Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

ΤΕΟΣ ΡΟΜΒΟΣ-ΥΠΟΧΘΟΝΙΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ UNDERGROUND ΤΥΠΟΣ 3


ΟΚΤΟΠΟΥΣ, Η ΓΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΝΤΕΡΓΚΡΑΟΥΝΤ
Tέως Μπόμπορο-Μπόμπο
~0~
Τέλος καλοκαιριού του 1974. Ερχόμενος στην Ελλάδα, μετά από αρκετά
χρόνια παραμονής μου σε διάφορες χώρες του κόσμου, κυρίως της
κεντροδυτικής Ευρώπης, διαπίστωσα ότι η χούντα είχε αποσυντεθεί και
είχε λιώσει σαν βρικόλακας και οι κάτοικοι αυτής της χώρας ζούσαν μέσα
σ’ ένα συνεχές παραλήρημα μέθης και ευωχίας, σε μια διαρκή γιορτή
ελευθερίας. Μολονότι δεν γνώριζα σχεδόν κανέναν όλα μου φαίνονταν
οικεία. Όλοι βρίσκονταν έξω στους δρόμους και παντού στήνονταν
πηγαδάκια συζητήσεων. Ο κόσμος είχε ανάγκη να μιλήσει, να διώξει το
κακό όνειρο και το φόβο. Μετά από το ζόφο των επτά χρόνων
δικτατορίας, μέσα σε συνθήκες ελευθερίας πλέον, οι άνθρωποι δίψαγαν ν’
ανακτήσουν το χαμένο χρόνο, κυκλοφορούσαν ιδέες κι όλα φάνταζαν
εφικτά, δυνατά, πραγματοποιήσιμα. Οι κάτοικοι αυτής της χώρας –το
’βλεπες- ένιωθαν ξαλαφρωμένοι, ανάεροι, ανοιχτοί σε κάθε καινούργια
ιδέα, όλα ήταν πρωτόγνωρα, πρωτόφαντα, πρωτάκουστα. Βγαίναμε έξω
και γνωρίζαμε κάθε βράδυ νέους ανθρώπους. Ήταν λίγο σαν να
ξαναανακαλύπτανε τον κόσμο, όλα όσα ήταν απαγορευμένα τώρα πλέον
επιτρέπονταν…
Το βιβλιοπωλείο  Οκτόπους το
άνοιξα λίγο μετά  την επιστροφή
μου. Το μήνα  Νοέμβρη βρήκα
ένα πολύ ωραίο  ακατοίκητο
διώροφο  νεοκλασικό και
στο ημιυπόγειο  έγινε το
βιβλιοπωλείο,  αφού πρώτα το
έβαψα μαύρο απ’  έξω και μέσα
θαλασσί. Μια  μέρα, ο
υδραυλικός της  γειτονιάς που
έκανε κάποιες  εργασίες στο
βιβλιοπωλείο μού  είπε την ιστορία
του ακατοίκητου κτιρίου. Στο χώρο που τώρα είχα νοικιάσει, χρόνια πριν,
ήταν το «σπίτι» της Ζιζής κι εκεί που τώρα είχα βάλει το γραφείο μου ήταν το κρεβάτι όπου δεχόταν τους πελάτες της, από κάτω έκρυβε το
δοχείο νυκτός για τις πλύσεις των πελατών με περμαγκανάντ μετά την
πράξη, μαζί και το απαραίτητο πουάρ για τις κολπικές πλύσεις. Η Ζιζή
ήταν από «καθώς πρέπει» σπίτι αλλά τα είχε μπλέξει μ’ ένα σκληρό
αγαπητικό που τη σπίτωσε. Κάποτε, η μάνα του κοριτσιού, που ’χε φάει
τον κόσμο να την εύρει, εμφανίστηκε στο μπορντέλο κι έπεσε στα πόδια
της Ζιζής για να την πείσει να επιστρέψει στο σπίτι. Εκείνη την ώρα
μπήκε ο προστάτης κι όταν άκουσε από τη Ζιζή ότι φεύγει, έβγαλε το
κουμπούρι του και της την άναψε. Η Ζιζή στο χώμα και κείνος στη
στενή. Το σπίτι έκτοτε παρέμεινε ακατοίκητο και καταραμένο.
Στο αναμεταξύ οι εκδότες είχαν ανοίξει τις κρυφές αποθήκες όπου είχαν
καταχωνιασμένα τα απαγορευμένα στη διάρκεια της χούντας βιβλία και
τα έβγαλαν στην αγορά, ενώ παράλληλα τυπώνονταν και ανατυπώνονταν
βιβλία με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, αλλά σε κάκιστες στην πλειονότητά τους
μεταφράσεις. Γίνονταν ακόμη και ουρές για βιβλία που μόλις είχαν
κυκλοφορήσει.
Ο κόσμος προσπαθούσε να αναπληρώσει όλα εκείνα τα σκοτεινά και
σιωπηλά χρόνια που ξεκίνησαν με τη μεταξική δικτατορία και
συνεχίστηκαν με τον πόλεμο του ’40-την κατοχή-τον εμφύλιο-τον
καραμανλισμό-τη χούντα -σχεδόν σαράντα χρόνια σιωπής.
Ήταν αρχές του 1975
όταν οι χουντικοί
μεταφέρθηκαν από τη
Τζια, όπου ήταν
εκτοπισμένοι, στις
φυλακές του Κορυδαλλού
όπου και θα γινόταν η
δίκη τους κι εγώ ετοίμασα μερικά πακέτα με αναρχοκομμουνιστικά
βιβλία, ένα δωράκι για κάθε πρωτοπαλίκαρο, και τα πήγα στον
Κορυδαλλό όπου στο επισκεπτήριο αρνήθηκαν να με αφήσουν να τα δώσω
ο ίδιος αλλά και να τα παραλάβουν και τελικά τα παρέδωσα στον
διευθυντή των φυλακών για να τα εγχειρίσει στους αρχιχουνταίους μπας
και διαβάσουνε και ξεστραβωθούνε! Λίγες μέρες μετά, μια νύχτα του Μάρτη, τα
φασιστοειδή της «Νέας Τάξης» (της
σημερινής «Χρυσής Αυγής») έκαψαν το
βιβλιοπωλείο Οκτόπους, αλλά εγώ την είχα
καταφχαριστηθεί την όλη φάση. Από εκείνη
την ημέρα, σα να λειτούργησε κάποιο είδος
αλληλεγγύης και έμπρακτης συμπαράστασης,
άρχισαν να συρρέουν εκατοντάδες άνθρωποι
στο βιβλιοπωλείο της οδού Κωλέττη. Πολύ
γρήγορα το Οκτόπους έγινε κοινωνικός χώρος
και στέκι, κι αυτό που πάντα θεωρούσα
πρώτιστο στη ζωή μου, να δημιουργώ
ανθρώπινες σχέσεις και φιλίες,
πραγματώθηκε με τον καλύτερο τρόπο.
Φιλίες τότε έκανα πολλές. Και με όλους εκείνους που μου ήταν από
πάντα προσφιλείς, νέους προβληματικούς, στερημένους ανθρώπους,
απόβλητους κοινωνικά, περιθωριακούς, όλους όσους ψάχνονταν και
διψούσαν για νέες ιδέες και ακούσματα αλλά και τα κάθε λογής άστεγα
ζώα της πόλης, με όλους αυτούς που ταίριαξαν τα χνώτα μας γίναμε
φίλοι.
Ο Μιχάλης Πρωτοψάλτης έχει γράψει για εκείνα τα χρόνια:
«Τον Τέο Ρόμβο τον γνώρισα στη μεταπολίτευση, το 1975, στο
βιβλιοπωλείο του στην οδό Κωλέττη στα Εξάρχεια, στο περίφημο
Οκτόπους. Το Οκτόπους ήταν το πρώτο αναρχικό βιβλιοπωλείο που
φτιάχτηκε στην Ελλάδα.
Στο Οκτόπους μαζεύονταν εκτός από αναρχικούς και αμφισβητίες,
άνθρωποι περιθωριακοί και μοναχικοί που αποκτούσαν εκεί μια
κοινωνικότητα, τα πρώτα φρικιά, πρωτοπόροι καλλιτέχνες αλλά και
άτομα με ψυχολογικά προβλήματα που έβρισκαν ένα χώρο ελευθερίας, ο
οποίος χωρίς υπερβολή μπορεί να έπαιζε και κάποιο ρόλο, αν όχι
θεραπευτικό, τουλάχιστον ανακουφιστικό. Το Οκτόπους γρήγορα έγινε
ένας χώρος άνθισης παράξενων ιδεών και σουρεαλιστικών ή
ντανταϊστικών χειρονομιών. Υπήρχε μια ατμόσφαιρα κοινοβιακή,
ερωτική, εξεγερσιακή και μπίτνικ…
O Ρόμβος και οι άλλοι μεγαλύτεροι με το παράδειγμά τους μας έμαθαν τι
σημαίνει η καθημερινή ζωή να είναι αξεχώριστη από την πολιτική στάση. Αυτή τη συνέπεια ο Τέος Ρόμβος την κράτησε ευλαβικά μέχρι
σήμερα που ασχολείται με τα οικολογικά προβλήματα. Εκείνο που με είχε
εντυπωσιάσει στον Τέο ήταν η φυσική του ευγένεια και η βαθιά και
βιωμένη πίστη του στην ελευθερία. Παρότι ήταν και ο ιδιοκτήτης του
βιβλιοπωλείου (τυπικά, γιατί ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε εκεί μέσα –
επιπλέον αμφιβάλλω αν έβγαλε έστω μια δραχμή από το Οκτόπους) και ο
μεγαλύτερος σε όλη την παρέα, δεν επέβαλλε το δικό του και άφηνε τον
καθέναν να εκφράζεται όπως νόμιζε και ήθελε.
O Ρόμβος παρότι μπορούσε, δεν ήθελε να είναι αρχηγός. Ακόμη και
σήμερα δεν υπάρχει απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζω καμιά ομαδοποίηση που
να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Σε μια εποχή που η νεολαία ήταν στρατευμένη
στα σταλινικά κόμματα και ασφυκτιούσε από την κομματική πειθαρχία,
το γνήσια ελευθεριακό πνεύμα που είχε εμφυσήσει στο Οκτόπους o
Ρόμβος ήταν ό,τι έπρεπε για μας τους πιτσιρικάδες που ασφυκτιούσαμε
μες την οικογένεια, στο σχολείο, στο φροντιστήριο, διψάγαμε για
ελευθεριακές ιδέες και επιπλέον είχαμε και τα δυο πόδια στη σεξουαλική
στέρηση…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου