρχίδι για δύο μαύρα μάτια
-όμως οι αναγνώστες δεν διακρίνουν εύκολα
τον ρομαντισμό που καλύπτει ορισμένα δείνα λόγια.
Ο συγγραφέας προβάλλει σαν το πρώτο θύμα των βιβλίων του.
Το σεξ δεν σε κάνει να κλάψεις.
Τα αισθήματα είναι που σε οδηγούν στην Αυτοκτονία.
Έρωτας με Αγάπη, Έρωτας από Αγάπη.
Αλίμονο στον άντρα που προσεγγίζει
την Γυναίκα με την Σκέψη, και, αλίμονο στον άντρα
που νομίζει πως η Γυναίκα φανερώνει αυτό που είναι.
Πεθαίνουμε δίχως νάχουμε γίνει σοφότεροι,
αλλά, τουλάχιστον, μαθαίνουμε(όσοι το μαθαίνουμε)
πως κανένας Έρωτας δεν χάνεται.
Oι παλιοί Έρωτες, οι αληθινά Αγαπημένες μας,
κυμαίνονται στην ομίχλη, όλο χαμογελώντας γλυκά,
και γλιστράνε σιωπηλές στα όνειρα μας και νεύουν,
κάνοντας με τα δάχτυλα ακατάληπτα σινιάλα,
ώσπου να ξυπνήσουμε αλαφιασμένοι.
Οι αξέχαστες Αγαπημένες μένουν παντοτινά δικιές μας.
Ένας Έρωτας διατηρεί την ομορφιά του, την αίγλη του,
έστω και σωριασμένος σε ερείπια,
Τα όρια του μεγάλου Έρωτα δεν διακρίνονται.
Από κάθε μεγάλον Έρωτα κρατάμε μια χρυσόσκονη.
Σαν πουλί διαβαίνει ο μεγάλος Έρωτας
και, κάποτε, σ'αφήνει μπρος στο ανοιχτό μνήμα,
γιατί ο Χωρισμός σφραγίζει με σημάδι το κούτελο
γιατί ο Χωρισμός καταφθάνει σαν λέπρα και σαν χολέρα
-όμως δεν πρέπει να καταριέσαι Αυτήν που Έφυγε.
Ο ερωτευμένος άντρας είναι τιμημένος άνθρωπος και περίλαμπρος και ένδοξος
και δεν του μένει παρά να μασεί μια-μια τις Αναμνήσεις,
και να τις διαφυλάξει σαν λίθους πολύτιμους.
Μες στα συντρίμμια του παλιού Έρωτα
λαμπυρίζουν τα Αισθήματα σαν διαμάντια αληθινά.
Ό,τι εγγράφεται στην μνήμη του άντρα
είναι η Μορφή της Γυναίκας που κάποτε αγάπησε.
Στον Έρωτα το ηδονικότερο συμβαίνει οριζοντίως,
αλλά το ουσιαστικότερο παίζεται πιο ψηλά από το κρεβάτι
-έτσι, κανείς άντρας δεν ξέρει γιατί είναι ερωτευμένος
μ'Αυτή την συγκεκριμένη Γυναίκα.
Όποιος χάνεται μέσα στον ερωτικό λαβύρινθο
μόνον δι'αναλήψεως θα σωθεί,
εφόσον, όμως, σεβαστεί και κρύψει την καρδιά του
τα Αισθήματα που του χάρισε η φευγάτη Αγαπημένη.
Κάτι τέτιο εννοούσε ο ζωγράφος Νικόλαος Γύζης
όταν είπε: εγήρασα ονειρευόμενος.
μάτια μου, σε φιλώ
Ηλίας
Ηλίας Πετρόπουλος, Η Ιστορία της Καπότας,Εκδόσεις Νεφέλη σελ 314-315