Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

arthur rimbaud-η αλητεία μου

Πορευόμουν με τη γροθιά σε τσέπη ξεφτιστή,
Κι ιδανικό μου το παλτό γινόταν.Τριγυρνούσα
Κάτω απ'τα ουράνια κι ήμουνα θεράποντας σου,Μούσα
Ω,ω,τι εξαίσιους έρωτες που εχ'ονειρευτεί!

Κι είχε το μόνο μου βρακί φαρδιά τρύπα,ενώ
Σα κοντορεβιθούλης πες,ρίμες ξεσπείραγα όλο.
Η Μεγάλη Άρκτος μου ήτανε το πανδοχείο,στο Θόλο.
Τ'αστέρια κάνανε γλυκά φρου-φρου στον ουρανό.

Τ'άκουγα,μήνα Τρυγητή,στην άκρη εκεί του δρόμου,
Που ένιωθε τις δροσοσταλιές πάνω στο μέτωπο μου
Σαν το κρασί το δυνατό,στην ήσυχη βραδιά!

Ριμάροντας μ'αλλόκοτους ίσκιους εγώ από γύρα,
Των χαλασμένων παπουτσιών τράβαγα ,σαν σε λύρα,
Τα λάστιχα,με το.να μου πόδι στην καρδιά!

Απόδοση Γιώργος Κοτζιούλας
             

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

osip mandelstam-leningrad

Επιστρέφω στην πόλη μου,στα γνώριμα δάκρυα
στις φλέβες,στους πρησμένους αδένες των παιδικών χρόνων

Γυρνάς πίσω-κατάπιε λοιπόν μια για πάντα
ψαρόλαδο απ'τους φανοστάτες της Πετρούπολης !

Τις μέρες του Γενάρη βρες πάλι εδώ
κρόκους ανάκατους με την απαίσια πίσσα

Πετρούπολη!Δεν θέλω ακόμα  να πεθάνω.
Μου μένουν οι αριθμοί των τηλεφώνων τους.

Πετρούπολη!Έχω χάσει τις διευθύνσεις,
μπορώ να ψάξω και να βρω νεκρές φωνές

Ζω στις πίσω σκάλες και το σκοινί
του κουδουνιού ηχεί μεσ'στα μηλίγγια

Όσο αγρυπνώ για καλεσμένους που αγαπώ
κι οι σιδεριές τραντάζουνε την πόρτα


Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Μίλτος Σαχτούρης-Η μικρή ιστορία

Το καφενείο που πίνω τον καφέ μου
είναι άδειο
μόνο εγώ υπάρχω
έτσι το καφενείο είναι τελείως άδειο
γιατί ουτέ εγώ υπάρχω


Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

Ο Μίλτος Σαχτούρης μιλά στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο

Σε κάτι παλιά χαρτιά, 30 χρόνων και βάλε, βρήκα αυτό: είναι η πρώτη συνέντευξη που πήρα ποτέ -και είναι από τον Μίλτο Σαχτούρη! Δεν ήξερα τότε πώς να χειριστώ το τεράστιο υλικό – δημοσίευσα ένα μικρό κομμάτι της. Τώρα που ο χρόνος δίνει άλλη αξία και νόημα στα πράγματα με τα οποία κάποτε, άμαθα, πειραματιστήκαμε, νομίζω ότι αξίζει να δημοσιευτούν αυτά τα λόγια ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές. Η συνέντευξη έγινε στο σπίτι του στην Κυψέλη, παρουσία της Γιάννας Περσάκη.   

Κύριε Σαχτούρη, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να διαβάζουν τη «δύσκολη» ποίηση σας;

 Θέλω να πλησιάζουν την ποίησή μου με αγάπη μόνο, χωρίς διανοητικές τάσεις και προεκτάσεις που αγνοώ. Ο Ισαάκ Μπράιτον, ας πούμε, δεν ξέρω καν ποιος είναι, ούτε ο Ιωάννης Βενιαμίν δ’ Αρκόζι. Στους πέντε χιλιάδες που αγόρασαν τελευταία τα ποιήματά μου θα υπάρχουν 100-200 άνθρωποι που καταλαβαίνουν, άσχετα από τη μόρφωσή τους. Το έχω ξαναπεί, στο Μαρούσι, προ πολλών ετών, ένας τσαγκάρης με γνώσεις Δ’ Δημοτικού διάβαζε τη «Λησμονημένη» κι έκλαιγε εξηγώντας μου πως είναι ερωτικό ποίημα – αυτό που είναι από τα πλέον δύσκολά μου. Πάντα ορισμένοι με μια ευαισθησία αλλιώτικη, που έχουν ανάγκη την ποίησή μου, θα με καταλαβαίνουν. Μερικοί θυμώνουν όταν τους επισημαίνεις την έλλειψη ευαισθησίας που τους αποκλείει από τη μέθεξη. Ένας συνταγματάρχης μπορεί να παραδεχτεί ότι δεν καταλαβαίνει τον Μπετόβεν, αλλά επιμένει ότι μπορεί και κρίνει όλη την ποίηση. Δεν χρειάζεται να έχεις σχέση με την ποίηση για να συγκινηθείς. Εκείνο που με ικανοποιεί περισσότερο απ’ όλες τις κριτικές και τα γραφόμενα είναι οι ομολογίες μερικών νέων παιδιών ότι βρήκαν στην ποίησή μου κάποιον που συμπάσχει μαζί τους. Ήταν σαν να προέβλεψα τα δύσκολα χρόνια μας.


   Το έργο σας έχει, κυρίως από άποψη ύφους, συνεκτικότητα και συνέπεια πρωτοφανή.

 Δεν εκτιμώ όσους πετάγονται από το ένα θέμα στο άλλο και αλλάζουν το ύφος σαν πουκάμισο. Είναι κάτι που με ενοχλεί και στον Πικάσο. Η λεγόμενη ανανέωση. Εγώ πιστεύω ότι ένας γνήσιος ποιητής έναν κόσμο έχει, και αυτόν εκφράζει. Το είπε και ο Παλαμάς: «Το ίδιο τραγούδι πάντα να λες, είτε γελάς είτε κλαις». Εκτιμώ τον Ρουό και τον Σαγκάλ που διατήρησαν το στυλ τους ως το τέλος.   

Ο κόσμος του καλλιτέχνη δεν υφίσταται ποτέ μεταβολές στην πορεία του, και κάποτε μάλιστα βίαιες;

 Ναι, δεν αλλάζει ποτέ όμως ο μηχανισμός του οράματος, εκτός και είναι πλαστός. Ο γνήσιος ποιητής πρέπει να βρει το «μηχανάκι» του. Να καταλήξει κάπου... Κι εγώ στις «Παραλογαίς» άρχισα να κάνω δοκιμές, για να καταλήξω οριστικά στο «Με το πρόσωπο στον τοίχο».   Πώς μπορεί ένας ποιητής να φανεί χρήσιμος; Το έργο σας έχει κάποιο αίτημα πέρα από τη μυστηριώδη ανάγκη που το κινεί; Ο ποιητής είναι άχρηστος. Είναι είδος πολυτελείας. Βοηθάει ορισμένους μόνο ευαίσθητους ανθρώπους να ξεπεράσουν τις δυσκολίες που έχει αυτή η ζωή.   

Αυτό δεν είναι ήδη κάτι; 

Ίσως, και παρόλο που δηλώνω έτσι αφοριστικά την αχρηστία του ποιητή, βλέπω οπωσδήποτε την έστω περιορισμένη κοινωνική λειτουργία του. Υπάρχει αυτή η αντίφαση. Ο κόσμος γελάει όταν δηλώνεις ποιητής, άλλωστε τα περισσότερα ειδύλλιά μου τελειώσανε άμα τη δηλώσει της ποιητικής μου ιδιότητος. Πολλοί ντρέπονται.  

 Εσείς; 

Όχι, εγώ ήμουν ανέκαθεν τρελός, επαναστατημένος. Το πλήρωσα ακριβά αυτό, αλλά δεν μετάνιωσα ποτέ.

Νιώσατε ποτέ την ανάγκη να δημιουργήσετε κάτι παράλληλο ή ενάντιο στην ποίηση; 

Όχι, ποτέ. Και όταν άφησα τα Νομικά τον τελευταίο χρόνο, έβαλα συμβόλαιο με τον εαυτό μου. Ζωγράφισα κάποτε, αλλά ως παιχνίδι και μόνον όταν δεν έγραφα ποιήματα. Άλλοτε επιχείρησα να δουλέψω, ακόμα και ως μεταφραστής, και όταν μου έμπαινε μια λέξη στο μυαλό, δεν κοιμόμουν όλο το βράδυ. Η Γιάννα Περσάκη, στην οποία οφείλω πολλά ακόμα, με απέτρεψε και γλίτωσα από το μαρτύριο. Οι καθαρόαιμοι ποιητές δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο. Άλλοι τα καταφέρνουν. Δεν τους αγαπώ αυτούς τους άλλους. Ποτέ δεν αγάπησα τον Κλοντέλ που ήταν και διπλωμάτης και ας τον είπαν μεγάλο. Ο Σεφέρης το είχε πει στον Ελύτη: «Αν δεν είχα αυτήν τη δουλειά, πόσο ωραιότερα πράγματα δεν θα είχα γράψει».   

Κύριε Σαχτούρη, ποιους καλλιτέχνες αγαπάτε; 

Εγώ λατρεύω τον Μπέλα Μπάρτοκ και, φυσικά, τον δικό μας, ισάξιο, ει μη και καλύτερο, Σκαλκώτα, άνθρωπο που κατατρέξανε πολύ σ’ αυτό τον τόπο.   

«Σ’ αυτό τον τόπο όσοι αγαπούνε...» 

«Τρώνε βρόμικο ψωμί». Τον Σαββόπουλο τον αγαπάω πάρα πολύ. Αυτός είναι παιδί μας. Έχει βγει από τον κόσμο μας. Αυτό το ποίημα, η «Άννα», είναι το ωραιότερο ερωτικό ποίημα που έχω ακούσει τα τελευταία χρόνια. Είναι τόσο μυστηριώδες και ωραίο. Θυμίζει σ’ οποιονδήποτε την πρώτη του αγάπη.   


Αγαπάτε πολύ και τον Ντίλαν Τόμας. 

Ναι, και πρόσφατα έγραψα ένα μεγάλο ποίημα γι’ αυτόν. Εμένα μου αποκαλύφθηκε στην ηλικία των σαράντα και τον ένιωσα πράγματι σαν αδελφό. Να ένας ποιητής καθαρός, που δεν πρέπει να ανοίγεις λεξικό, σαν τον Έλιοτ, για να αποκρυπτογραφήσεις τα ονόματα. Με συνέρπασε που αυτός, ένα χωριατόπαιδο από την Ουαλία, κατέβηκε στο Λονδίνο και διέλυσε όλους αυτούς τους πανεπιστημιακούς με τα συνέδριά τους: τον  Όντεν, τον Μακ Νις. Αυτοί ταξινομήθηκαν σε επιτομές και πανεπιστήμια, ενώ ο Ντίλαν Τόμας είναι από τους τελευταίους μεγάλους λυρικούς του αιώνα μας. Μεταφράζοντάς τον κατάλαβα την αξία του, την ποιότητα και τον λυρισμό του, την οικονομία του λόγου του.       

Σας εντάσσουν άλλοτε στους υπερρεαλιστές, άλλοτε στους ποιητές του παραλόγου. Εσείς που εντάσσετε την ποίησή σας;

 Κέρδισα πάρα πολλά πράγματα από τον υπερρεαλισμό, αλλά ποτέ δεν ήμουν καθαρόαιμος υπερρεαλιστής. Έχω οφειλές παντού και κυρίως στις μεγάλες ξένες λογοτεχνίες. Οι νέοι παίρνουν αίμα από τους παλιούς και προχωρούν τον δρόμο τους – εννοείται οι νέοι που έχουν ταλέντο, γιατί οι άλλοι, οι κακοί, απλώς μιμούνται.   Προχωρούν τον δρόμο τους σε ρήξη ή σε συνεργασία με τους προηγούμενους; 

Η ρήξη, όταν υπάρχει, είναι φαινομενική. Στον υπερρεαλισμό υπήρχε ήδη ο Απολινέρ, και γρήγορα προσυνεταιρίσθησαν τον Λοτρεαμόν και τον Ιερώνυμο Μπος.   

Τα ποιήματά σας έχουν κάτι από την εικονογραφία του Μπος. 

Και ο κ. Μαρωνίτης το διαπιστώνει αυτό. Μου αρέσει πάρα πολύ, αλλά γνώρισα το έργο του αφού είχα γράψει τα περισσότερα ποίηματά μου. Νέος, είχα επηρεαστεί πολύ από τις εικόνες του Νταλί – αυτού του κατεργάρη και λιγάκι απατεώνα. Μου αρέσουν ακόμα από τους Έλληνες ο Παρθένης, ο Μπουζιάνης κι ο Εγγονόπουλος. Από τον τελευταίο έμαθα πολλά πράγματα. Είχα τη χαρά να τον κάνω συντροφιά τρία χρόνια καθημερινώς, τότε που μίλαγε ακόμα με τους ανθρώπους – ήταν αληθινά σοφός.   

Είστε ο κατ’ εξοχήν ποιητής του παραλόγου στην Ελλάδα. «Φύσει και θέσει», όπως αποδεικνύει ο Δάλλας («διπλοεγγράφοντας, ανακατασκευάζοντας και αποτυπώνοντας γραπτά την αμφιπλευρικότητα της εικόνας»). Πώς επιστρέφετε «σώος» στη μονοδιάστατη τοπογραφία της καθημερινής σας ζωής; 

Είναι δυνατόν να επιστρέψω αλώβητος; Δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου. Με κατατρώει αυτή η ποίηση. Οι ανθρώπινες σχέσεις μου γίνονται όσο πάνε και πιο δύσκολες. Κάποτε ισοφάριζα ωραία. Βέβαια, οι κοινωνικές σχέσεις πάντα με κουράζουν. Σπανίως μιλούσα σε συζητήσεις ασχέτων ανθρώπων σε ένα δωμάτιο. Τα τελευταία χρόνια είμαι πολύ μόνος. Η ίδια η γενιά του τριάντα δεν με λογάριαζε, πλην του Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου, που έζησε κι αυτός σε ένα υγρό υπόγειο 30 χρόνια κι επιβίωσε από τη γερή του κράση. Συνηθίζεται οι μετριότητες να ποδοπατούν μια ζωή στερημένη, τα δύσκολα χρόνια του καθενός.   

Τα πρόσωπα που διασχίζουν την ποίησή σας έχουν κάποια βιωματική σχέση μαζί σας; 

Όχι απαραιτήτως. Τη φροϊλάιν Ράμσερ τη συνάντησα απλώς σε ένα νησί και μιλήσαμε δυο-τρεις φορές. Ο Ισαάκ Μπράιτον είναι όλος επινοημένος, αλλά με τον Γιώργο Μακρή, αυτόν το μεγάλης αξίας άνθρωπο, με συνδέει μια μακρόχρονη φιλία κι εκτίμηση. Δυστυχώς, τα ναρκωτικά και η σχιζοφρένεια τον κατέστρεψαν...   

Η σύγχρονη, σκληρή, εξομολογητική ποίηση, που δημοσιοποιεί τόσο εύκολα το ιδιωτικό σας; 


Μου είναι αντιπαθής. Με θλίβει. Ένας βούρκος μόνος δεν κάνει Τέχνη∙ χρειάζεται ένα ανέβασμα, μια υπέρβαση.

 Σας ενοχλεί η απενοχοποιημένη γλώσσα απέναντι στις «βρόμικες» λέξεις»; 

Νομίζω ότι δεν γίνεται ποίηση έτσι. Τέτοια στοιχεία υπάρχουν σε όλους, αλλά από όλη την μπητ γενιά μόνο ο Γκίνσμπεργκ αξίζει, που ήταν και ποιητής. Μου έρχονται πεζογραφήματα, ιδίως από ομοφυλόφιλους, που δεν έχουν μια γραμμή έξω από τέτοιες περιγραφές. Πού είναι η τέχνη του λόγου; Και το περίεργο είναι ότι σχεδόν όλοι έχουν θητεύσει πρώτα σε κατηχητικά. Άλλους πάλι δεν τους καταλαβαίνω καθόλου, τόσο μπερδεμένα γράφουν.   

Καλύπτουν την απουσία εμπειριών με γλωσσικές περιπέτειες και ιδεοληψίες;

 Δεν ξέρω τι είναι. Οι ποιητές οι μεγάλοι ήτανε όλοι οραματιστές. Σήμερα τρίβονται σε πράγματα καθημερινά, χωρίς υπέρβαση. Εγώ όταν γράφω για ένα ποτήρι, αναφέρομαι σε κάτι πολύ ευρύτερο. Είναι όμως δύο νέοι που πολύ με έχουν συγκινήσει: Ο πολύ δυνατός Λευτέρης Πούλιος και ο Μιχάλης Γκανάς, που καταφέρνει ποιήματα ατμόσφαιρας Κρυστάλλη, αγροτικά, να τους δίνει προσωπικό τόνο και έντονη ποίηση. 

  Η παραγωγή σας αραιώνει όλο και πιο πολύ. 

Γράφω μόνο όταν μου έρχεται έμπνευση. Ποτέ δεν κάθομαι στο τραπέζι να γράψω ένα μέτριο ποίημα. Προτιμώ αυτά τα λίγα, αλλά να είναι γνήσια. Μπορεί και να μην εκδώσω άλλη συλλογή, αν δεν με ικανοποιεί. Ίσως ακολουθήσω το παράδειγμα του Αναγνωστάκη (αν και το θεωρώ σφάλμα του – πολύ αγαπώ την ποίησή του και τον ίδιο).   

Έστω αργά, όμως, έρχεται η αναγνώριση.

 Αλλά και η ανασφάλεια που ποτέ δεν ξεπερνιέται...  

 Η πολιτεία πώς προωθεί την πολιτιστική μας παραγωγή; 

Με ποδοσφαιρικούς αγώνες. Αν δεν υπήρχαν ορισμένες συμπτώσεις, μερικοί ποιητές θα ’χαμε πεθάνει προ ετών.  

 Όταν ξαναγυρίζετε στο παρελθόν, όταν σκέπτεσθε τη ζωή σας και το έργο σας, έχετε το συναίσθημα ότι εκπληρώσατε σωστά τους όρους του συμβολαίου σας με τον εαυτό σας; 

Ναι, το πιστεύω, γιατί το έχω πληρώσει. Και τα αποτελέσματα φαίνονται τώρα, στα 65 χρόνια μου. Δεν δέχτηκα ούτε τραγουδάκια να κάνω για να επιβιώσω, ούτε τίποτε άλλο. Ήμουν απόλυτος και είναι περίεργο πώς επέζησα ως εκ θαύματος.   





Πηγή: www.lifo.gr

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

Θανάσης Μαρκόπουλος-Την απόγνωση σκέφτομαι

Την απόγνωση του τοπίου σκέφτομαι
όταν με τις πρώτες βροχές
βλέπει τους επισκέπτες του θέρους
να μαζεύουν βιαστικά τις ομπρέλες
να κλείνουν ερμητικά τα παράθυρα
να φεύγουν
αφήνοντας πίσω τους γούβες στην άμμο

Την απόγνωση του νεκρού συλλογίζομαι
όταν μέσα στην επιχωμάτωση αποσύρονται
όλοι

και τον εγκαταλείπουν μόνο


Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

René Guénon-H γλώσσα των πουλιών

Πολύ συχνά αναφέρεται, σε διαφορετικές παραδόσεις, μια μυστηριώδης γλώσσα που αποκαλείται : «Γλώσσα των Πουλιών». 

Η έκφραση είναι ένας ξεκάθαρα συμβολισμός, εφόσον η σημασία που δίνεται στην γνώση αυτής της γλώσσας θεωρείται ως προνόμιο μιας υψηλής μύησης–η οποία αποκλείει οποιαδήποτε λογοτεχνική ερμηνεία.

Το Quran για παράδειγμα λέει ((XXVII, 15) «και ο Σολομώντας ήταν ο κληρονόμος του Δαυίδ και είπε:

«Άνθρωποι, έχουμε διδαχθεί την γλώσσα των πουλιών ((`ullimnā mantiq at-tayr) και όλες οι χάρες μας έχουν σταλθεί».

Οπουδήποτε διαβάζουμε για ήρωες, όπως ο Σινγφριντ στους Βόρειους θρύλους, που καταλαβαίνει αυτή την γλώσσα των πουλιών, που μόλις νίκησαν τον δράκο, και ο συμβολισμός στην ερώτηση μπορεί να κατανοηθεί από αυτό.

Η νίκη πάνω στον δράκο έχει σαν άμεση επίπτωση, την κατάκτηση της αθανασίας που αντιπροσωπεύεται από κάποιο αντικείμενο, το πέρασμα προς το οποίο έχει κρυφτεί από τον δράκο, και η κατάκτηση της αθανασίας υποδηλώνει επανεγκατάσταση στο κέντρο της ανθρώπινης κατάστασης, που είναι στο σημείο όπου εγκαθίσταται η επικοινωνία με τα υψηλότερα επίπεδα της ύπαρξης.

Είναι αυτή η επικοινωνία που αντιπροσωπεύεται από την κατανόηση της γλώσσας των πουλιών και, πράγματι τα πουλιά πολύ συχνά συμβολίζουν τους Αγγέλους, που είναι ακριβώς τα υψηλότερα επίπεδα της ύπαρξης.


Αυτή είναι η σημασία, στην παραβολή του Ευαγγελίου του κόκκου του σπόρου του σιναπιού, «των πουλιών του αέρα», που ήρθε να καθίσει στα κλαδιά του δέντρου 1 – το Δέντρο αντιπροσωπεύει τον άξονα που περνάει μέσα από το κέντρο από κάθε επίπεδο της ύπαρξης και συνδέει όλα τα επίπεδα μεταξύ τους.2




Στο κείμενο του Quran που δίνει παραπάνω τον όρο “ as-sāffāt ” λογοτεχνικά δηλώνει τα πουλιά, αλλά συμβολικά αναφέρεται στους αγγέλους (al-malā’ikah), και η πρώτη γραμμή προσδιορίζει την σύνταξη των ουράνιων και πνευματικών ιεραρχιών.3

Η δεύτερη γραμμή δηλώνει τον αγώνα των Αγγέλων απέναντι στους δαίμονες, τις ουράνιες δυνάμεις απέναντι στις εσωτερικές, την αντίθεση ανάμεσα στα υψηλότερα και τα κατώτερα επίπεδα.4

Στην Ινδουιστική παράδοση αυτός είναι ο αγώνας των Devasαπέναντι στους Asuras και επίσης, σύμφωνα με ένα συμβολισμό που φτάνει πολύ κοντά στον συμβολισμό του δικού μας θέματος, η μάχη του Garuda απέναντι στον Naga που είναι, επιπλέον, κανένας άλλος παρά το παραπάνω αναφερόμενο ερπετό ή δράκος.

Ο Garuda είναι ο αετός και αλλού την θέση του έχουν πάρει άλλα πουλιά, όπως η ίβις και ο πελαργός 5, όλα εχθροί και καταστροφείς των ερπετών.

Τελικά στον τρίτο στίχο, οι άγγελοι απαγγέλλουν το dhikr που φυσικά σημαίνει την απαγγελία του Quran-δεν χρειάζονται να πούμε, το Quran εκφρασμένο στην ανθρώπινη γλώσσα, αλλά το αιώνιο του πρωτότυπο περιγεγραμμένο στον Φυλαγμένο Πίνακα (al-lawh al-mahfūz , που απλώνεται από τον Παράδεισο στην Γη όπως η σκάλα του Ιακώβου μέσα και πέρα από όλους τους βαθμούς της Συμπαντικής Ύπαρξης 6

Παρόμοια στην Ινδουιστική παράδοση, τα Devas στον αγώνα τους απέναντι στα Asuras προστάτευσαν τον εαυτό (acchandayan) τους απαγγέλοντας Βεδικούς ύμνους στους οποίους γι αυτό τον λόγο τους είχε δοθεί το όνομα των chandras, μια λέξη που δηλώνει ρυθμό.

Η ίδια ιδέα περιέχεται στην λέξη dhikr, η οποία στον ισλαμικό εσωτερισμό, χρησιμοποιείται στην ρυθμική φόρμουλα του που επικοινωνεί με την Ινδική μάντρα. 

Η επανάληψη αυτών των στερεοτύπων σκοπεύει να φέρει στην επιφάνεια την αρμονιοποίηση των διαφορετικών στοιχείων της ύπαρξης και να προκαλέσει δονήσεις οι οποίες μέσω των αντίκτυπων διαμέσου όλης της ιεραρχίας των επιπέδων, μπορούν να ανοίξουν δίαυλο επικοινωνίας, με τα υψηλότερα επίπεδα. Αυτό επιπλέον είναι, μιλώντας γενικά, ο βασικός και ο πρωταρχικός σκοπός όλων των τελετουργικών.

Αυτό μας οδηγεί κατευθείαν σε αυτό που αναφερόταν στην εισαγωγή σχετικά με την γλώσσα των πουλιών, που μπορεί επίσης να ονομαστεί «Γλώσσα των Αγγέλων», και που συμβολίζεται στον ανθρώπινο κόσμο με ρυθμική γλώσσα, γιατί η επιστήμη του ρυθμού, που έχει πολλές εφαρμογές, είναι στην πραγματικότητα τελικά η βάση όλων των σημασιών που μπορούν να ενεργοποιηθούν, ώστε να μπουν σε επικοινωνία
με τα ανώτερα επίπεδα της ύπαρξης.

Γι αυτό τον λόγο έχει ειπωθεί σε κάποια ισλαμική παράδοση ότι ο Αδάμ, ενώ ήταν στον Γήινο παράδεισο, μιλούσε με ρυθμό, που είναι η ρυθμική γλώσσα.


Αυτός είναι επίσης ο λόγος γιατί τα Ιερά Βιβλία είναι γραμμένα σε ρυθμική γλώσσα  γιατί ξεκάθαρα τα μετατρέπει όλα μαζί σε κάτι διαφορετικό από τα απλά «ποιήματα» (στο απλό βέβηλο νόημα) των οποίων η αντι-παραδοσιακή προκατάληψη της κριτικής θα μπορούσε να τα έχει.

 Ούτε η ίδια η ποίηση, στην καταγωγή της, η μάταιη λογοτεχνία έχει δημιουργηθεί σαν αποτέλεσμα του εκφυλισμού, που είναι μέρος της κατηφορικής πορείας του ανθρώπινου κύκλου 7

Είχε αντιθέτως ένα αληθινό ιερό χαραχτήρα. Παραδείγματα μπορούν να βρεθούν πίσω στην κλασσική Δυτική αρχαιότητα ,της ποίησης που αποκαλείται «γλώσσα των Θεών », μια έκφραση ισότιμη σε αυτό που ήδη χρησιμοποιούμε για τους «Θεούς» που είναι τα “Devas” 8, τα οποία αντιπροσωπεύουν όπως οι άγγελοι, τα υψηλότερα επίπεδα της ύπαρξης.

Στα λατινικά, οι στίχοι αποκαλούνται carmina, ένα όνομα που συνδέεται με την χρήση τους στην ολοκλήρωση των τελετουργικών, γιατί η λέξη Carmen συσχετίζεται με το Σασκριτικό Κάρμα, το οποίο πρέπει να γίνει κατανοητό εδώ στην ειδική ερμηνεία του σαν «τελετουργική ενέργεια».9

Ο ποιητής από μόνος του ο ερμηνευτής της ιερής γλώσσας, που είναι σαν ένα διαπεραστικό πέπλο πάνω από τον Θεϊκό Κόσμο, ήταν δεξαμενή που σημαίνει ένα συγκεκριμένο βαθμό της προφητικής έμπνευσης.

Αργότερα με μια περαιτέρω αποσύνθεση 10, οι δεξαμενές μετατράπηκαν σε τίποτε περισσότερο από «Θεϊκές» 11 και Carmen (από όπου και η λέξη charm) τίποτε περισσότερο από ξόρκια κάτι το οποίο βγαίνει στην επιφάνεια από την χαμηλότερη μαγεία.

Έχουμε εδώ μια άλλη διαπίστωση του γεγονότος ότι η μαγεία – θα μπορούσαμε να πούμε ακόμη και μαύρη μαγεία - είναι το τελευταίο που μένει πίσω, όταν οι παραδόσεις εξαφανίζονται.


Αυτές οι λίγες ενδείξεις θα μπορούσαν να είναι αρκετές για να δείξουν πόσο ανόητο είναι να δημιουργεί κάποιος αστείες ιστορίες που λένε για την «Γλώσσα των Πουλιών».

Είναι τόσο εύκολο και τόσο απλό να θεωρηθούν ως «προκαταλήψεις» καθετί που δεν μπορεί να κατανοηθεί. Αλλά οι αρχαίοι από μόνοι τους ήξεραν πολύ καλά τι εννοούσαν όταν χρησιμοποιούσαν την συμβολική γλώσσα.

Η αληθινή προκατάληψη στην ακριβή ετυμολογική έννοια της αυτό που ζει περισσότερο από μόνη της, που είναι το « νεκρό γράμμα».

Αλλά αυτό το πολύ ζωτικό, αλλά και αδιάφορο όπως φαίνεται, δεν είναι τίποτα περισσότερο από τελείως συγκεκριμένο, γιατί το Πνεύμα που « κινείται εκεί που ακούγεται » (και όταν κινείται μπορεί πάντα να φέρνει νέα ζωή στα σύμβολα και στα τελετουργικά), και να τους επιστρέφει το χαμένο νόημα και την πληρότητα της γνήσιας αρετής τους.





1 Δες τον Άνθρωπο και το Αποτέλεσμα του σύμφωνα με το Verdana,p.41, ch..1
2 Στο μεσαιωνικό σύμβολο του Peridexion (μια διαστρέβλωση του Paradision) κάποιος μπορεί να δει πουλιά στα κλαδιά ενός δέντρου και έναν δράκο στα πόδια του (δες τον Συμβολισμό του Σταυρού , χ. ΙΧ).
Σε μια σπουδή του Συμβολισμού των «Πουλιών του Παραδείσου», ο Charbonneau –Lassay είχε αναπαράγει μια έκδοση ενός κομματιού γλυπτού στο οποίο το πουλί φαίνεται μόνο με ένα κεφάλι και φτερά, ένας τύπος με τον οποίο φαίνονται συχνά οι Άγγελοι.
3Η λέξη saff, “rank”είναι μια από τις πολλές που έχουν προταθεί σαν η καταγωγή της λέξης sufi και tasawwuf (Sufism).Εν τω μεταξύ αυτή η διαίρεση δεν φαίνεται να είναι αποδεκτή από την απλή γλωσσολογική άποψη, δεν είναι λιγότερο αλήθεια σαν πολλές άλλες διαιρέσεις του ίδιου είδους, εκπροσωπεί μία από τις ιδέες που πραγματικά περιέχονται σε δυο όρους, για τις «πνευματικές ιεραρχίες» είναι ουσιαστικά σχετικές με τους βαθμούς της μύησης.
4 Η αντίθεση υπάρχει σε όλα τα όντα στην μορφή των δυο τάσεων, μια προς τα επάνω και η άλλη προς τα κάτω, που ονομάζονται sattva και tames στην Ινδουιστική παράδοση .
Είναι αυτό που επίσης συμβολίζεται στον Μανιχαϊσμό με τον ανταγωνισμό ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι , προσωποποιημένα με τον Ormuzd και Ahriman.
5 Δες σε αυτή την σύνδεση , τις αξιόλογες εργασίες του Charbonneau –Lassay στα σύμβολα των ζώων στον Χριστό (Bestiaire du Christ).
Είναι απαραίτητο να τονίσουμε ότι η συμβολική αντίθεση ανάμεσα στο πουλί και στο ερπετό υπάρχει όσο βλέπεται στην βλαβερή όψη του.
Στην ωφέλιμη όψη του ενώνεται πολλές φορές με το πουλί όπως στην φιγούρα του Quetzalcohuatl στην αρχαία αμερικάνικη παράδοση.
Από την άλλη πλευρά η μάχη μεταξύ του αετού και του φιδιού τονίζεται και στους Μεξικάνικους Μύθους.

Σε σύνδεση με την ωφέλιμη όψη μπορούμε να επικαλεστούμε το κείμενο της Βίβλου

«Γίνε σοφός σαν τα ερπετά και άκακος όπως τα περιστέρια» (Ματθαίος Χ,16).
6 Σ ε σχέση με τον συμβολισμό του βιβλίου , με το οποίο συνδέεται κατευθείαν , δες τον Συμβολισμό του Σταυρού, χ. XIV
7 Κάποιος μπορεί να πει, γενικά ότι η τέχνη και η επιστήμη έχουν γίνει ασεβής με μια διαστρέβλωση, που τις έχει μετατρέψει από τον παραδοσιακό χαραχτήρα τους και με περίπτωση σε οτιδήποτε τονίζει ότι υπάρχει ένα υψηλότερο νόημα.
Αυτό το αντικείμενο έχει συζητηθεί κατ’ επέκταση στο Εσωτερισμό του Δάντη, χ. ΙΙ, Η κρίση του Σύγχρονου Κόσμου, χ.IV, και Η Βασιλεία της Ποσότητας, καθώς και τα σημάδια των Καιρών, χ. VIII.
8 Το Σανκριτικό Deva και το Λατινικό Deus είναι η ίδια λέξη.
9 Η λέξη « ποίηση » προέρχεται από τη ελληνική λέξη ποιείν που έχει το ίδιο νόημα όπως και η σανσκριτική ρίζα Kri από την οποία προέρχεται και η λέξη karma, και η οποία βρίσκεται στο λατινικό ρήμα creare να γίνεται κατανοητή σύμφωνα με την αρχική της σημασία.
Η ιδέα που αναφέρεται ήταν αρχικά διαφορετική από την απλή παραγωγή της καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής εργασίας στον βέβηλο ορισμό της που ο Αριστοτέλης φαίνεται να είχε αποκλειστικά στο μυαλό του όταν μιλούσε γι’ αυτές που ονομάζονται «ποιητικές επιστήμες».
10 Η πρώτη διαστρέβλωση ήταν η απομόνωση από τις δεξαμενές από την γενικότητα, που είναι το αποτέλεσμα της απόσπασης περισσότερο από μια αρχή (Σημείωση του μεταφραστή).
11 Η λέξη «Θεϊκός» από μόνη της διαιρέθηκε όπως και το νόημα της, γιατί ετυμολογικά δεν τίποτε περισσότερο από θεϊκός , που σημαίνει «ο ερμηνευτής των Θεών».
Οι «ευοίωνοι » οιωνοί που ανελκύθηκαν από την πτήση και το τραγούδι των πουλιών, σχετίζονται ειδικά με την «Γλώσσα των Πουλιών», κατανοούνται εδώ με την λογοτεχνική έννοια τους αλλά δεν προσδιορίζονται λιγότερο ως «Γλώσσα των Θεών», εφόσον οι Θεοί ήρθαν για να κάνουν γνωστή την θέληση τους μέσα από οιωνούς.
Τα πουλιά παίζουν λοιπόν το ρόλο των αγγελιοφόρων ανάλογα (αλλά σε ένα χαμηλότερο στάδιο) στο σημείο που είναι γενικά συσχετισμένο με τους Αγγέλους (που το όνομα τους είναι αυτό ακριβώς δηλαδή αγγελιοφόροι και είναι το νόημα της ελληνικής λέξης Άγγελος).


*Μετάφραση στα Ελληνικά από το Αγγλικό κείμενο από την Κατερίνα Κωστάκη

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ  http://endlesslifejourney.blogspot.gr/2013/11/blog-post_4.html

Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Γιάννης Ρίτσος-Αποχαιρετισμός

(Ο Γ. Αυξεντίου, αποκλεισμένος
στη σπηλιά του της Μονής Μαχαιρά Μονολογεί)




Tέλειωσαν πια τα ψέματα – δικά μας και ξένα
Η φωτιά η παντάνασσα πλησιάζει. Δεν μπορείς πια
Να ξεχωρίσεις αν καίγεται σκοίνος ή φτέρη ή θυμάρι. Η φωτιά πλησιάζει.
Κι όμως πρέπει να προφτάσω να ξεχωρίσω,
Να δω, να υπολογίσω, να σκεφτώ – ( για ποιόν; Για μένα;
Για τους άλλους; ) Πρέπει.
Μου χρειάζεται πριν απ’ το θάνατό μου μια ύστατη γνώση, η γνώση του θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω.
Οι άλλοι τέσσερις έφυγαν. Στο καλό. Τι ησυχία – σα νάναι εδώ να γεννηθεί ένα παιδί ή να πεθάνει ένας μάρτυρας, και περιμένεις ν’ ακουστεί μια πελώρια κραυγή ( του παιδιού ή του Θεού ), μια κραυγή πιο τρανή απ’ τη σιωπή
Που θα ρίξει τα τείχη του πριν, του μετά και του τώρα, να μπορέσεις να θυμηθείς, να μαντέψεις, να ζήσεις μαζί, μες σε μια άχρονη στιγμή, τα πάντα. Όμως τίποτα.
Μαρμαρωμένη ησυχία, – μ’ όλo που ακούγονται
Οι ντουφεκιές κ’ οι φωνές – πόσο ξένα, δεν ακούγονται, χαράζονται
Στεγνά σα σύρματα κομμένα ή σα νερά που κρυστάλλωσαν πριν πέσουν
Και μένουν σ’ έναν ξένο χώρο, σταματημένα κ’ αιχμηρά.
Τι ησυχία, -
Μ’ όλο που ακούγεται η έλευση της φωτιάς. Δεν είναι ώρα πια για πίσω. -
Πίσω και πλάι και πάνω, το φράγμα της πέτρας, μπροστά ένας μικρός ή ο ατελείωτος θάνατος, στη μέση
( στη μέση ; ) εγώ. – Τι είναι ένας άνθρωπος κλεισμένος στη φωτιά και στην πέτρα, που η μόνη του διέξοδος :
Ένας τμηματικός θάνατος ; Πρέπει να τον γνωρίσω.
Δεν προφταίνω.
Ίσως και να μπορούσα να γλυτώσω. Ίσως μπορούσα
ν’ αντέξω την καταφρόνια ή την συγγνώμη ή την λησμονιά των άλλων. Όμως εγώ θα μπορούσα να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε μαζί ; κείνο το μέγα καρδιοχτύπι της σημαίας μας ; Θα μπορούσα να βολευτώ στον ίσκιο μιας γωνιάς με σταυρωμένα τα χέρια γύρω στα σταυρωμένα γόνατα
σα μνησίκακη, μεμψίμοιρη ή αμέτοχη αράχνη
που πλέκει μόνο με το σάλιο της τα δίχτυα της ;
Ίσως μπορούσε, κ’ έτσι ακόμη, νάταν όμορφα -
Μια πεταλούδα παραπλανημένη ίσως θαρχόταν κάποτε να καθίσει στα κάγκελα του παραθύρου
Παίζοντας αόριστα, όχι για μένα, (μα ίσως και για μένα), τη δίδυμη, λεπτή σημαιούλα της,
Μια γραμμή φως ίσως περνούσε απ’ τη χαραματιά της πόρτας σαν το μικρό δαχτυλάκι μιας φίλης
Που τραβάει επιτιμητικά μια γραμμή στη σκόνη του τραπεζιού σου με τα τεφτέρια σου.
Η φωνή ενός παιδιού – δε μπορεί – θ’ ακουγόταν στα χωράφια ένα απόγευμα κ’ η ματιά μιας γυναίκας που ονειρεύεται χαμογελώντας – η ματιά της, χαμένη στο βράδυ, θα σ’ άγγιζε,
Η ματιά μιας γυναίκας που δε σ’ είδε και την είδες.
Ίσως και νάταν καλά. Ένας γλόμπος που θ’ άναβε νωρίς μπροστά στην καγκελόπορτα της φυλακής σου
μες στο ρόδινο ανοιξιάτικο δείλι, θάταν ίσως
τούτος ο γλόμπος η απαλή καμπύλη ολόκληρης ακρογιαλιάς, θα μαζεύονταν πάνω του τα έντομα
σαν τα μικρά καΐκια σ’ ένα λιμανάκι του νησιού μας.
Παντού μπορείς να ταξιδέψεις κι ασάλευτος.
Μονάχα η τελευταία ακινησία : αταξίδευτη. Δε μπόρεσα να φύγω.
Δε χωρούσα. Ήταν η έξοδος στενή. Μούλειψε και το θάρρος
μήπως και δε μπορέσω να πεθάνω. Συχωράτε με.
Ίσως οι τέσσερις συντρόφοι μου νάταν πιο δυνατοί από μένα – δηλαδή πιο ειλικρινείς.
Εγώ ήμουν αδύναμος : Ντράπηκα.

Έσείς πηγαίνετε. ( Φύγανε.) Δε σας κρατώ. ( Φύγανε κιόλας. ) Στο καλό.
Η φωτιά πλησιάζει. Συχωράτε με, φίλοι που δεν μπόρεσα να σας ακολουθήσω, που σας άφησα μόνους σε τούτη την έξοδο. Είναι η πρώτη φορά. Δε μπορούσα. Συγχωρέστε με.
Κι όμως, το νιώθω ακόμη, θα μπορούσα να ζήσω οπουδήποτε, στην ερημιά σαν κουρασμένος πεισματάρης βράχος, ξεχασμένος, ή ν’ αδικιέμαι, ν’ αδικώ, να βλέπω ν’ αδικούνται οι φίλοι μου και να σωπαίνω, ή σα δαρμένος, μαδημένος σκύλος που κοιτάει καχύποπτα τη σκιά ενός σπουργιτιού και τη σκιά του,
Ή (το μελέτησα κι αυτό) ασκητεύοντας, να λειάνω με τις
ρώγες των δαχτύλων μου
(μαλακωμένες πια απ’ την αχρηστία) να λειάνω μια πέτρα κι ώρες ν’ αποξεχνιέμαι κοιτάζοντας τις ασάλευτες φλέβες της, κι έτσι σκυφτός
να κλαίω αμίλητα απ’ την ευτυχία να υπάρχω.
Δε μπόρεσα.
Αν έβγαινα παραδίνοντας τα κλειδιά μου, μπουσουλώντας με χέρια και με πόδια (κάθε έξοδος είναι στενή, συντρόφια μου), αν κινούσα να παραδώσω σα σκισμένη σημαία την ψυχή μου – Ποια ψυχή μου ;
Δεν πρόφτασα όλη να τη δοκιμάσω, να τη γνωρίσω ολόκληρη. Μου χρειάζεται τούτη η στιγμή, να μάθω που και τι θα παραδώσω ή δε θα παραδώσω. Ξέρω πως θα μπορούσε νάμαι στη θέση σας, αδέρφια μου που φύγατε, γιατί ξέρω, όπως κι εσείς, τι θα πει πόνος και φόβος,
μα εγώ είχα ένα φόβο πιο μεγάλο απ’ τον πόνο μου κι απ’ το φόβο σας, όχι μονάχα το φόβο του κορμιού μου, μα και τον φόβο της ψυχής μου, που δεν την ξέρω – ο ίσκιος της κάθε κίνησής μου μεγάλωνε απέραντα πάνω σ’ έναν τρομαχτικά κάτασπρο τοίχο,
και κάθε σφυγμό μου τον άκουγα να πέφτει μες στο πάντοτε γράφοντας στέρεους κ’ υδάτινους κύκλους ατελείωτους. Έτσι με τούτο το φόβο της ψυχής μου γλύτωσα απ’ το φόβο του κορμιού μου. Ωστόσο ξέρω όλο το φόβο, και μπορείτε να με πιστέψετε, γιατί κανένας μας δεν είναι που να θέλει να πονάμε ή να φοβόμαστε.
Εδώ τουλάχιστο, μπορείτε να με πιστέψετε.
Εδώ δεν είναι δύσκολο ν’ αγαπηθούμε. Όλα είναι τόσο δύσκολα, κ’ ίσως για τούτο και ν’ αξίζουν. Όμως δε θα μπορούσα να περπατήσω με κομμένα τα γόνατα της ψυχής μου. Με του κορμιού μου, τα πόδια και τα χέρια κομμένα, θα το μπορούσα. Συχωράτε με. Γεια σας.

Εφυγαν. Ησυχία. Τι μοναξιά πυκνοκατοικημένη. Τα πάντα πυκνά και διαλυμένα. Το απέραντο δίχως βάρος μάρτυρες. Σε ποιόν να μιλήσω και γιατί ; Αν είχαν τουλάχιστο μείνει. -
Δεν πρέπει να βουλιάξω μέσα μου. Ας κρατηθώ έστω απ’ τη φωνή μου, απ’ τον ήχο του δικού μου ντουφεκιού, να μείνει το κεφάλι μου έξω ή μοναχά το μέτωπό μου και τα μάτια μου. Θέλω να βλέπω.
Θέλω να φανταστώ τα δέντρα, τα παράθυρα, τα πράγματα, να νιώσω τη σπιτίσια ζεστασιά τους, ν’ αντιμετωπίσω αυτή τη μεγάλη παγωνιά της φωτιάς που πλησιάζει. Μια καρέκλα ακουμπισμένη στη γωνιά μιας κάμαρας μπορεί και νάναι, λέω, σαν εσωτερικό καμπαναριού, όπου ο ήχος της καμπάνας στρογγυλός κατεβαίνει γεμίζοντας με κυριακάτικη ησυχία το σπίτι. Δε μπορώ να συνεχίσω.
Μοιάζει ανέφικτη η νίκη δίχως μάρτυρες που να τη διαλαλήσουν.
Θέλω να φανταστώ το πτώμα μου τριγυρισμένο από κλαμένους φίλους και μεσίστιες σημαίες για να μπορέσω να παραιτηθώ απ’ το σώμα μου. Κανείς τριγύρω μου. Μάρτυρας μόνος η φωνή μου – κι αυτή πώς να περάσει τη φωτιά και την πέτρα ;
Πρέπει μονάχος να τα βγάλω πέρα. Τι ησυχία ! – σα μόνιμη. Ρητή. Το παγούρι μου θυμίζει πως κιόλας δε διψώ. Δε θα διψάσω πια. Κι όμως το γυλιό μου εκεί στο καρφί κρέμεται ακόμη με την έκφραση του πρώτου άστρου της βραδιάς πάνω απ’ την παραλία της Λεμεσός την ώρα που τα γκαρσόνια καταβρέχουν με λαστιχένιους σωλήνες το πεζοδρόμιο ύστερα από την τρομερή ζέστη μιας μέρας του Ιούλη, την ώρα που βγάζουν τα πρώτα τραπεζάκια στην προκυμαία για τους βραδινούς πελάτες, την ώρα που κι ο πιο μικρός θόρυβος του πιο μικρού ψαριού, εκεί δίπλα, στα ρηχά, φωνάζει :
” αύριο, αύριο, αύριο”.
Ναι, θα μπορούσα να ζήσω οπουδήποτε, στη μοναξιά, στη λησμονιά, οπουδήποτε, απόστρατος κι ανεύθυνος, δίχως φθόνο, να χαίρουμαι τα κατορθώματα των άλλων, ένδοξες πράξεις, που δεν έκανα εγώ – να κοιτάω τη διαδρομή ενός αργοπορημένου μερμηγκιού που κουβαλάει μες στο ολοπόρφυρο λιόγερμα ένα σπυρί καλαμπόκι πιο μεγάλο απ’ το μπόι του και να νιώθω όλης της γης το κάλεσμα και του καλοκαιριού τη ζέστα με τα πόδια αυτού του μερμηγκιού, κι όλου του κόσμου η ευγνωμοσύνη αμίλητη να στέκει μες στα μάτια μου καθώς θ’ ακούω αιώνια κείνο το ψαράκι να φωνάζει :
“αύριο, αύριο”. Ποιο αύριο σήμερα ;
Τρομερή παγωνιά τούτη η ζέστη. Δεν προφταίνω. Ο αέρας χάνεται. Και πρέπει να εξαντλήσω την προθεσμία μου. Ν’ αφήσω και κάποια διαθήκη. Τι χρειάζεται ;
Θα την κάψει κι αυτήν η φωτιά. Δε θα την κάψει.
Τι δύσκολα, λοιπόν που τελειώνει η ζωή. Και πρέπει να προλάβω να ζήσω αυτή την τελευταία μου δυσκολία, να την κερδίσω, κ’ ίσως να τη δώσω σα μια χαρά στους άλλους. Πως ; Με τι ; ” Μα πρέπει “.
Τι πρέπει ; Ποιος μιλάει ; Τι λέει ; Γιατί ; ” Μα πρέπει “.
Εδώ ούτε καθήκοντα, ούτε ανάγκες πια. Ποιος προστάζει; Τι ζητούν από μένα ; και ποιοι ; Κ’ οι φτωχοί, κ’ οι αδικημένοι, κ’ η πατρίδα, κι ο κόσμος, κι ο εαυτός μου ; Καθήκοντα κι ανάγκες. Ναι. Καθήκοντα κι ανάγκες.
Ένα κόκκινο φως μέσα κ’ έξω. Το αίμα κι ο αγέρας.
Υπάρχουν. Υπάρχω. Να υπάρξουμε.
Θα υπάρξουμε. Ένα κόκκινο φως η στιγμή μου. Και πρέπει να δέσω τις σκέψεις με τα πράγματα – να υπάρξουν χεροπιαστά. Και δεν έχω καιρό. Και τα πράγματα φύγαν. Δεν τα βλέπω.
Οι άπιαστες σκέψεις απομένουν μόνο και πρέπει αυτές, τουλάχιστο, να τις κρατήσω – νάβρω κάποιο τρόπο να τις δώσω.-
Και τούτο δω το σαλιγκάρι που ανηφοράει ανέμελο στην πέτρα, αυτό και το εκκλησάκι του μαζί, – που πάει ; Δεν προσέχει. Να του μιλήσω ; να του εμπιστευτώ ; Είναι κουφό. Σα να μην έχει πάρει δανεικά από κανέναν, – τραβάει αυτό και το εκκλησάκι του μαζί. – Πρέπει λοιπόν να προφτάσω ολομόναχος, – τι να προφτάσω ;
Δεν είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για να σκεφτείς η στιγμή του θανάτου, κ’ είναι η μόνη που την έχεις ακέρια, γιατί είναι το τέλος, και δω δε χωράνε διαψεύσεις κι απάτες – ποιος ο λόγος άλλωστε ;

Έίμαι 29 μόλις χρονώ και το μόνο που ξέρω είναι πως θέλω να ζήσω. Δεν πρόφτασα ακόμη να σκεφτώ, μια και δεν πρόφτασα να ζήσω. Μες στη μάχη τι να σκεφτείς ;
Δεν πρόφτασα. Μου χρειάζεται, τουλάχιστο, τούτη η ολόκληρη στιγμή μου για να ζήσω ολόκληρος. Θυμάμαι-.
Ήταν άνοιξη τότες. Καθόμασταν άκρη – άκρη στο λιμάνι της Αμμόχωστος,
Και ξέρω τώρα-δεν τόξερα – τότες – ήταν όμορφη η ζωή, ( κ’ είναι, κ’ ίσως πιο όμορφη πάντα – όλο πιο όμορφη γίνεται – τη φτιάχνουμε )
ήταν όμορφα τα στάχυα, τα κίτρα, τ’ αμπέλια, τα σπίτια, οι γυναίκες, τα καΐκια -
όμορφα πούπαιζαν οι ανταύγειες του νερού στα πλευρά των καραβιών – όμορφες κ’ οι σκιές των καραβιών μες στο νερό. Σκιές γλάρων περνούσαν πάνω απ’ την προκυμαία, πάνω απ’ τα στρογγυλά τραπεζάκια του υπαίθριου καφενείου με τα φλιτζάνια του καφέ, κ’ έτσι όπως κουβεντιάζαμε, τρεις παλιόφιλοι,
δίχως ν’ ανασηκώνουμε καθόλου το κεφάλι
νιώθαμε πως οι γλάροι ήταν απάνω μας και πίναμε μαζί με τον καφέ κάτι απ’ τη φευγαλέα σκιά των γλάρων,
μια γέψη απλοχωριάς, φιλίας κ’ ελευθερίας.
Ε, ναι, είναι όμορφη η ζωή, κ’ εγώ ήμουν όμορφος,
( γιατί ήμουν ; Είμαι. )
Κι όλα μπορούμε να τα φτιάξουμε όμορφα χέρι με χέρι.
Συχνά τα καλοκαίρια μες στην κάψα του μεσημεριού – και στο χιόνι – ένιωσα να στεριώνει η ζωή μ’ εμπιστοσύνη τη σημαία της μες στα σκέλια μου,
Κι όταν ακόμα με κύκλωνε ο φόβος μ’ όλους τους κυκλώπειους ίσκιους του
Κι όταν μου τράνταζε τα φυλλοκάρδια η σημαία της πατρίδας που κρατούσα στα χέρια
Καθώς την πλαταγίζαν οι νευρώδεις άνεμοι, κείνη η άλλη σημαία δεν ξεχνιόταν. Ήταν όμορφα. Τώρα δε χωράει κάτι τέτοιο. Διάλεξα τη φωτιά.
Η απόφασή μου πάρθηκε. Είμαι έτοιμος.
Λέτε νάναι πιο φαρδιά η πύλη του θανάτου ; Εδώ τελειώνω. Δεν ξέρω πάρα κάτω.
Τ’ άλλα φτιάχτε τα, πείτε τα, εσείς. Κέρδισα ακόμη μια στιγμή μεγάλη σαν ολόκληρο τον πόνο. Δεν ήξερα πως μια στιγμή μπορούσε νάχει τόση διάρκεια.
Δεν είχα φανταστεί πως ο πόνος μπορούσε να σκέφτεται. Κι όλα έχουνε το βαθύ νόημά τους και προσμένουν να το βρούμε. Κι ο κόσμος θα φτώχαινε
αν έλειπε ένα χαλικάκι, ένα τζιτζίκι, ή κ’ η φωνή του γαλατά μες στο χάραμα. Τόμαθα.
Μήπως αυτό είναι τάχα κείνο που λένε ηρωισμός ;
Και που ωστόσο δεν τόξερε εκείνος που τον έλεγαν ήρωα; Και μήπως τάχα η σκέψη νικάει τη σιωπή, τη φωτιά και το χρόνο κι αυτό το λέμε μοίρα ;
Δεν τόξερα. Τόμαθα. Γεια σας.Α

Αυτή την πιο όμορφη στιγμή μου σας την αφήνω, αδέρφια. Αυτό είναι το ντουφέκι μου – ολοκαίνουργιο τ’ όπλο του ανθρώπου. Και τούτο το ντουφέκι, που μου καίει τα χέρια, το αγαπάω, αυτό το ντουφέκι το δροσίζω με Δεν είναι κακό να με δείτε να κλαίω – είμαι πολύ συγκινημένος απ’ όλα κι απ’ τον εαυτό μου και πιο συγκινημένος απ’ την ανακάλυψη αυτής της συγκίνησης.
Αν με γνωρίζατε αυτή τη στιγμή θ’ άξιζε και να με αγαπήσετε, όπως κ’ εγώ σας αγαπάω χωρίς ταπεινοσύνη ή περηφάνεια. Μα ποιος θα σας μεταδώσει τούτη τη στιγμή ; Δεν τη χωράνε τα λόγια, τα χέρια, τα μάτια, ούτε η πράξη, ούτε η σκέψη – είναι μεγάλη σαν εκείνο που λέμε πατρίδα μεγάλη σαν αυτό που λέμε γη μεγάλη σαν όλο τον κόσμο.(Τι αλλιώτικη που είναι η φωνή μου.) Σαν όταν δουλεύεις, με δικιά σου θέληση, στο χωραφάκι του φτωχού και δίψασες το μεσημέρι
Και παρατάς την τσάπα σου γερτή όλο εμπιστοσύνη στον κορμό της μονάκριβης συκιάς
Και σκύβεις στο ρυάκι να πιεις κι αντικρίζεις στο γάργαρο ρυάκι το πρόσωπό σου ωραίο, ξαναμμένο απ’ τη δουλειά, τον αγέρα, τη νιότη, τον ήλιο,
Κι αποθαμάζεις στο νερό τα αστραποβόλα μάτια σου,
και τούτο δε σε σταματάει
μα πίνεις το νερό μαζί με τον εαυτό σου. Ξεδιψάς κι αναγέρνεις κατόπι το κεφάλι στον ουρανό σάμπως να ψάχνεις κάποιον νάβρεις στα ψηλά για να του πεις ευχαριστώ κ’ είναι ο ουρανός κ’ η γη μέσα σου
κι όξω απέραντα κι ολόφωτα κ’ είναι όλος ο κόσμος
δικός σου και μπορείς να τον δώσεις.
Αυτή η στιγμή είναι ανεπανάληπτη, γιατί είναι η αιωνιότητα, κ’ η αιωνιότητα υπάρχει και τη δημιουργούμε – δεν επαναλαμβάνεται σαν κάτι που έρχεται και φεύγει και ξανάρχεται. Λοιπόν μην κλαίτε.
Όμως εμένα αφήστε με να κλάψω, γιατί σε λίγο, το μαντεύω, δε θα μπορώ πια να κλάψω μες στην αναγνώριση της ευτυχίας πως μπορώ να πεθάνω.
Συχωρέστε με.
Κι αλήθεια, ξέχασα να σας πω το κυριότερo
-που μόλις τώρα τόμαθα-
δεν είναι τόσο δύσκολος ο θάνατος. Το αντίθετο μάλιστα.
Και σας βεβαιώνω τώρα με το αίμα μου :
ποτέ δεν ήταν τόσο ευτυχισμένος ο Χριστός
όσο την ώρα που το τελευταίο καρφί τον άφησε ακίνητο,
χωρίς να τον σκοτώσει,
για να κοιτάξει κατάματα τον ουρανό και τη θυσία του,
ποτέ ο Προμηθέας δεν αντίκρισε τόσο γαλήνια κι ολόφωτα τον κόσμο όσο την ώρα που
το ράμφος του όρνεου βρήκε τα μάτια του ξέροντας,
τότε μόνο, πως είχε αξιωθεί να δώσει το φως και τη φωτιά στον άνθρωπο,
κι ακόμα, ναι, ποτέ τόσο όμορφος δεν ήταν ο μικρός
Γρηγόρης Αυξεντίου 29 χρονών

Λέω τον αριθμό των χρόνων μου και κλαίω ξέροντας
πως θα τον προσθέσετε στη δόξα του έθνους μας
(ας μου συχωρεθεί κι αυτή μου η τελευταία αδυναμία).
Ακούω αυτόν τον αριθμό στα χείλη σας
και θάθελα να τον φιλήσω πάνω στα χείλη σας.
Ήμουν ίσως μικρός για τη δόξα – ίσως μικρός για μια τέτοια ευτυχία. Μια πράξη σωστή είναι το πήδημα του ανθρώπου έξω απ’ τη μοναξιά.
Είναι το σφίξιμο χιλιάδων χεριών κι ο όρκος όλων.
Είμαι έτοιμος.
Δε δέχομαι, όχι, τη θυσία για το θάνατο. Τη δέχομαι
Μονάχα για τη ζωή – για μια ζωή που πια δε θα
Απαιτεί καμιά θυσία. Είμαι έτοιμος.

Ποτέ δε θα μπορούσα να πιστέψω πως η στενότητα
μιας σπηλιάς μπορούσε να έχει τόση ευρυχωρία, μπορούσε να χωρέσει την πατρίδα με τις ελιές της,
τ’ ακρογιάλια της, τα βάσανά της, με τα καΐκια της
μ’ ολάνοιχτα πανιά στον αντρίκιον αγέρα της,
τον κόσμο με τα φλάμπουρά του, τα όνειρά του, τις καμπάνες του, και τα μικρά αγριόχορτα. Ανασαίνω,
μέσα σ’ αυτό το πέτρινο τούνελ που η έξοδός του
είναι το ίδιο το στόμιο του ήλιου. Το ξέρω :
από δω, κατευθείαν, θα περάσω νεκρός μες στον κόσμο.
Μην κλαίτε. Και ξέρω τώρα, όσο ποτέ,
Πως είναι δυνατή η ελευθερία. Γεια σας.
Τούτη την ώρα δεν τρομάζω τα μικρά ή μεγάλα λόγια -
Μπορώ να σκουπίσω τα μάτια μου στη σημαία μας
Μια και το ξέρω : στην απόλυτη στιγμή μου
μες απ’ το στόμιο του θανάτου οι συναγωνιστές μου
θα παραλάβουν απ’ τα χέρια μου φλεγόμενη
τη σημαία του ανένδοτου αγώνα, φλεγόμενη σαν πύρινο άλογο ικανό να διασχίσει το άπειρο και το θάνατο σαν άσβηστη δάδα μέσα σ’ όλες τις νύχτες των σκλάβων,
φλεγόμενη η σημαία μας σα μέγα αστραφτερό δισκοπότηρο για την Άγια Μετάληψη του Κόσμου.
Μπορώ να επαναλάβω :
Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου και το αίμα μου – το σώμα και το αίμα του Γρηγόρη Αυξεντίου
ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ’ το χωριό Λύση,
οδηγού ταξί το επάγγελμα,
πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα μόνο γράμματα όσα να φτιάχνουν τη λέξη
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
και που σήμερα, 2 του Μάρτη 1957, κάηκε ζωντανός στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά και σήμερα ακριβώς, 2 του Μάρτη, μέρα Σάββατο – μην το ξεχάστε, σύντροφοι -
Στις 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, και 3 πρώτα λεπτά,
γεννήθηκε ο μικρός Γρηγόρης ανάμεσα στα
ματωμένα γόνατα της πλάσης.

Δέκα ώρες είναι πάρα πολλές για όλα όταν έχεις ένα ντουφέκι, κάμποσες σφαίρες και το δίκιο με το μέρος σου
Όταν έχεις δικά σου 29 χρόνια και μπορείς
να τα διαθέσεις μόνος σου
όταν έχεις το θάνατο σου δικό σου. Γεια σας.
Όλο σας αποχαιρετώ κι ακόμα μένω. Ναι, η πιο μεγάλη πράξη της ζωής μας είναι η απόφαση του θανάτου μας,
Όταν υπάρχει κάποια διέξοδος όταν μπορείς και να τον αποφύγεις, και συ τον διαλέγεις
σαν τιμή και σα χρέος για τους άλλους,
πιο πέρα απ’ τις ανάγκες σου.
Όποιος μπορεί να νικήσει μια στιγμή τη ζωή του
Νικάει και το θάνατο. Τόμαθα.
( Αλλιώτικα που ακούγεται η φωνή μου σήμερα. Μην είναι αυτή που μου ζητάτε ; αυτή που θάθελα ν’ ακούσετε ; Μην είναι μονάχα αυτή η σωστή φωνή μου ;
ή η φωνή σας ; η φωνή όλων μας ; )
Τα πάντα είναι ανύπαρχτα πριν τα σκεφτείς και πριν τα πράξεις. Όχι μονάχα να τα σκεφτείς, ή μονάχα να τα πράξεις, μα να τα πράξεις και να τα σκεφτείς μαζί.
Και σεις, αδέρφια μου, πολύ με βοηθήσατε.
( Κανένας δεν υπάρχει μόνος χωρίς τη βοήθεια του άλλου. )
Εσύ που θα κλάψεις για το θάνατό μου με βοήθησες να πεθάνω με το κεφάλι ψηλά εσύ που θα πάρεις το ντουφέκι μου να εκδικηθείς το θάνατό μου
Με βοήθησες να πεθάνω ευτυχισμένος για σένα και για μένα. Με βοήθησαν κι αυτοί που πέσανε πριν από μένα.
Όπως και γω θα σας βοηθήσω.
Τούτη η ώρα δεν είναι για καυχησιές και ηρωισμούς,
όταν βρίσκεσαι κατάφατσα με το θάνατο,
και σας το λέω απλά, σα να στρίβω το τιμόνι του αμαξιού μου μιαν ανοιξιάτικη μέρα για ν’ αποφύγω μια σύγκρουση μ΄ ένα κάρο που το οδηγάει ένας ατζαμής χωριάτης ή για να μη χτυπήσω ένα παιδί που παίζει ανύποπτο στη λιακάδα ή ακόμα, ναι,
( και τούτη η τρυφερότητα δεν είναι αταίριαστη
σ’ έναν άντρα που πρόκειται να πεθάνει )
για να μη λιώσω ένα αγριολούλουδο που πήγε το μπαστάρδικο και φύτρωσε καταμεσίς στη δημοσιά
αθώο-αθώο και γαλανό σαν το μισόκλειστο ματάκι της πλάσης – ναι, τόσο απλά μπορώ να σας το πω, σα να στρίβω το τιμόνι του αμαξιού μου :
” Τ’ αληθινό μπόι του ανθρώπου μετριέται πάντα με το μέτρο της λευτεριάς “. Τίποτ’ άλλο. Γεια σας.
Αν λυπάμαι για κάτι είναι που πια δε θα μπορέσω να κάνω τίποτα για σας ( όχι σα φήμη ή σαν ιδέα ή σα θρύλος, μα με τούτα τα ίδια μου τα χέρια ),
Έτσι να πούμε, να, να ρίξω και γω μια ντουφεκιά στον αέρα στη γιορτή της απελευθέρωσης
ή να φορτώσω σ’ ένα μεγάλο φορτηγό εκατό τσουβάλια ψωμί, διακόσια τσουβάλια πατάτες,
να σηκώσω κείνης της γριούλας τη ζαλιά τα ξύλα μες στο δάσος να σηκώσω το άλογο του γέρου αγωγιάτη πούπεσε μες στη λάσπη κάποιο βροχερό πρωινό
να δώσω μια κλωτσιά και γω στη μπάλα που παίζουν τα πατριωτάκια το δείλι στο γήπεδο ή να δώσω μια σβερκιά στο φίλο ένα βραδάκι που θα λέει ένα άνοστο αστείο
ή να μοιράσω, μια μέρα που η δουλειά πήγε καλά, μια χαρτοσακούλα καραμέλες στα πιτσιρίκια της γειτονιάς μου ή ν’ ακουμπήσω αυτά τα δυνατά μου χέρια, που σήμερα τα αγάπησα, σ’ ένα τραπεζάκι της Αμμόχωστος και, δίχως να κοιτάω τα εργατικά μου χέρια, να τα νιώθω πως ξεκουράζονται πάνω στα πέτρινα γόνατα
του φιλικού μας κόσμου.

Σήμερα νιώθω μια τρυφερότητα για τον εαυτό μου ξέροντας πως θα μ’ αγαπήσετε
Σήμερα αγαπάω κ’ εχτιμάω τον εαυτό μου
σήμερα χαμογελάω στον εαυτό μου κοιτάζοντας τον
με τ’ αδερφικά σας μάτια.
Μια στιγμή άφησα τ’ όπλο μου να κρυώσει μια στάλα στην πέτρα, άνοιξα το γυλιό μου κ’ έβγαλα το καθρεφτάκι της τσέπης, – ναι, είμαι όμορφος, – όταν μ’ αγαπάτε – τι θα μπορούσα να κάνω για σας, – όταν μ’ αγαπάτε -τι θα μπορούσα , μόνο τώρα το καταλαβαίνω-
( κ’ ίσως είναι αργά, μόνο με το θάνατό μου έχω να σας χαρίσω πια. ) λ.χ. θα μπορούσα να τινάξω ένα τανκ με μια γροθιά, να πελεκήσω ένα άγαλμα σ’ ‘ένα βουνό, μονομερίς – όταν μ’ αγαπάτε – ή να χτίσω σε μια ώρα ένα πανύψηλο σκολειό. Δεν αστειεύουμαι. Δεν είναι ώρα, αδέρφια μου, για αστεία. Θάθελα νάμαι ωραίος μέσα κι όξω για ν’ αξίζω την αγάπη σας, ναι, ( κι ας το πω κι αυτό : ) για να με σκέφτουνται σαν άντρα τους όλα τα ωραία κορίτσια, για να με σκέφτουνται σα φίλο τους όλοι οι ελληνικοί μας έφηβοι και τα παιδιά του κόσμου.
Δεν προφταίνω.
Να πρόφταινα, τουλάχιστο, να ξυριστώ, να ψαλιδίσω λιγάκι το μουστάκι μου. Μα ίσως και να πηγαίνει λίγο γένι στη νεανική μορφή μου. ( Βλέπετε πόσο παιδί με κάνει η αγάπη σας ; Μου ξαναδίνει τη δικιά μου φωνή. )
Για σκέψου, αδερφέ μου, μεθαύριο να διαλέγουν πάνω στα χνάρια μας τα κορίτσια τον άντρα τους
τα παιδιά τους φίλους τους οι άντρες τις πράξεις τους,
να ξέρεις πως και συ πορεύεσαι μαζί τους στ’ αψηλά,
σ’ ένα ψηλό – ψηλό βουνό, όλο κορδέλες άσφαλτο,
για ν’ αγναντέψεις ακέρια την πλάση,
τις πολιτείες γιομάτες καμινάδες κι αστεροσκοπεία και παράθυρα, τους κάμπους και τα δάσα, τα λιμάνια γιομάτα κατάρτια, τα ειρηνικά αεροπλάνα, τους λεβέντες αϊτούς και τους παιδιάστικους χαρταιτούς με κείνες τις αστείες πολύχρωμες ουρές τους – σ’ ένα ψηλό-
ψηλό βουνό, με μια αυτοκινητάρα τελευταία μάρκα
που ίσως θάχει τ’ όνομά μας -.
Και μόλις τώρα το σκέφτηκα, πως τάχατες η ζωή δεν πάει μπροστά με σκοτεινές εξομολόγησες και μικρές ειλικρίνειες ( η εξομολόγηση – τόχω ακουστά, και τώρα το θυμήθηκα – σώζει, λέει, εκείνον που ξομολογιέται. Μα τον άλλον ; Κι ο άλλος τι σου χρωστάει να σηκώνει στη ράχη του σαν τσουβάλια άχρηστες πέτρες τα λόγια σου δίχως καν να μπορεί να τις χτίσει ; ) Το λοιπόν , η ζωή τραβάει μπροστά με πράξεις και θυσίες – μ’ αυτό που λένε ” γενική ηθική ” κι ούτε που ξέρω πως τα λένε αυτά, κι ωστόσο τάπα.
Εγώ το μόνο πούμαθα είναι : σα χουφτώνεις τη γωνιά του τραπεζιού είναι η γωνιά του τραπεζιού μ’ όλη της τη στερεότητα κι όταν χουφτώνεις ένα στήθος ξέρεις πώς και τα πιο στέρεα χέρια τρέμουν και τότες θέλεις να σπείρεις χιλιάδες παιδιά για να χαρούν τον κόσμο μας που εσύ δεν πρόφτασες να τον χαρείς κ’ ίσως, δε λέω, ίσως και να το ξέρεις – κάπου αλλού, βαθιά σου να το νιώθεις – πώς τούτο το στήθος
“γλυκοβύζαστο ετοιμάζει γάλα ανδρείας και λευτεριάς”.
Και, βέβαια, που πρέπει να το ξέρεις. Γεια σας.

Άντε, γριά μάνα, μην αρχίσεις τώρα τις κλάψες. -Όχι;-
Έτσι σε θέλω. Ρωμιά. Σου παίρνω λες τη ζωή σου ; Σου αφήνω την περφάνεια σου.
Δε θα σέιδει ο εχτρός καμπουριασμένη. Το ξέρω. Θα πεις: “Είμαι πέρφανη για το γιο μου, – κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου”.
Έτσι. Γεια σου, μάνα.
Ο πατέρας θα με γνωρίσει στο νεκροτομείο απ’ τις χοντρές ελληνικές κοκάλες μου, όμοιες με τις δικές του, κι απ’ το σταυρό της πατρίδας πούχα φυλαχτάρι μες στις τρίχες του κόρφου μου. Μιλάω για μένα σα νάμαι ερωτευμένος με τα μένα, σα νάναι η Ρωμιοσύνη ερωτευμένη με τα μένα. Συχωράτε με.
Εσείς μου το δώσατε τούτο το δικαίωμα. Ευχαριστώ.
Εσείς, κ’ η αγάπη μας, κι ο θάνατός μου. Το ξέρω, ως και κείνος που πήρε τα 5.000 αργύρια θα πιει κάποιο βραδάκι ένα ποτήρι στην υγειά μου σε μια ταβέρνα της Πάφος και θ’ απογείρει να κλάψει μέσα στο ποτήρι του,
Γιατί ήμουνα φίλος καλός
κ’ ίσως να γίνει φίλος μας κι αυτός μια μέρα.
Τώρα λοιπόν, βαθιά και σίγουρα, μπορώ να σας το πω, σα να οδηγάω, και πάλι, το αμαξάκι μου σ’ ένα ασφαλτοστρωμένο δρόμο της Κύπρου ίσα και παστρικά, ένα ολογάλανο κ’ ήμερο πρωινό, – μπορώ να το πω :
” Η αρετή μας είναι η αμοιβαία μας χρησιμότητα “.
Εν τάξει αδέρφια. Εδώ δεν είναι ακατόρθωτη η αδερφοσύνη για μας και για όλους. Εδώ οι διαφορές βουλιάζουνε σ’ ένα χαμόγελο, – κ’ είναι έτσι όπως ακούς, κείνες τις νύχτες του καλοκαιριού, – γαλάζιες, αργυρές και ρόδινες – σ’ ένα μονάχα φέγγος ευτυχίας όλα τα ξέχωρα σπιτίσια μουρμουρίσματα και των μικρών και των μεγάλων άστρων και τρέμει η ρίζα της καρδιάς και τρέμει ο κόσμος τόσο που θέλεις να σκουντήσεις τον αγκώνα κάποιου φίλου για ν’ ακούσεις μαζί του,
ή τον αγκώνα έστω μιας πέτρας για ν’ ακούσει και κείνη,
να μοιράσεις τη χαρά σου.
Με τούτη την αγάπη, λέω, που μια μέρα, οι ξύλινοι σταυροί θα μπουμπουκιάσουν τριαντάφυλλα – ναι, κι ο δικός μου ο σταυρός, ο καμένος, ο πέτρινος, με τούτη, λέω, την αγάπη μια μέρα θα λυγίσουμε κείνους που φέρνουν τ’ άδικο και σπέρνουνε το μίσος.
Τούτη είναι η εντολή μου -
μ’ όλο που αυτή την ώρα δεν το ξέρω το μίσος
σα να μην τόμαθα ποτές ή να το ξέχασα. Γεια σας.

Όλο ετοιμάζουμαι να φύγω. Όλο σας αποχαιρετώ, κι ακόμα στέκω σαν κάτι νάχω να προστέσω ακόμα στον κόσμο. Σα νάχω να προσφέρω λίγη ακόμα ευτυχία σε σας
απ’ το μεδούλι μου. Θυμάμαι -
καλοκαιριάτικο σούρουπο ήταν -
σταμάτησα τ’ αμάξι μπροστά σε μια καλύβα. Διψούσα. Μια μαυροφορεμένη γριά με φίλεψε με το κανάτι δροσερό νερό. ” Φχαριστώ γιαγιά “, της είπα. ” Καλή λευτεριά, γιε μου “, αποκρίθηκε.
” Καλή λευτεριά, γιαγιά ” της ξανάπα – κ’ ένιωσα πως της την χρωστάω.
Μούβγαλε το κασκέτο και μου σφούγγισε με το χέρι της το κούτελό μου.
( Ξέρετε, κ’ οι γριές μπορούνε να χαμογελάνε. )
Τη λευτεριά το λοιπόν ο καθένας μας τήνε χρωστάει σ’ όλους. Μια λευτεριά μονάχα για τον ένα δε φελάει σε τίποτα ( αν υπάρχει ).
Τίποτα δεν είναι μήτε για τον ίδιον.
” Άντε γεια σου γιαγιά. Καλή λευτεριά, το λοιπόν “
- κι’ έτριψα λίγο τα μάτια μου – έπεφτε κιόλας γαλανό το θάμπος της βραδιάς, δεν καλόβλεπα.
Κι όπως τράβηξα πάλι με χαμηλωμένα τα δυο φώτα μου
( γιατί έφεγγε ακόμα ) ένιωθα ν’ ανεβαίνω με τα’ αμάξι μου, μαζί και ο μέγας κάμπος της Μεσαορίας βαθύς και σιωπηλός, αχνισμένος απ’ το αργό φεγγαρόφωτο, ένιωθα ν’ ανεβαίνω ίσα στον ουρανό κ’ ένιωθα το φεγγάρι που με χτύπησε κατάστηθα ολόδροσο,
σάμπως χρυσό κωνσταντινάτο το φεγγάρι κρεμασμένο
μ’ ένα σπάγκο απ’ το λαιμό μου, να με δροσίζει τη καρδιά και λίγο – λίγο να ζεσταίνεται και ν’ αχνίζει στον κόρφο μου. Κι έλεγα :
δε φτάνει το τραπέζι, μήτε κάμποσος παράς στην τσέπη, μήτε το ψωμί και το φιλί – ο άνθρωπος είναι πιο τρανός
απ’ την καθημερνή την έγνοια του.
Κ’ έλεγα πάλι που ο άνθρωπος αρχίζει την έγνοια του για το ψωμί κι όλο τραβάει πιο πέρα απ’ τη σκλαβιά του από σκλαβιά σε σκλαβιά, από ξεσκλάβωμα σε ξεσκλάβωμα, απ’ το ξεσκλάβωμα της πατρίδας στο ξεσκλάβωμα του κόσμου ώσπου να νιώσει, μπαίνοντας ίσα στον ουρανό, ν’ αχνίζει το φεγγάρι στον κόρφο του, ώσπου να κλάψει μια νύχτα από αγάπη για όλο τον κόσμο. Έτσι άφησα σ’ ένα χαντάκι τ’ αμάξι μου.
Πήρα τ’ όπλο. Κι ανέβηκα στο βουνό. Έτσι βρέθηκα σε τούτη τη σπηλιά που το στόμιό της βλέπει ολόισα τον ήλιο. Το στρογγυλό της στόμιο είναι ο ίδιος ο ήλιος
που θα τον νιώσω πάλι δροσερό, καθώς θα με περνάνε,
( όπως κείνη τη νύχτα το φεγγάρι ) – θα τον νιώσω δροσερό κωνσταντινάτο να μου δροσίζει το καμένο στήθος, κ’ έτσι λίγο – λίγο να ζεσταίνεται ο ήλιος
και ν’ αχνίζει στον κόρφο μας.
Γεια σας.
( Όλες οι καμπάνες της Γης σήμαναν μεμιάς. Όλα τα ανθρώπινα μέτωπα ψηλά. Όλες οι καρδιές μεσίστιες. Στο χωριό Λύση, ανάμεσα Λευκωσία κι Αμμόχωστος, η μάνα του έσφιξε το μαύρο της τσεμπέρι κάτου απ’ το δυνατό σαγόνι της κ’ είπε ακριβώς τα λόγια που περίμενε ο γιος της : ” Είμαι πέρφανη. Κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη, παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου “. Ο πατέρας του πάλι, σαν πήγε στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Λευκωσίας, αναγνώρισε το καμένο παιδί του απ΄ τις χοντρές ελληνικές κοκάλες του κι από κείνο το χρυσό κωνσταντινάτο που άχνιζε στον κόρφο του και στον κόρφο του κόσμου. )

Α Θ Η Ν Α . 5 Ε Ω Σ 2 5 Μ Α Ρ Τ Ι Ο Υ 1 9 5 7