Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

Σείριος-Απόγευμα


(Στον  Ποιητή Μίλτο Σαχτούρη  και στην Αντιγόνη)

-Ήρθε ο καιρός να σε αποχωριστώ ,μου είπε με μια γοητευτική αλαζονεία.

Και εκείνα τα μισάνοιχτα χείλια χαμένα σε ένα κόκκινο περίβλημα κάπνιζαν τον θάνατο σε φθηνές δόσεις.

Έκανα πως διαβάζω και ποιο πέρα ένας δαίμονας χαρτόπαιζε τα νεύρα μου με εκείνη.

Χαμογέλασα και μια ογκώδης υποχρέωση εμφανίστηκε δίπλα μου

-Πάρε αυτά τα άκαιρα και ανέραστα χαμόγελα  της ευτυχίας και ξέχασε με, ούρλιαξε.

Ποτέ μου δεν σκέφτηκα ότι η πίκρα ήταν τόσο μα τόσο όμορφη και τόσο μα τόσο σκύλα.

-Είσαι σάρκα της δυστυχίας και η μοναξιά παίζει στα ζάρια το τομάρι σου, ξαναμίλησε.

Απάντησα με βλέμμα διερευνητικό, όπως εξάλλου και κάτι πουλιά στο μπαλκόνι κάναν σε μένα ,έβαλα Bach αν και από το διπλανό καφενείο έπαιζε σκυλάδικα στην διαπασών ενώ κάποιοι προσπαθούσαν να κάνουν καραόκε. Ύστερα βαρέθηκα και γέλασα πολύ λίγο.

-Είσαι κοπρόσκυλο! Είπε αφρίζοντας και βάλθηκε με τα υποθετικά αέρινα χέρια της να μου πετάξει ένα άδειο μπουκάλι κρασί. Κάποια φαντάσματα κλαίγανε ήταν μικρά παιδιά πέντε και δέκα χρονών. Μια κορνίζα του Καρούζου να καπνίζει έπεσε και τώρα κάπνιζε η πίκρα κάπνιζε το χαλί και όχι ,σίγουρα όχι ο Καρούζος.

-Απόγευμα  είναι ,της είπα ,φθινοπώριασε την επιτακτικότητα  σου, πάρε τις φίλες σου και φύγε της απάντησα ενώ o Καβάφης σε μια άλλη κορνίζα από ένα από ένα άλλο δωμάτιο και ίσως από ένα άλλο κόσμο κοιτούσε χωρίς να πιει καφέ.

Πρώτη σηκώθηκε η Ζήλεια κοντή πανέμορφη με κώλο τουρλωτό με μάτια πρησμένα από το κλάμα μόνιμα.Ε ζήλεια ήταν αυτή όσο να ναι..

Μετά η Κακία άσχημη ψηλή και με βλέμμα αβυσσαλέο μέχρι και τον  δαίμονα που πριν χαρτόπαιζε ήθελε να  του φάει την ταμειακή, ναι αλήθεια λέω, που τώρα την χρησιμοποιούσε με ευλάβεια γιατί  έκοβε αποδείξεις στο διάβολο για όλα αυτά τα ακατανόητα που συνέβαιναν.

Και τελευταία η Αρρώστια. Άβαφη άχρωμη χωρίς να λέει λέξεις που και που μόνο όταν έσκαγε η Ζήλεια στο σεργιάνι αναφαινόταν λέξεις ζωγραφισμένες με ζήλο στο αέρα.

Μόνο η Μοναξιά πετούσε αιθερικά και πρόστυχα πάνω απτις τρεις  και πουθενά δεν πήγαινε. Ωραία άλλα πάντα μόνη. Τι Μοναξιά θα ήταν άλλωστε? Δεν μιλούσε άλλωστε, δεν της μιλούσαν συνέχεια, ήταν το μαύρο πρόβατο.

-Παλιομπεκρή φιλόσοφε μείνε με  τα βιβλία σου είπε  η τελευταία και με το πολύ κρασί η λεγάμενη, ενώ η Ζήλεια φώναξε, μέχρι που ούρλιαξαν και τα φαντάσματα:

-Και με τις μικρές και τις μεγάλες σου πουτανίτσες!

Απόγευμα, τα κονσέρτα του Βach για βιολί ακούγονται. Μα δεν είναι μόνο αυτά που παίζουν. Μια όμορφη κοκκινομάλλα απλώνει τα ρούχα της από την απέναντι πολυκατοικία.

Κι ύστερα ένας ήλιος με δάκρυα οξυγόνου κύλησε στο κούτελο μου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου