Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

Joseph Rudyard Kipling-If

If you can keep your head when all about you
Are losing theirs and blaming it on you,
If you can trust yourself when all men doubt you
But make allowance for their doubting too,
If you can wait and not be tired by waiting,
Or being lied about, don't deal in lies,
Or being hated, don't give way to hating,
And yet don't look too good, nor talk too wise:

If you can dream—and not make dreams your master,
If you can think—and not make thoughts your aim;
If you can meet with Triumph and Disaster
And treat those two impostors just the same;
If you can bear to hear the truth you've spoken
Twisted by knaves to make a trap for fools,
Or watch the things you gave your life to, broken,
And stoop and build 'em up with worn-out tools:

If you can make one heap of all your winnings
And risk it all on one turn of pitch-and-toss,
And lose, and start again at your beginnings
And never breath a word about your loss;
If you can force your heart and nerve and sinew
To serve your turn long after they are gone,
And so hold on when there is nothing in you
Except the Will which says to them: "Hold on!"

If you can talk with crowds and keep your virtue,
Or walk with kings—nor lose the common touch,
If neither foes nor loving friends can hurt you;
If all men count with you, but none too much,
If you can fill the unforgiving minute
With sixty seconds' worth of distance run,
Yours is the Earth and everything that's in it,
And—which is more—you'll be a Man, my son!


Vladimir Vladimirovich Mayakovsky-Ξελασπώστε το μέλλον


Το μέλλον δεν θα ρθει μόνο του,αν εμείς δεν πάρουμε τα μέτρα μας
Άρπαξε το απ’τα’αφτιά,κομσομόλ!
Άρπαξε το απ’την ουρά,πονιέρη!
Ο σοσιαλισμός δεν είναι μια φανταστική πριγκίπισσα
για να την ονειρευόμαστε
Την νύχτα λογάριασε σκέψου σημάδεψε καλά-
Και προχώρησε.
Ο σοσιαλισμός δε βρίσκεται στη γη,
μονάχα μες στον ιδρώτα των εργοστασίων.
Αλλά στο σπιτικό μας,στο τραπέζι,στις σχέσεις
στην οικογένεια, στα ήθη
Αυτός, που όλη τη μέρα
Σαν σε ένα κακογρασσαρισμένο καρότσι γρατζουνάει βρισιές
Αυτός που λιποθυμά όταν αναστενάζει η μπαλαλαικα
Αυτός,δεν έχει φτάσει το μπόι του μέλλοντος.
Στο μέτωπο δουλεύουν τα μυδράλλια,
Δε βρίσκεται μονάχα εκεί ο πόλεμος
Η πίεση της φαμίλιας,του σπιτικού δεν είναι για μας μικρότερη απειλή.
Όποιος δεν αντιστέκεται στην οικογενειακή δέσμευση
Και κοιμάται στην καλοζωία
των χάρτινων τριαντάφυλλων αυτός εκεί δεν έχει φτάσει το μπόι
Της δυνατής ζωής που έρχεται.
Σαν μια γούνα το ίδιο και ο καιρός κατατρώγεται
Από καθημερίνους σκόρους
Το ρούχο των σκονισμένων ημερών μας
Σε σένα να το τινάξεις κομσομόλ.

Charles Bukowski-Trashcan Lives

The wind blows hard tonight
and it's a cold wind
and i think about,
the boys on the row.
I hope some of them have a bottle
of red.
it's when you're on the row
that you notice that 
everything
is owned
and that there locks on
everything.
this is the way a democracy 
works:
you get  what you can,
try to keep that
and add it
if possible.
this is the way a dictatorship 
works too
only their either enslave or
destroy their
derelicts.
we just forget ours.
in either case 
it's a hard 
cold 
wind.






Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Τάσος Πορφύρης-Και συ Ποίηση


Γιάννης Ρίτσος-Βρες χρόνο

Βρες χρόνο για δουλειά -
αυτό είναι το τίμημα της επιτυχίας.
Βρες χρόνο για σκέψη -
αυτό είναι η πηγή της δύναμης.
Βρες χρόνο για παιχνίδι -
αυτό είναι το μυστικό της αιώνιας νιότης.
Βρες χρόνο για διάβασμα -
αυτό είναι το θεμέλιο της γνώσης.
Βρες χρόνο να είσαι φιλικός -
αυτό είναι ο δρόμος προς την ευτυχία.
Βρες χρόνο για όνειρα -
αυτά θα τραβήξουν το όχημά σου ως τ' αστέρια.
Βρες χρόνο ν' αγαπάς και ν' αγαπιέσαι -
αυτό είναι το προνόμιο των Θεών.
Βρες χρόνο να κοιτάς ολόγυρα σου -
είναι πολύ σύντομη η μέρα για να 'σαι εγωιστής.
Βρες χρόνο να γελάς -
αυτό είναι η μουσική της ψυχής.
Βρες χρόνο να είσαι παιδί -
για να νοιώθεις αυθεντικά ανθρώπινος.
Τ όνειρο του παιδιού είναι η Ειρήνη. 
Τ' όνειρο της μάνας είναι η Ειρήνη.
τα λόγια της αγάπης κάτω από τα δέντρα είναι η Ειρήνη....
Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα 
κι ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος για τον Αντρέ Μπρετόν


Ο Ανδρέας Μπρετόν Ασύγκριτο πουλί της οικουμένης στέκεις σαν κρύσταλλο στην κορυφή των υψηλών Ιμαλαΐων με στιλβηδόν και με σθένος και με πάθος καταμεσίς στον βράχο της σποριάς σου!
Ηρωικό πουλί της οικουμένης που μοιάζεις σαν αρχάγγελος και λέων δεν ταξινόμησες ποτέ καμμιά φενάκη, μα την φω­νή σου σήκωσες στην γαλανήν αιθρία!
Φανατικό πουλί της οικουμένης γερό στην πάλη και πολύκαρπο στην σημασία όρθιο μες στα φτερά σου ανοιγο­κλείνεις πάντα με βεβαιότητα το μάτι!

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Mίλτος Σαχτούρης-Δεν είναι ο Οιδίποδας

Ένας μεγάλος ουρανὸς γεμάτος χελιδόνια
τεράστιες αίθουσες δωρικὲς κολώνες
τα πεινασμένα τα φαντάσματα
καθισμένα σε καρέκλες στις γωνιὲς
να κλαίνε
τα δωμάτια με τα νεκρὰ πουλιὰ
ο Αίγιστος το δίχτυ ο Κώστας
ο Κώστας ο ψαρὰς ο πονεμένος
ένα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα που ανεμίζουνε
νεράντζια σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα
και μπαίνουν μέσα
ο Κώστας σκοτωμένος
ο Oρέστης σκοτωμένος
ο Ἀλέξης σκοτωμένος
σπάνε τις αλυσίδες στα παράθυρα
και μπαίνουν μέσα
ο Κώστας ο Ορέστης ο Αλέξης
άλλοι γυρίζουνε στους δρόμους από το πανηγύρι
με φώτα με σημαίες με δέντρα
φωνάζουν τη Μαρία να κατέβει κάτω
φωνάζουν τη Μαρία να κατέβει από τον Ουρανό
τ᾿ άλογα τ᾿ Άχιλλέα πετούν στον ουρανό
βολίδες συνοδεύουνε το πέταμά τους
ο ήλιος κατρακυλάει απὸ λόφο σε λόφο
και το φεγγάρι είναι ένα πράσινο φανάρι
γεμάτο οινόπνευμα
τότε νυχτώνει η σιωπὴ τους δρόμους
και βγαίνει ο τυφλός με το μπαστούνι του
παιδιὰ τον ακλουθάνε στις μύτες των ποδιών
δεν είναι ο Οιδίποδας
είναι ο Ηλίας της λαχαναγοράς
παίζει μιαν εξαντλητικὴ θανάσιμη φλογέρα
είναι ο νεκρὸς Ηλίας της λαχαναγοράς

Mίλτος Σαχτούρης-Ιούλιος 1999

– Ε, Μάρκο Πόλο
μου φώναξε τότε «ο Χριστός»
άδεια η Φωκίωνος Νέγρη
μονάχα εμείς οι δυὸ
είχαμε μείνει
και τα σκυλιά.

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Κωνσταντίνος Θεοτόκης-Του καρού η ρόδα...

Του κάρου η ρόδα εκεί όπου συχνοτρέξει
της πολιτείας τη ρούγα βαθουλώνει
κι ευτύς ο λάκκος πλημμυρά όταν βρέξει
κι άπασπρη λάσπη το νερό θολώνει.


Κι όταν πάλι στέρνα ο καιρός ξεφέξει
κι αποβροχάρης των σπιτιών χρυσώνει
τη στέγη ο ήλιος,έρχεται να παίξει
η αχτίδα στο λιμνί και σε θαμπώνει.


Κι αντιφωτά στο βούρκο ο δρόμος όλος,
τα χτίρια τα ψηλά,ο γαλάζιος θόλος,
τα γνέφη ροδοκόκκινα και βάθος


άμετρο βλέπεις μες στη γη-θε ναναι
περίσσιες οι ψυχές που όμοια,πλανάνε
μα κι άλλες μαύρες κι άγριες απ΄το πλήθος







Γιάννης Καμπύσης-Αχ! Το τραγούδι το στερνό

Αχ!το τραγούδι το στερνό να μην το ψάλω!
Πάντα μες στη ζωή μας κάτι δε θα πούμε
κι ίσως,οιμένα,τον καημό τον πιο μεγάλο!...
Κι ας μην τον πούμε για να ξανανταμωθούμε...

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Μάτση Χατζηλαζάρου-Μάης Ιούνης Νοέμβρης


Έκτωρ Κακναβάτος-Διήγηση

Ρήγμα στον κρόταφο
Φωνή μου ράτσα υψικάμινου
Η όψη σου όταν ρωτάς
Θαυμαστικό από χαρτί
Εξόν τα τζιτζίκια
Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο
Η φυλή μου εμένα με το ανέφικτο
Λέγοντας πέτρες
Αναδίπλωση
Απόγονος βραχογραφίας
Διήγηση
Πάρεξ όταν περνούνε άνεμοι
Τροχιά
Sequence
Με τα δισέγγονα των φεγγαριών
Perfecta
Φυτεία μαχαιριών
Χερσόνησος
Περίληψη οδύσσειας
Ετούτος και ο άλλος δρόμος
Ασώματος του δέκατου εξιλασμού
Θεός ηλίθιος
Επεισόδιο πηλού
Μέρες του ορθού λόγου
Ανασκαφή
Πάσχιζε να γενεί σειρήτι
Ανάδελτα του Αλφειού

Nικόλαος Κάλας-«Το τριακόσια τριάντα τρία δεν απαντά»

Πλάι στον αριθμό το «οδός Κριεζώτου 2».
Η εν Ισσώ μάχη!
«Δεσποινίς Πυθία δοκιμάσετε πάλι».
«Νικήτα Ράντο, δεν μ’ ακούς;
το τριάντα τρία η πρώτη σου ποιητική δοκιμασία»
το Είκοσι δύο επέστρεψαν οι Έλληνες απ’ την Μικράν Ασία.
Επέστρεφε ώ Ιστορία!
Η Τροία του Ομήρου, η Τροία του ονείρου
τριαδικά συστήματα προϊστορικά, μεταχριστιανικά
υπολογισμένα καβαλιστικά.
«νικήτα Ράντο γιατί δεν απαντάς;»
Τριάντα τρία χρόνια κι ύστερα επέστρεψεν η εν ηχώ μάχη:
«Δεν μ’ αναγνωρίζεις; Είμαι Πλακιώτης Μανχατανάς,
και βροντοφωνούσε μέσα μου
της ταραγμένης σου ψυχής φλογερά οράματα».

Μάρκος Τσιριμώκος-Freud

Ποιος ναμαι;Να με!Που;Κάτω απ΄το σκούφο
το μαγικό,που λεν τα παραμύθια.
Βγάλ'τον!Θα ξεσκεπάσεις τον Ταρτούφο,
που κόλασης φωτιά του καίει τα στήθια,
και τη ντροπή οι ματιές του  τη ντροπιάζουν
την ώρα που μας κάνει από συνήθεια
τον άγιο,και τ'αυτιά μας τα ξιπάζουν
τα λόγια που ορμηνεύει η φρονιμάδα
την άσκημια του άνθρωπου να σκεπάζουν.
Ποιος ναμαι;Να με!Από τη χαραμάδα
που βλέπουμε το Εγώ μας,στ'ονειρό μου
τις αποθυμίες ειδ'αραδ'αράδα

της ψυχής,παλιόγυναικας του δρόμου.

Άγγελος Σημηριώτης-Όταν η βάρκα...

Όταν η βάρκα πλεύρισε στο μώλο να σε βγάλει,
ήλιος μα δε θα πρόσεξες,ο νους μου εμέν'αλλού,
και την καρδιά μου πάτησες πηδώντας στ'ακρογιάλι˙
αγάπη μου,τη θάρεψες για τη πέτρα του γιαλού.

Πονώ μα δε στ'ομολογώ˙θρεφ'η σιωπή τον πόνο
καθώς η γη στα στήθια της το σπόρο το βαθύ...
Έλεα,τραγούδι να τον πω˙χρόνος κυλά στο χρόνο,
και το τραγούδι,που άργησε,τώρα του κάκου ανθεί.

Αλέκος Φωτιάδης-Ο κοιμισμένος έρωτας

-Από τον Πλάτωνα-

Ο Έρωτας κοιμήθηκε στη φυλλώσιά αποκάτω
με μάγουλο ροδόπλαστο σαν ένα μήλο αφράτο.
Σιμώνω...βλέπω κρεμαστά σ'ένα γυρτό κλωνάρι.
τ'ασημωμένα βέλη του καιτο χρυσό δοξάρι.
Κοιμάται,και στον ύπνο του γλυκά χαμογελάει
κι ένα μελίσσι  ολόχρυσο τριγύρω του πετάει
ζητώντας απ'τα χείλη του που ανθίζουνε με χάρη
  το μέλι τους να πάρει

Μένος Φιλήντας-Πόλεμος

Ρίχνει ο ουρανός τ'αστροπελέκια,
τρέμει η έρημο με τα θεριά της˙
κάπου χτυπήθη ένας χωριάτης,
κάπου μια σκεπή με λελέκια.
Βροντάνε οι κεραυνοί του ανθρώπου
αλί στα νιάτα...έρμοι οι ρηγάδες,
μαυροφορέσανε οι μανάδες,
πληθύναν τ'αρφανά του τόπου.

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

Γιάννης Βλαχογιάννης-Το δέντρο της σοφίας

Κάτου από μια κολοκυθιά σα καρυδιά μεγάλη
δροσίζαν τις καυκάλες τους ξυλόσοφοι δασκάλοι
και χαίρονταν τον ίσκιο της,μα και την ακαρπιά
κι αναχάραζαν κι έλεγαν πως δε φοβούνται πια
του Ναστραδή το πάθημα και τη σοφή του σκέψη
απάνου τους ανέλπιστα ναρθεί και ν'αληθέψει.
Κι η άμοιρη κολοκυθιά,σα στριγγλά φτονερή,
που των παιδιών τ'ανάγελα να πνίξει δε μπορεί,
τόσα τρανά αγναντεύοντας σπανά κεφάλια γύρα,
για κολοκύθια τα θαρεί,γενιά δική της στείρα,
και λέει «Γελάτε-κλαύτε με,κολοκυθόπαιδα μου,
που να σας πιάσω δε μπορώ και να σας σπάσω χάμου»

Tάκης Σινόπουλος-Άφθονη μέρα

6.30 π.μ.

Κάπου πιο εδώ στοχάζομαι θάναι τα κόκκινα νησιά.
Ελαμπε τ΄ ακρογιάλι μυτερό. Κανείς δε συμβιβάζονταν
με τις οξύτητες με τα γυμνά με τ΄ απερίσκεπτα χαμόγελα.
Τα πρόσωπα χανόνταν απ΄ τα μάτια μου -
δεν ήμουν σίγουρος - σ΄ ένα σκοτάδι με κοιλότητες.
Ο ήλιος ήρθε μακρύς μακρύς κατάπινε όλο το τοπίο.
Υστερα πνίγηκε χορτάτος στη φωτιά
με μια σπουδαία κίνηση. Τότε μεμιάς κολύμπησα
κι εβρέθηκα γυμνός πάνω στους ώμους της αυγής.

8.30 π.μ.

Ηρεμη λησμονιά. Σίγουρο λίκνισμα στην ύλη
πρώτη φορά ιδωμένη σήμερα σε τόσο φως. Ο δρόμος
αίθριος άνοιγε τη διχάλα του περνούσαν ίσκιοι.
Μετά από τόση ταραχή κόσμος περιστρεφόμενος
γύρω από το νερό. Αρμολογημένη η σάρκα μου
με τα κατάλοιπα της νύχτας και με τ΄ αρχικά
στοιχεία της σύνθεσής μου ισοδυναμεί με 8.30΄.
Αρχίζοντας πάντα τελειώνουμε την ώρα τούτη -
συγκέντρωση και διασπορά ένα νόμισμα με δύο πλευρές.

2.30 π.μ.

Α, προπαντός δροσιά! Και στόχαση μέχρι θανάτου.
Ο θάνατος και το νερό γεννήθηκαν την ίδια μέρα.
Κι εγώ είμαι εδώ για να μιλώ να γίνομαι ορατός.
Τα σώματα που με βασάνισαν λάμπουν εξόριστα έξω.
Μα το δικό μου τόκλεισα στων γεγονότων τη σειρά
και το λησμόνησα. Το βρέχουν όμως τα όνειρα. Και πρέπει
με κάθε τρόπο να κωπηλατήσω. Να υπολογιστεί
το ανέβασμα και το κατέβασμα από τ' άλλο μέρος
του σκοταδιού - σωσίβια και στόχαση περί θανάτου.
Α, προπαντός δροσιά και στόχαση περί θανάτου.
Κι ύστερα ας κρατηθούν ψηλά τα λόγια που επιπλεύσανε.

8.30 π.μ.

Ζήσε ξανά την όρασή σου την ακοή σου την αφή σου και τη γεύση
       σου.
Ξανά από την αρχή από την πρώτη νύχτα που γεννήθηκαν.
Γιατί το ξέρεις μέρα δεν υπάρχει είναι το δόλωμα
για να γλιστρήσεις πάλι προς τη νύχτα να αιχμαλωτιστείς
απ' την παγίδα τούτη που σε σφίγγει κι είναι η μοίρα σου.
Καμιά ξεκούραση και περισυλλογή καμιά δε σου προσφέρεται
όπως μετατοπίζοντας το παρελθόν και το παρόν μέσα στο μέλλον σου
οι αισθήσεις σου έρχονται ξανά γυμνές και τερατώδεις έννοιες
αχόρταγες η αφή σου η γεύση σου η όραση κι η ακοή σου.

12.30 μ.μ.

Η λάμπα με φωτίζει απ΄ τόνα μέρος και τα πρόσωπα
στο βάθος θορυβούν φοβούνται τα όνειρα δε συμμετέχουν.
Τεμαχισμένος γύρεψα να μπούνε στη σειρά να γαληνέψουν.
Θα ξανασυνδεθώ μαζί σας είπα όταν θα με πλημμυρίσει η αυγή.
Τώρα ανεβαίνουν μέσα μου και κατεβαίνουν τούτοι οι αμίλητοι
φρουροί που με φωνάζουν άγγελο και δαίμονα.
Ετσι διαχωρισμένος δεν μπορώ. Τα λάθη με πεθαίνουν.
Ακίνητος κοιτάζω το αίμα μου ν΄ ανάβει σιγανές πυρές
και ξάφνου να φωτίζονται φρικιαστικά ενδεχόμενα. Και δεν αντέχω.
Η ανάσα μου πνιγμένη από αριθμούς προσθήκες και σβησίματα
πρέπει να ξαναβρεί τους πνεύμονές μου ορθούς όταν ξυπνήσει. 

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Χρίστος Γούδης-Μισίμα

Μεταίχμιο η συμμετρία, καταρρέουσα
Στο κυματώδες κβαντικό κενό
Σε θάλασσες χοληστερίνης,τριγλυκεριδίων
και δυτικότροπων λιπών
Σε ερυθρές ταξιαρχίες αίματος
Σήμα λυγρόν κατατεθέν
Των οδικών άνευ φραγμού ταχύτητος αρτηριών

Επίγνωση θανάτου
Πίσω από τις πολυτελείς βιτρίνες
Μια στιγμή διαρκεί
Η ανθρώπινη ζωή

Άνθος κρυμμένο μες στα φύλλα
Ο κώδικας των Σαμουράï
Σε μέρες που ο θάνατος του ανθρώπου
Γίνεται ολοένα πιο μικρός

Ο διχασμός του ποιητή πολεμιστή.Το δίλημμα:
Αν τ'όνομά σου δεν σημαίνει τίποτε στον κόσμο
Επίλεξε να ζήσεις
Αλλοιώς δυνάμωσε τον εαυτό σου και προχώρησε

Δρόμος των  Σαμουράï ο θάνατος
Η ωραιότητα του πάγου
Η μεταποίηση του σε κρυστάλλινο νερό

Πηγή ρέοντος ύδατος ο θάνατος
Πληροί με δροσερά ρυάκια
Τον πλανήτη Γη

Πράξη υπέρτατη ο θάνατος
Διάτρηση μιας εξωτερικής επιφάνειας
Διείσδυση σ'έναν πυρήνα καθαριότητας απόλυτης
Έκκεντρης υπερβατικής επιλογής

Τυφλή παρόρμηση ο θάνατος:
Δρόμος των Σαμουράï
 Στόχος
Και σκοπός
Μors Triumphalis
O εν σιγή τεθερισμένος στάχυς

Στο άκουσμα του παρελθόντος
Το μέλλον εξατμίζεται
Ο Άνεμος Θεός
Ώθει και οδηγεί τους καμικάζι

Κανένας θάνατος δεν είναι σκοτεινός

Χρίστος Γούδης-Ο δάσκαλος

στη μνήμη του του Ρένου Αποστολίδη
αναρχικού ελεύθερου κι ωραίου

Μας δίδαξες να μη μας τρικυμίζει η τρικυμία
Και να μη βάζουμε σε τάξη τα πουλιά στο δάσος
Παρά μονάχα να τ'αφουγραζόμαστε μέσα στη σιωπή
   Μήπως και τα τρομάξουμε και φύγουν
   Και μας χαθούν πετώντας την αυγή

Μας δίδαξες να είμαστε αναρχικοί και ανεμοβάτες
Αυτόνομοι αυθύπαρκτοι και ανατρεπτικοί
Κι αντίθετοι στο ρεύμα και στις λεωφόρους
Και στα βαγόνια του συρμού της εξουσίας
Που τροχιοδρομούν πάνω στα τετριμμένα
  Μάταια απαιτώντας την υποταγή

Να πορευόμαστε με επιτάχυνση και περηφάνεια
Αγέρωχοι πάνω στις μηχανές μας με τα κράνη
Να τρέχουμε του σκοτωμού και του θανάτου
Σε μια ιλιγγιώδη δίχως τέλος διαδρομή
Επάνω στις παράλληλες γραμμές του δρόμου
Προς το σημείο σύγκλισης χωίς σηματοδότες
Αναζητώντας την πηγή,το απόλυτο μηδέν

Και να κερδίζουμε το τίποτα απ'το ταξείδι
Και να εισπράττουμε το τίποτα απ΄τη ζωή
Και να 'μαστε γεμάτοι απ'το ταξείδι
Κι ευτιχισμένοι καβαλάρηδες μοναχικοί
Να αγακαλιάζουμε και να ερωτευόμαστε γυναίκες
Γιατί η ομορφιά θα σώσει τη ζωή

Απόμακροι μπροστά στο θάνατο και μόνοι
Και τιμονιέρηδες στο μαύρο το καράβι του χαμού
Που ξέχασε να αναρτήσει τα λευκά πανιά του

Καθώς σαλπάρει με σκοπό τ'αστέρια
Χωρίς πυξίδα μέσα στην ανεμοζάλη
Χωρίς προσανατολισμό κι αποστολή

Για το λιμάνι που ποτέ δε θάβρει
Για το λιμάνι που ποτέ δε θέλουμε να βρεί

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Nίκος Γκάτσος-Αμοργός

Κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ
καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων.
HPAKΛEITOΣ
Με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιὰ και τα κουπιὰ στον άνεμο κρεμασμένα
Οι ναυαγοὶ κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρὰ μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια
Αλλὰ τα μάτια των φυκιών είναι στραμένα στη θάλασσα
Μήπως τους ξαναφέρει ο νοτιάς με τα φρεσκοβαμένα λατίνια
Κι ένας χαμένος ελέφαντας αξίζει πάντοτε πιο πολὺ απὸ δυὸ στήθια κοριτσιού που σαλεύουν
Μόνο ν᾿ ανάψουνε στα βουνὰ οι στέγες των ερημοκκλησιών με το μεράκι του αποσπερίτη
Να κυματίσουνε τα πουλιὰ στης λεμονιάς τα κατάρτια
Με της καινούργιας περπατησιάς το σταθερὸ άσπρο φύσημα
Και τότε θά ῾ρθουν αέρηδες σώματα κύκνων που μείνανε άσπιλοι τρυφεροὶ και ἀκίνητοι
Μες στοὺς οδοστρωτήρες των μαγαζιών μέσα στων λαχανόκηπων τους κυκλώνες
Όταν τα μάτια των γυναικών γίναν κάρβουνα κι έσπασαν οι καρδιὲς των καστανάδων
Όταν ο θερισμὸς εσταμάτησε κι άρχισαν οι ελπίδες των γρύλων

Γι᾿ αυτὸ λοιπὸν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασὶ τα φιλιὰ και τα φύλλα στο στόμα σας
Θέλω να βγείτε γυμνοὶ στα ποτάμια
Να τραγουδήστε τη Μπαρμπαριὰ όπως ο ξυλουργὸς κυνηγάει τους σκίνους
Όπως περνάει ἡ οχέντρα μες απ᾿ τα περιβόλια των κριθαριών
Με τα περήφανα μάτια της οργισμένα
Κι όπως οι αστραπὲς αλωνίζουν τα νιάτα.

Και μη γελάς και μην κλαις και μη χαίρεσαι
Μη σφίγγεις άδικα τα παπούτσια σου σα να φυτεύεις πλατάνια
Μη γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δεν είναι ο σταυραητὸς ένα κλεισμένο συρτάρι
Δεν είναι δάκρυ κορομηλιάς ούτε χαμόγελο νούφαρου
Ούτε φανέλα περιστεριού και μαντολίνο Σουλτάνου
Ούτε μεταξωτὴ φορεσιὰ για το κεφάλι της φάλαινας.
Είναι πριόνι θαλασσινὸ που πετσοκόβει τους γλάρους
Είναι προσκέφαλο μαραγκού είναι ρολόι ζητιάνου
Είναι φωτιὰ σ᾿ ένα γύφτικο που κοροϊδεύει τις παπαδιὲς και νανουρίζει τα κρίνα
Είναι των Τούρκων συμπεθεριὸ των Αυστραλών πανηγύρι
Είναι λημέρι των Ούγγρων
Που το χινόπωρο οι φουντουκιὲς πάνε κρυφὰ κι ανταμώνουνται
Βλέπουν τους φρόνιμους πελαργοὺς να βάφουν μαύρα τ᾿ αὐγά τους
Καὶ τόνε κλαίνε κι αὐτὲς
Καίνε τα νυχτικά τους και φορούν το μισοφόρι της πάπιας
Στρώνουν αστέρια καταγής για να πατήσουν οι βασιλιάδες
Με τ᾿ ασημένια τους χαϊμαλιὰ με την κορώνα και την πορφύρα
Σκορπάνε δεντρολίβανο στις βραγιὲς
Για να περάσουν οι ποντικοὶ να πάνε σ᾿ άλλο κελλάρι
Να μπούνε σ᾿ άλλες εκκλησιὲς να φαν τις Άγιες Τράπεζες
Κι οΙ κουκουβάγιες παιδιά μου
ΟΙ κουκουβάγιες ουρλιάζουνε
Κι οι πεθαμένες καλογριὲς σηκώνουνται να χορέψουν
Με ντέφια τούμπανα και βιολιὰ με πίπιζες και λαγούτα
Με φλάμπουρα και με θυμιατὰ με βότανα και μαγνάδια
Με της αρκούδας το βρακὶ στην παγωμένη κοιλάδα
Τρώνε τα μανιτάρια των κουναβιων
Παίζουν κορώνα-γράμματα το δαχτυλίδι τ᾿ Άη-Γιαννιού και τα φλουριά του Αράπη
Περιγελάνε τις μάγισσες
Κόβουν τα γένια ενὸς παπά με του Κολοκοτρώνη το γιαταγάνι
Λούζονται μες στην άχνη του λιβανιού
Κι ύστερα ψέλνοντας αργὰ μπαίνουν ξανὰ στη γη και σωπαίνουν
Όπως σωπαίνουν τα κύματα όπως ο κούκος τη χαραυγή όπως ο λύχνος το βράδυ.

Έτσι σ᾿ ένα πιθάρι βαθὺ το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπαναριὸ μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο
Έτσι με μια γραβάτα φανταχτερὴ
Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιὲς μια τρυφερή μου αγάπη
Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι
Με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτὸ και την παλάμη πάνω στο φλουρί της
Πάνω στην πρωινή του θαλπωρὴ όταν σιγὰ σιγὰ σαν τον κλέφτη
Απὸ το παραθύρι της άνοιξης μπαίνει ο αυγερινὸς να την ξυπνήσει!

Λένε πως τρέμουν τα βουνὰ και πως θυμώνουν τα έλατα
Όταν η νύχτα ροκανάει τις πρόκες των κεραμιδιών να μπουν οι καλικάντζαροι μέσα
Όταν ρουφάει η κόλαση τον αφρισμένο μόχθο των χειμάρρων 

Ή όταν η χωρίστρα της πιπεριάς γίνεται του βοριά κλωτσοσκούφι.

Μόνο τα βόδια των Ἀχαιών μες στα παχιὰ λιβάδια της Θεσσαλίας
Βόσκουν ακμαία και δυνατὰ με τον αιώνιο ήλιο που τα κοιτάζει
Τρώνε χορτάρι πράσινο φύλλα της λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρὸ νερὸ μες στ᾿ αυλάκια
Μυρίζουν τον ιδρώτα της γης κι ύστερα πέφτουνε βαριὰ κάτω απ᾿ τον ίσκιο της ιτιάς να κοιμηθούνε.

Πετάτε τους νεκροὺς είπ᾿ ο Ηράκλειτος κι είδε τον ουρανὸ να χλωμιάζει
Κι είδε στη λάσπη δυο μικρὰ κυκλάμινα να φιλιούνται
Κι έπεσε να φιλήσει κι αυτὸς το πεθαμένο σώμα του μες στο φιλόξενο χώμα
Όπως ο λύκος κατεβαίνει απ᾿ τοὺς δρυμοὺς να δει το ψόφιο σκυλὶ και να κλάψει.
Τι να μου κάμει η σταλαγματιὰ που λάμπει στο μέτωπό σου;
Το ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνὸς τ᾿ ονομά του
Το ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητὸς τη φωλιά του
Μα εδώ στην όχτη την υγρὴ μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Μόνο ένας δρόμος απατηλὸς και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρὸς σε προφτάσει
Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
Άνθη πουλιὰ ελάφια
Να βρεις μίαν άλλη θάλασσα μίαν άλλη απαλοσύνη
Νὰ πιάσεις απὸ τα λουριὰ του Ἀχιλλέα τ᾿ άλογα
Άντὶ να κάθεσαι βουβὴ τον ποταμὸ να μαλώνεις
Τον ποταμὸ να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσὺ θά ῾χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα ῾χει γεράσει.
Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Πάρ᾿ το σημαία της ζωής να σαβανώσεις το θάνατο
Κι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Κι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορὰ στην παγωμένη ερημιὰ το δάκρυ του πιγκουίνου
Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα ῾ναι η ζωὴ με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Με το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Με το μαχαίρι ενὸς καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Με το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερὸ σ᾿ ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν᾿ ανθίσει μόνο
Λίγο στάρι για τις γιορτὲς λίγο κρασὶ για τη θύμηση λίγο νερὸ για τη σκόνη...

Στου πικραμένου την αυλὴ ήλιος δεν ανατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ᾿ άστρα
Μόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιὲς
Και νυχτερίδες τρων πουλιὰ και κατουράνε σπέρμα.

Στου πικραμένου την αυλὴ δε βασιλεύει η νύχτα
Μόνο ξερνάν οι φυλλωσιὲς ενα ποτάμι δάκρυα
Οταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Και τα κοράκια κολυμπάν σ᾿ ένα πηγάδι μ᾿ αίμα.

Στου πικραμένου την αυλὴ το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλὸ κι έχει η καρδιὰ πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικὲς σε βρυκολάκων πόδια.

Στου πικραμένου την αυλὴ βγαίνει χορτάρι μαύρο
Μόνο ένα βράδυ του Μαγιού πέρασε ένας ἀγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρὺ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλὶ της θάλασσας της αφροστολισμένης.

Κι αν θα διψάσεις για νερὸ θα στίψουμε ένα σύννεφο
Κι αν θα πεινάσεις για ψωμὶ θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Μόνο καρτέρει μια στιγμὴ ν᾿ ανοίξει ο πικραπήγανος
N᾿ αστράψει ο μαύρος ουρανὸς να λουλουδίσει ο φλόμος.

Μα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλὸς κι εχάθη
Είταν τού Μάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρὺ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλὶ τΗς θάλασσας της αφροστολισμένης.

Ξύπνησε γάργαρο νερὸ απὸ τη ρίζα του πεύκου να βρεις τα μάτια των σπουργιτιών και να τα ζωντανέψεις ποτίζοντας το χώμα με μυρωδιὰ βασιλικού και με σφυρίγματα σαύρας. Το ξέρω είσαι μια φλέβα γυμνὴ κάτω απὸ το φοβερὸ βλέμμα του ανέμου είσαι μία σπίθα βουβὴ μέσα στο λαμπερὸ πλήθος των άστρων. Δε σε προσέχει κανεὶς κανεὶς δε σταματά ν᾿ ακούσει την ανάσα σου μα συ με το βαρύ σου περπάτημα μες στην αγέρωχη φύση θα φτάσεις μια μέρα στα φύλλα της βερυκοκιάς θ᾿ ανέβεις στα λυγερὰ κορμιὰ των μικρών σπάρτων και θα κυλήσεις απὸ τα μάτια μιας αγαπητικιάς σαν εφηβικὸ φεγγάρι. Υπάρχει μια πέτρα αθάνατη που κάποτε περαστικὸς ένας ανθρώπινος άγγελος έγραψε τ᾿ ονομά του επάνω της κι ένα τραγούδι που δεν το ξέρει ακόμα κανεὶς ούτε τα πιὸ τρελὰ παιδιὰ ούτε τα πιὸ σοφὰ τ᾿ αηδόνια. Είναι κλεισμένη τώρα σε μια σπηλιὰ του βουνού Ντέβι μέσα στις λαγκαδιὲς και στα φαράγγια της πατρικής μου γης μα όταν ανοίξει κάποτε και τιναχτεί ενάντια στη φθορὰ και στο χρόνο αυτὸ το αγγελικὸ τραγούδι θα πάψει ξαφνικὰ η βροχὴ και θα στεγνώσουν οι λάσπες τα χιόνια θα λιώσουν στα βουνὰ θα κελαηδήσει ο άνεμος τα χελιδόνια θ᾿ αναστηθούν οι λυγαριὲς θα ριγήσουν κι οι άνθρωποι με τα κρύα μάτια και τα χλωμὰ πρόσωπα όταν ακούσουν τις καμπάνες να χτυπάν μέσα στα ραγισμένα καμπαναριὰ μοναχές τους θα βρουν καπέλα γιορτινὰ να φορέσουν και φιόγκους φανταχτεροὺς να δέσουν στα παπούτσια τους. Γιατὶ τότε κανεὶς δε θ᾿ αστιεύεται πια το αίμα των ρυακιών θα ξεχειλίσει τα ζώα θα κόψουν τα χαλινάρια τους στα παχνιὰ το χόρτο θαπρασινίσει στους στάβλους στα κεραμίδια θα πεταχτούν ολόχλωρες παπαρούνες και μάηδες και σ᾿ όλα τα σταυροδρόμια θ᾿ ανάψουν κόκκινες φωτιὲς τα μεσάνυχτα. Τότε θα ῾ρθουν σιγὰ-σιγὰ τα φοβισμένα κορίτσια για να πετάξουν το τελευταίο τους ρούχο στη φωτιὰ κι ολόγυμνα θα χορέψουν τριγύρω της όπως την εποχὴ ακριβώς που είμασταν κι εμείς νέοι κι άνοιγε ενα παράθυρο την αυγὴ για να φυτρώσει στο στήθος τους ένα φλογάτο γαρύφαλο. Παιδιὰ ίσως η μνήμη των προγόνων να είναι βαθύτερη παρηγοριὰ και πιο πολύτιμη συντροφιὰ απὸ μια χούφτα ροδόσταμο και το μεθύσι της ομορφιάς τίποτε διαφορετικὸ απὸ την κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Ευρώτα. Καληνύχτα λοιπὸν βλέπω σωροὺς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα μα εγω κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσικὴ για μια καλύτερη μέρα. Οι ταξιδιώτες των Iνδιών ξέρουνε περισσότερα να σας πουν απ᾿ τους Βυζαντινοὺς χρονογράφους.

O άνθρωπος κατὰ τον ρουν της μυστηριώδους ζωής του
Κατέλιπεν εις τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και αντάξια της αθανάτου καταγωγής του
Όπως επίσης κατέλιπεν ίχνη των ερειπίων του λυκαυγούς χιονοστιβάδας ουρανίων ερπετών  χαρταετοὺς αδάμαντας και βλέμματα υακίνθων
Εν μέσῳ αναστεναγμών δακρύων πείνης οιμωγών και τέφρας υπογείων φρεάτων.

Πόσο πολὺ σε αγάπησα εγω μονάχα το ξέρω
Εγω που κάποτε σ᾿ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ᾿ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιὰ και φάγαμε μαζὶ το κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στα μαλλιά σου.

Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλὸ ένα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μια τούφα γαλανὸς καπνὸς μες στο τριανταφυλλὶ του ορίζοντα
Ίδιος με τη φτερούγα του γερανού που σπαράζει
Στρατιὲς χελιδονιών περιμένουνε να πουν στους αντρειωμένους το καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνὰ με χαραγμένες άγκυρες στη μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγὲς παιδιών με το κελάδημα του πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μες  στα ρουθούνια των αγελάδων
Μαντήλια καλαματιανὰ κυματίζουνε
Και μια καμπάνα μακρινὴ βάφει τον ουρανὸ με λουλάκι
Σαν τη φωνὴ κάποιου σήμαντρου που ταξιδεύει μέσα στ᾿ αστέρια
Τόσους αιώνες φευγάτο
Απὸ των Γότθων την ψυχὴ κι απὸ τους τρούλλους της Βαλτιμόρης
Κι απ᾿ τη χαμένη Αγια-Σοφιὰ το μέγα μοναστήρι.
Μα πάνω στ᾿ αψηλὰ βουνὰ ποιοὶ να ῾ναι αυτοὶ που κοιτάνε
Με την ακύμαντη ματιὰ και το γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιας πυρκαγιάς να ῾ναι αντίλαλος αυτὸς ο κουρνιαχτὸς στον αγέρα;
Μήνα ο Καλύβας πολεμάει μήνα ο Λεβεντογιάννης;
Μήπως αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοὶ με τους Μανιάτες;
Ουδ᾿ ο Καλύβας πολεμάει κι ουδ᾿ ο Λεβεντογιάννης
Ούτε κι αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοὶ με τους Μανιάτες.
Πύργοι φυλάνε σιωπηλοὶ μια στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφὲς κυπαρισσιών συντροφεύουνε μια πεθαμένη ανεμώνη
Τσοπαναρέοι ατάραχοι μ᾿ ένα καλάμι φλαμουριάς λένε το πρωινό τους τραγούδι
Ένας ανόητος κυνηγὸς ρίχνει μια ντουφεκιὰ στα τρυγόνια
Κι ένας παλιὸς ανεμόμυλος λησμονημένος απ᾿ όλους
Με μια βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιὰ μοναχός του
Και κατεβαίνει απ᾿ τις πλαγιὲς με τον καράγιαλη πρίμα
Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Χελμού να πει μια καλησπέρα της Γκόλφως.

Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρὶ βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιὰ για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μιαν ανθισμένη κυδωνιὰ να σε παρηγορήσω
Εγὼ που κάποτε σ᾿ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ᾿ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πανω στη θερισμένη καλαμιὰ και φάγαμε μαζὶ το κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιὰ με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στα μαλλιά σου.