Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Γεώργιος Σουρής-Ο Ρωμηός

Στoν καφενὲ απ᾿ έξω σαν μπέης ξαπλωμένος,
του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,
και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανέναν δεν κοιτάζω, κανέναν δεν ψηφώ.

Σε μια καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μιαν άλλη, κι ολίγο παρεκεί
αφήνω το καπέλο, και αρχινώ με τόνο
τους υπουργοὺς να  βρίζω και την πολιτική.

Ψυχή μου! τι λιακάδα! τι ουρανὸς ! τι φύσις !
αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές,
κι εγὼ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.

Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους, καΙ όποιους άλλους θέλω,
και στρίβω το μουστάκι μ᾿ αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τον ίδιον εαυτό μου, και γίνομαι σκυλί.

Φέρνω τον νούν στον Διάκο και εις τον Καραίσκο,
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Έλληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,
κι απάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.

Την φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω,
απάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ...
Εχύθη ο καφές μου, τα ρούχα μου λερώνω,
κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τις πώ.

Στον καφετζή ξεσπάω... φωτιὰ κι εκείνος παίρνει.
Αμέσως άνω κάτω του κάνω τον μπουφέ,
τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει,
και τέλος... δεν πληρώνω δεκάρα τον καφέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου