Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Γεώργιος Τ. Τσερεβελάκης- Η νιότη

Πέρα στον βράχο της ακτής ανθίζει λουλουδάκι
και κρύβεται το έρημο στης πέτρας την σχισμάδα·
κι εκεί τ’ αγγίζουνε γλυκά της θάλασσας τα χάδια
και χίλια αστέρια το φωτούν στης νύχτας το καρτέρι.
Και της ημέρας η αυγή ξυπνά το να προβάλει
‘πο την λησμονιά την ομορφιά ν’ απλώσει.
Όταν το αντίκρισα μονάχο να κοιτάει,
πλησίασα και είπα του:
«Μικρό μου ανθάκι και καλό, δέξου την αγκαλιά μου
να νιώσεις το θαύμα της ζωής και τη μαγεία πόχει·
καλό δεν θά βρεις εις στη γη και πουθενά κανένα.
Μα, αχ, να μπόρουνα σαν άνεμος να τρέξω
και απ’ τον αφρό τση θάλασσας γλυκά φιλιά να στείλω
κοντά σου εκεί να ‘ρθούν στη φύσης την αγκάλη.»
Κι όλο μου χαμογελά κι αστράφτει το κορμί του
κι αμέσως ανασηκώνεται μ’ όλη τη δύναμή του
αγωνιώντας να σταθεί στο χώμα της γης το μαύρο. 
 Αλλά ξάφνου τ’ ανέμου η πνοή απάνω του χτυπάει
και λυγάει το δύστυχο και γέρνει και κοιτά
με ένα μικρό παράπονο στα μάτια του να φέγγει.
Κι ευθύς αφήνει τη ζωή και ακουμπά στον βράχο
και έπαψε τότε η χαρά τη φύση να γεμίζει.
Ως το ‘δα ένιωσα να σφίγγει η καρδιά μου
και τρέχουν τα μάτια δάκρυα και δεν μπορώ τον πόνο
πού ‘χασα το θαυμαστό της νιότης μου το άνθος.
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου