Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

ΤΕΟΣ ΡΟΜΒΟΣ-ΥΠΟΧΘΟΝΙΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ UNDERGROUND ΤΥΠΟΣ 2


πριν από μένα. Που τον θαύμαζα γιατί με ένα χέρι έκανε πράγματα που δεν μπορούσε να τα κάνει άλλος ακόμη και με τα δύο χέρια. Που σχεδίαζε με κάρβουνο και μολύβια, που δούλευε με λαδομπογιές και ζωγράφιζε θεϊκά. Που με προστάτευε όταν χρειαζόταν (και δεν ήταν λίγες οι φορές) και  που οι δάσκαλοι στο σχολείο που ακολουθούσα μετά από κείνον είχαν να λένε για τα ταλέντα του. Η Άννα ήταν η ομορφότερη κοπέλα της γειτονιάς μας, μεγάλο ταλέντο κι εκείνη στη ζωγραφική με μαλλιά ξανθά, κοντοκουρεμένα αλά γκαρσόν, ένα πανέμορφο αγοροκόριτσο. Η μητέρα της δούλευε σε καμπαρέ της πλατείας Συντάγματος και ο πατέρας της μουσικός στο ίδιο μαγαζί. Κάποια νύχτα ο αδελφός μου, μετά από φασαρία με τους γονείς μας, εξαφανίστηκε. Πήγε με την Άννα. Έλειψε πάνω από μήνα. Μια μέρα που έλειπαν οι γονείς, ήρθαν στο σπίτι και κλείστηκαν σ’ ένα δωμάτιο οι δυο τους. Εγώ μαζί με 2-3 συμμαθητές μου στήσαμε αυτί για να ακούσουμε τι λέγανε και τι κάνουν. Κι αργότερα που έφυγαν μαζί με την Άννα  για το Λόφο του Φιλοπάππου τους πήραμε από πίσω να δούμε τι θα κάνουν, -κάτι μας έλεγε ότι θα γίνει κάτι συγκλονιστικό και δεν έπρεπε να το χάσουμε. Και πράγματι, τους είδαμε να φιλιούνται και να χαϊδεύονται σ’ ένα βράχο κάτω από την Ακρόπολη και μείς, δεκάχρονοι πιτσιρίκοι, παρακολουθούσαμε με κομμένη την ανάσα.
Τους πιάσανε κάποιο ξημέρωμα να κλέβουνε μπουκάλια γάλα που άφηνε ο γαλατάς στις εξώπορτες. Τους πήγαν στα κρατητήρια της Ασφάλειας του 13ου αστυνομικού τμήματος. Θέλανε να τους πάνε αυτόφωρο για να δικαστούν με το νόμο 4000 περί «Τεντιμποϊσμού» που μόλις είχε ψηφιστεί από την κυβέρνηση του Καραμανλή. Κάποιος ειδοποίησε τον πατέρα μας που έτρεχε και δεν έφτανε. Τελικά τους αφήσανε ελεύθερους και έτσι γλίτωσαν την απίστευτη βαρβαρότητα του κουρέματος με την ψιλή μηχανή, το κόψιμο των γυρισμένων ρεβέρ του μπλουτζίν και τη διαπόμπευση στους δρόμους της Αθήνας, με χειροπέδες και κρεμασμένη στο λαιμό την πινακίδα που έγραφε: «Είμαστε τεντιμπόηδες».
Ο Κεν Κέσι, που είχε γίνει γνωστός με το βιβλίο του Στη φωλιά του κούκου και είχε εμπειρίες με χημικά παραισθησιογόνα, διέδιδε το LSD σαν διευρυντικό του εγκεφάλου και σαν μέσο απελευθέρωσης από το συντηρητικό τρόπο ζωής. Ο Τίμοθι Λίρι, που δίδασκε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, έκανε πειράματα μαζί με τους φοιτητές του με όλων των ειδών τα παραισθησιογόνα, βαρβιτουρικά, κοκαΐνη, αμφεταμίνες, διάφορες μορφές κάνναβης, μανιτάρια, ντατούρα, πεγιότλ, ανιχνεύοντας ζώνες του ασυνείδητου που βρίσκονται στο σκοτάδι. Ένα διογκούμενο αντιαυταρχικό κίνημα ακολουθούσε μια πορεία που το διαχώριζε από τις στενότερες επιδιώξεις του αριστερού κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα και στρεφόταν προς μια γενική κριτική της δομής. Η διαφορετικότητα στο χρώμα του δέρματος και στις ερωτικές προτιμήσεις έπαψε να είναι ταμπού σε μια κοινωνία νέων που χαρακτηριζόταν πλέον ανοιχτή και ανεκτική.

Οι μπιτ λογοτέχνες κήρυσσαν την προσωπική απελευθέρωση, τον εξαγνισμό και τη φώτιση μέσω μιας διευρυνόμενης αισθητηριακής συνειδητότητας που προέρχεται από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, το άκουσμα της τζαζ και το άφημα στο ρυθμό, στο μπιτ, στον αυτοσχεδιασμό της ξέφρενης τζαζ, τον ελεύθερο έρωτα, το βουδιστικό Ζεν.
Τα χρόνια του ’60, οι νέοι της Δύσης διαβάζουν και γαλουχούνται σε αντιεξουσιαστικές, ελευθεριακές κι αναρχικές ιδέες κι αναζητούν την ελευθερία σε συμπεριφορές που χαρακτηρίζονταν ως τότε αντικοινωνικές. Δημιουργώντας κοινόβια ζουν ομαδικά μέσα και έξω από τις πόλεις. Γεννιούνται κινήματα ενάντια στην εργασία και στη λογική «ζω και εργάζομαι για να καταναλώνω». Σε συζητήσεις, σε κείμενα, σε κόμιξ, παντού ο homo consumus περιγράφεται ως το πλέον ανεγκέφαλο ον του πλανήτη. Ο χιπισμός, το φοιτητικό κίνημα και οι γίπις στρέφονται κατά των υλιστικών στόχων των σύγχρονων βιομηχανικών κοινωνιών, τόσο των κομμουνιστικών όσο και των καπιταλιστικών. Στη Βρετανία η ποπ μουσική και τα συγκροτήματα της ροκ ξεσηκώνουν τη νεολαία. Στο Λονδίνο ο Ντέιβιντ Κούπερ, που είχε προαναγγείλει Το τέλος της Οικογένειας με το ομώνυμο βιβλίο του, οργανώνει με τον Ρόναλντ Λενγκ και τον Άαρον Έστερσον τις επαναστατικές αντιψυχιατρικές κοινότητες, τόπους υποδοχής διαγνωσμένα σχιζοφρενών για να τους συντροφεύουν στο εσωτερικό τους ταξίδι, κοινότητες όπου ψυχίατροι και ψυχιατριζόμενοι ζουν μαζί σαν μεγάλη οικογένεια. Νέοι άνθρωποι, σε διάφορα μέρη πάνω στον πλανήτη, δημιουργούν ένα διαφορετικό πολιτισμό με ουτοπικές κοινότητες: στη Δανία, στο Βερολίνο, στο Άμστερνταμ, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στην Καλιφόρνια, παίρνουν μέρος στο κίνημα καταλήψεων παλιών ακατοίκητων κτιρίων, οργανώνουν κοινόβια, αντιαυταρχικά σχολεία, ιδρύουν εκδοτικούς φορείς, εφημερίδες, περιοδικά.
Ό,τι δε λεγότανε ή δε δημοσιευότανε στα ΜΜΕ τώρα μπορεί να εκφραστεί δημόσια, ανεμπόδιστα, γιατί τώρα εκπληρώνεται η ανάγκη για μια εναλλακτική έκφραση. Υπάρχει πια ένας απίστευτος πλουραλισμός αντεργκράουντ εντύπων. Και μέσα από τους καινούριους δαιδάλους ανάγνωσης και προβληματισμού προκύπτει μια νέα αντίληψη για την επανάσταση και για τους δρόμους που πορεύονται στην εναλλακτική κουλτούρα, όπου συχνά εμπλέκονται στοιχεία μυστικισμού, νεοβουδισμού, τολστοϊκού χριστιανισμού και η ιδέα της παθητικής αντίστασης του Γκάντι. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ασπάστηκαν τις ιδέες του Τολστόι και του Γκάντι, πίστεψαν ότι πρέπει να προηγηθεί μια εσωτερική ηθική αλλαγή και επεδίωξαν την επανάσταση δια μέσου της εξέλιξης της προσωπικότητας και της αλλαγής της συμπεριφοράς. Έτσι άρχισαν τα «ταξίδια μάθησης» Αμερικανών στην Ευρώπη και Ευρωαμερικανών στις Ινδίες.
Όταν το 1963 κλείνει το παρισινό Beat Hotel, ένα βρώμικο και φτηνιάρικο ξενοδοχείο στην Αριστερή όχθη, οι μπιτ ένοικοί του αποχωρούν μαζικά από το Παρίσι και κατευθύνονται στην Αθήνα και στην Ύδρα. Φεύγουν για την Ελλάδα ο Χάρολντ Νορς, ο Σίνκλερ Μπέιλις, ο Γκρέγκορι Κόρσο, μαζί τους φεύγει και ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, που κάνει πρώτο σταθμό στην Αθήνα για να συναντήσει παλιούς φίλους, το Σπύρο Μεϊμάρη, την Άμυ Μιμς, σύντροφο του Μίνου Αργυράκη, τον Νταν Ρίχτερ κ.α.

Έγραφε τότε ο Γκίνσμπεργκ:
«Θα ήθελα όσο τίποτ’ άλλο στον κόσμο να πλάγιαζα με τον Ρεμπό!
Θα ήθελα επίσης να μιλήσω με τον Σεζάν,
να συναντήσω σε ένα καφέ τον Γκόγκολ και να κουβεντιάσουμε για τη στιγμή που πέρασε στο θρησκευτικό φανατισμό -όταν ο Θεός του εμήνυσε να κάψει όσα χειρόγραφα του είχαν απομείνει.
Με τον Μποντλέρ θα ήθελα να αποκτήσω κάποια οικειότητα λίγο πριν καταντήσει αλκοολικός.
Με τον Καβάφη να καθίσουμε σε ένα καφέ και να μιλήσουμε με τις ώρες για τα νεανικά κορμιά…»
Τον ίδιο καιρό, στα χνάρια του Ρεμπό και του Γκωγκέν, ταξιδεύουν πολλοί  νεαροί Αμερικάνοι προς την Ευρώπη, Λονδίνο, Άμστερνταμ, στο Παρίσι, στην Ιταλία, στην Ταγγέρη, στην Αθήνα και στα νησιά του Αιγαίου, στην Κρήτη, στην Ύδρα. Στην Αθήνα υπάρχει, ζει, κινείται κι αναπνέει μια παράλληλη κοινωνία από μπίτνικς, χίπις, μια κοινωνία νέων Αμερικάνων που βλέπουν τον πόλεμο του Βιετνάμ να τους πλησιάζει και δε θέλουν να πάνε στο στρατό.
Συνήθως ζουν στις παρυφές της Ακρόπολης, στα Αναφιώτικα και στην Πλάκα, για να νιώθουν τους αρχαίους κραδασμούς ή στον περιφερειακό του Λυκαβηττού για να βλέπουν και να γεύονται την Ακρόπολη.
Συχνάζουν νύχτα και μέρα στο γαλατάδικο της Κυδαθηναίων και στου Παπασπύρου στην πλατεία Συντάγματος, δίπλα στην American Express, το μεγάλο σημείο συναντήσεων με τα εκατοντάδες καρφιτσωμένα μηνύματα από κάποιους που ήρθαν, κάποιους που φεύγουν, άλλους που ψάχνουν μέσο για να πάνε στην Ινδία και άλλους που ψάχνουν φίλους που βρίσκονται καθ’ οδόν.
Magic Bus ονομάζονταν τα ιδιωτικά λεωφορεία που έκαναν το Δρόμο των Χίπις,  τη δεκαετία του ’60 αλλά και του ’70, όταν χιλιάδες χίπις ταξιδεύουν οδικώς από την Ευρώπη για Ινδία και Νεπάλ με το πιο φτηνό μέσο. Οι διαδρομές του Μάτζικ μπας ξεκίναγαν από το Λονδίνο ή το Άμστερνταμ, αλλά και από την Αθήνα. Όλα σχεδόν τα δρομολόγια περνούσαν από Κωνσταντινούπολη, όπου και χωρίζονταν οι διαδρομές. Η συνήθης βόρεια διαδρομή πέρναγε από την Τεχεράνη, τη Χεράτ, την Καμπούλ, την Πεσαβάρ και τη Λαχώρη. Μια εναλλακτική διαδρομή ήταν από Τουρκία μέσω Συρίας, Ιορδανίας, Ιράκ, Ιράν και Πακιστάν.
Στο μεγαλύτερό τους μέρος οι ταξιδιώτες ήταν Δυτικοευρωπαίοι, Βορειοαμερικανικοί, Αυστραλοί και Ιάπωνες. Πληροφορίες και εμπειρίες ανταλλάσσονταν καθ’ οδόν, στα ξενοδοχεία και στους ξενώνες που διανυκτέρευαν κατά τη διαδρομή, εκείνοι που γύρναγαν από Ινδίες εξηγούσαν σε όσους πήγαιναν. Τόποι συνάντησης ήταν το Pudding Shop στην Κωνσταντινούπολη, στου Sigi’s στην Chicken Street στην  Καμπούλ και το Amir Kabir στην Τεχεράνη. Οι περισσότεροι ταξιδιώτες κουβαλούσαν μόνο ένα σακίδιο, νέοι στην πλειοψηφία, αλλά πάντα υπήρχαν και κάποιοι μεγάλοι σε ηλικία που έπαιρναν το Δρόμο των Χίπις. Η καλύτερη διαδρομή πέρναγε μέσω Ιράν στο Αφγανιστάν, όπου κανείς αγόραζε εξαιρετικής ποιότητας χασίς και σε πολύ χαμηλή τιμή.
Όλοι οι ταξιδιώτες έπρεπε να διασχίσουν τα σύνορα Πακιστάν–Ινδίας στη Ganda Singh Wala για να πάνε στο Δελχί ή στη Μπεναρές, στη Γκόα, στο Κατμαντού και στην Μπανγκόκ που ήταν και οι συνήθεις προορισμοί. Στο Κατμαντού υπάρχει ακόμη και σήμερα η Jochen Tole, ο Δρόμος των Φρικιών, προς τιμήν των εκατοντάδων χιλιάδων χίπις που τον έχουν περάσει…
Το 1963 ήταν μια πολύ περίεργη χρονιά. Ενώ οι Beatles μεσουρανούσαν σε όλο τον κόσμο, στην Ελλάδα γεννιούνται τα πρώτα ποπ συγκροτήματα. Στην αρχή εμφανίστηκαν οι Φόρμιγξ του Βαγγέλη Παπαθανασίου και ακολούθησαν οι Τζούνιορς με το Θάνο Σουγιούλ που έμελλε να σκοτωθεί δύο χρόνια αργότερα σε τροχαίο.

Ο Γρηγόρης Λαμπράκης, σύμβολο για τους ειρηνιστές στην Ελλάδα, σε ένα μυστικό σχέδιο εξόντωσής του από τον πυρήνα της εξουσίας, τραυματίζεται θανάσιμα στη Θεσσαλονίκη από παρακρατικούς με σιδερολοστό στο κεφάλι. Ο σκηνοθέτης Δήμος Θέος γυρίζει το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ 100 ώρες του Μάη, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου συρρέουν στην κηδεία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Εκεί θα ακουστεί για πρώτη φορά το σύνθημα «κάθε νέος και Λαμπράκης». Το σύνθημα έγινε κίνημα και οι Λαμπράκηδες ξεπέρασαν τις 400 χιλιάδες εγγραφές μελών μέσα στο καλοκαίρι.
Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, 1963, στο Ντάλας των ΗΠΑ δολοφονείται ο πρόεδρος της Αμερικής Τζων Κένεντι.
Την ίδια εποχή εκδίδεται στην Αθήνα το ρηξικέλευθο περιοδικό ΠΑΛΙ, που δηλώνει «εχθρικό προς κάθε είδους συντήρηση»…
Στα έξι τεύχη του περιοδικού ΠΑΛΙ που κυκλοφόρησαν από το Φεβρουάριο του 1964 μέχρι το Δεκέμβρη του 1966 περιέχονται κείμενα των Παλινιστών: Μαντώς Αραβαντινού, Νάνου Βαλαωρίτη, Τάσου Δενέγρη, Νίκου Εγγονόπουλου, Ανδρέα Εμπειρίκου, Νικόλαου Κάλα, Παναγιώτη Κουτρουμπούση, Γιώργου Μακρή, Σπύρου Μεϊμάρη, Εύας Μυλωνά, Σωτήρη Παπαπολίτη, Τάκη Παπατσώνη, Δημήτρη Πουλικάκου, Αλέξανδρου Πωπ, Δημήτρη Ρικάκη, Γιώργου Σεφέρη, Αλέξανδρου Σχινά, Κώστα Ταχτσή, Γιάννη Τσαρούχη, Λεωνίδα Χρηστάκη, και σχέδια των ζωγράφων: Αλέξη Ακριθάκη, Μίνου Αργυράκη, Γιάννη Γαΐτη, Νίκου Εγγονόπουλου, Μιχάλη Μακρουλάκη, Γιάννη Μιγάδη και Αλέκου Φασιανού. Και τον μόνο που άφησαν απ’ έξω και απλώς τον αναφέρανε ήταν ο σπουδαίος ποιητής Μιχάλης Κατσαρός.
Ο Δημήτρης Πουλικάκος μιλώντας για την έκδοση του περιοδικού ΠΑΛΙ έχει πει: «Στα μέσα του 1962, με τον Παναγιώτη Κουτρουμπούση, αποφασίσαμε να κοιτάξουμε να βγάλουμε ένα περιοδικό. Αργότερα προς το φθινόπωρο το είπαμε και στο Λεωνίδα Χρηστάκη που πρότεινε να μας φέρει σ’ επαφή με τον Νάνο Βαλαωρίτη. Έτσι γνωρίσαμε τον Νάνο που μας είπε ότι κι αυτός χρόνια τώρα ήθελε να βγάλει ένα τέτοιο έντυπο. Σιγά σιγά σχηματίστηκε μια επιτροπή από τους Νάνο Βαλαωρίτη, Γιώργο Μακρή, Τάσο Δενέγρη, Μαντώ Αραβαντινού, Παναγιώτη Κουτρουμπούση κι εμένα, που με τη βοήθεια και του Ανδρέα Εμπειρίκου, του Κώστα Ταχτσή και του Λεωνίδα Χρηστάκη, βγάλαμε το πρώτο τεύχος, αρχές του ’64.
Σ’ αυτό, τον πρόλογο μάς έγραψε ο Μακρής. Μετά, σκορπίσαμε με διάφορα ταξίδια και τα υπόλοιπα τεύχη τα δούλεψε ο Νάνος περισσότερο, εκτός από το 4 που το ’βγαλε ο Ταχτσής. Το ’67 βέβαια σταματήσαμε όπως όλοι μας».

Και ο Πάνος Κουτρουμπούσης θυμάται: «Το ΠΑΛΙ βγήκε το χειμώνα του 1963-64. Πριν ένα χρόνο περίπου είχαμε κάνει με τον Δημήτρη Πουλικάκο ένα «συμβάν» με γενικό τίτλο «Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς ή Δοκιμαστικοί Σωλήνες» στο Κέντρο Συμπόσιον που είχε ανοίξει ο Γιώργος Μπουκουβάλας στην Πλάκα, όπου εκδηλωθήκαμε εν λευκώ, και μετά παρόλο που πολλοί είχαν αηδιάσει απ’ αυτή την εκδήλωση και μας γλωσσοτρώγανε, εμάς μας πήραν τα μυαλά αέρα και σκεφτόμασταν πώς να σκαρώσουμε κάνα περιοδικό για να «συνεχίσουμε τον αγώνα». Αλλά ενώ γυρίζαμε με πολλά βιβλία στις τσέπες των αμερικάνικων στρατιωτικών σακακιών μας, δεν καταφέρναμε τίποτα, κυρίως επειδή λείπαν τα λεφτά. Μετά εγώ έφυγα για κάμποσους μήνες αλλά ο Πουλικάκος γνώρισε τον Νάνο τον Βαλαωρίτη, του ανέφερε τους κρυφούς μας πόθους (για περιοδικό δηλαδή) και αυτομάτως αλληλο-ενθουσιασθήκανε ανανεωμένοι γιατί και ο Νάνος τέτοιους πόθους έτρεφε. Ο Δημήτρης με ειδοποίησε στο poste-restante στο Παρίσι κι έτρεξα κι εγώ πίσω στην Αθήνα σαν τρελός μπας και μείνω έξω απ’ τη φτιάξη σαν τις μωρές παρθένες. Εδώ, μαζί μ’ εμάς τους τρεις γίνονται κι άλλοι μέλη του «σκληρού πυρήνα». Ο Γιώργος ο Μακρής – που κι αυτός γύριζε πάντα μ’ ένα βιβλίο στην τσέπη με τα περιθώρια κάθε σελίδας γεμάτα σημειώσεις του -, ο Κώστας Ταχτσής, ο Τάσος Δενέγρης, ο Αντρέας Εμπειρίκος. Τρεις – τέσσερεις βάλαν από λίγα λεφτά και μαζευόμαστε όλοι, λίγο στο ημιυπόγειο του Δημήτρη, λίγο στο σπίτι του Νάνου, και το περιοδικό παίρνει οριστική μορφή. Εμείς συνεχίζαμε απτόητοι να βγάζουμε τα τεύχη σε αραιά διαστήματα. Σε λίγο το κύριο βάρος της δουλειάς έπεσε στον Βαλαωρίτη, με τους περισσότερους από μας πάντα κοντά, μέχρι το τέλος του 1966. Τους πρώτους μήνες του 1967 ο Νάνος κι εγώ – που έτυχε να είμαστε οι μόνοι παρόντες εκείνο το διάστημα –αρχίσαμε να σκεφτόμαστε για ένα καινούργιο τεύχος, το νούμερο 7, που θα είχε σαν κεντρικό θέμα το Αλλόκοτο (δηλαδή παραψυχικά, μεταφυσικά, εξωγήινα, κ.τ.λ.) κι εγώ θα αναλάμβανα το βάρος του όλου τεύχους. Πριν όμως προφτάσουμε να αρχίσουμε πραγματοποίησαν τους κρυφούς τους πόθους οι συνταγματάρχες και καθώς αυτονών οι πόθοι ήταν πολύ διαφορετικοί από τους δικούς μας, το κλείσαμε το μαγαζί και άλλοι φύγανε για άλλες χώρες, άλλοι μπλέξαν σε άλλες ασχολίες. Ένας μας μάλιστα, τόσο αηδίασε απ’ την θλιβερή μορφή που πήρε η ζωή στην Ελλάδα, που πήδηξε από μια ταράτσα»…
Η Άμυ Μιμς, σύντροφος του Μίνου Αργυράκη, πήγε μια μέρα το φίλο της Άλεν Γκίνσμπεργκ σ’ ένα λαϊκό μαγαζί με τζουκ-μποξ στο Πέραμα κι εκεί ο Γκίνσμπεργκ έγραψε το Seabattle of Salamis Took Place off Perama. Το ποίημα αυτό δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 1965 στο πρώτο τεύχος του Residu που εξέδωσε ο αμερικανός ηθοποιός και ποιητής Ντάνιελ Ρίχτερ, που έμενε στη Νεάπολη. Το αγγλόφωνο περιοδικό Residu περιλάμβανε εικόνες, ποιήματα και κείμενα των μπιτ που πέρασαν ή ζούσαν στην Αθήνα: Χάρολντ Νορς, Άλεν Γκίνσμπεργκ, Τζορτζ Άντριους που ήταν έγκλειστος στις φυλακές της Ταγγέρης, Τσαρλς Χένρι Φορντ, από τους τελευταίους σουρεαλιστές, φίλος του Νορς έφτιαχνε κολάζ ποιήματα, Φίλιπ Λαμάντια, Ρον Ζιμάρντι, Νάνος Βαλαωρίτης και η γυναίκα του Μέρι Ουίλσον που ζωγράφιζε Μαντάλες, Ντάνιελ Ρίχτερ, Έλλη Συναδινού: Remebrance from Syros, Κέι Τζόνσον: From “LSD-748″, Σέλντον Κολστ:  Notes on the Use of Hashish.
Ο Μίνως Αργυράκης με την Άμυ Μιμς, τον Τσαρούχη και τον Ευγένιο Σπαθάρη, δημιούργησαν το 1966 στην Πλάκα, την Κιβωτό της Άμυ, ένα χώρο καλλιτεχνικού πειραματισμού που απέπνεε έναν απόλυτο αέρα ελευθερίας και όπου γίνονταν διάφορα απρόοπτα με λόγο, μουσική και χορό. Ήμουν πολύ νέος τότε και τυχαία ανακάλυψα τον πρωτοποριακό αυτό χώρο ο οποίος με γοήτευσε.
Η χούντα έκλεισε την Κιβωτό της Άμυ, γιατί δεν είχε άδεια «μετά μουσικών οργάνων», και ο Αργυράκης με την Άμυ έφυγαν εκτός Ελλάδας, με πρώτο σταθμό την Ισπανία, κατόπιν στο Λονδίνο και τέλος στην Κοπεγχάγη, όπου και έζησαν μέχρι το 1974 φιλοξενούμενοι του γλύπτη Τάκη. Στην Κοπεγχάγη ο Αργυράκης εξέδωσε μετά την Οδό Ονείρων, ένα δεύτερο σατιρικό λεύκωμα με σκίτσα και κείμενα υπό τον τίτλο Η πολιτεία έπλεε εις την Μελανόλευκον.

Ο Πάνος Κουτρουμπούσης λέει γι’ αυτή την εποχή: «Κάτι πρέπει να έμεινε από τα ’60s, όχι μόνο σε μας που τα ζήσαμε, αλλά γενικά στον κόσμο. Όσα τρελά έγιναν όμως, το σύστημα βρήκε ευκαιρία να τα κοροϊδέψει και να πει «τι ξεφτίλα ήταν αυτή», κι έτσι τα καλά τους σημεία έσβησαν. Στα μυαλά μένει η αντίσταση, η προσπάθεια για καλυτέρευση της φύσης και των ανθρώπων. Τα ναρκωτικά ήταν αυτά που τα χάλασαν όλα. Πολλοί πέρασαν σε αυτά και στον χιπισμό και έτσι βρήκαν ευκαιρία να τους αγοράσουν, να γίνουν έμποροι. Άρχισαν έτσι να ξεφτίζουν και να διαλύονται οι παρέες, πολλοί έφυγαν έξω. Τα πρώτα πέντε χρόνια ήταν όλα καλά, αλητείες με παρέες, rock ’n’ roll, άντε και καμιά μαριχουάνα, μετά όμως το ’65, που αρχίζουν οι πολιτικές ανωμαλίες και φτάνουμε στο τέρμα, διαλύθηκαν όλα. Πέφτει ένα γκριζάρισμα, άρχισαν τα κυνηγητά. Τις παρέες μου και μένα δεν μας κυνηγούσε κανείς, αλλά το ’67 έφυγα έξω και κάπου εκεί ήταν το τέλος για τα ελληνικά ’60s».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου