Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Nίκος Γκάτσος-Αμοργός

Κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ
καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων.
HPAKΛEITOΣ
Με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιὰ και τα κουπιὰ στον άνεμο κρεμασμένα
Οι ναυαγοὶ κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρὰ μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια
Αλλὰ τα μάτια των φυκιών είναι στραμένα στη θάλασσα
Μήπως τους ξαναφέρει ο νοτιάς με τα φρεσκοβαμένα λατίνια
Κι ένας χαμένος ελέφαντας αξίζει πάντοτε πιο πολὺ απὸ δυὸ στήθια κοριτσιού που σαλεύουν
Μόνο ν᾿ ανάψουνε στα βουνὰ οι στέγες των ερημοκκλησιών με το μεράκι του αποσπερίτη
Να κυματίσουνε τα πουλιὰ στης λεμονιάς τα κατάρτια
Με της καινούργιας περπατησιάς το σταθερὸ άσπρο φύσημα
Και τότε θά ῾ρθουν αέρηδες σώματα κύκνων που μείνανε άσπιλοι τρυφεροὶ και ἀκίνητοι
Μες στοὺς οδοστρωτήρες των μαγαζιών μέσα στων λαχανόκηπων τους κυκλώνες
Όταν τα μάτια των γυναικών γίναν κάρβουνα κι έσπασαν οι καρδιὲς των καστανάδων
Όταν ο θερισμὸς εσταμάτησε κι άρχισαν οι ελπίδες των γρύλων

Γι᾿ αυτὸ λοιπὸν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασὶ τα φιλιὰ και τα φύλλα στο στόμα σας
Θέλω να βγείτε γυμνοὶ στα ποτάμια
Να τραγουδήστε τη Μπαρμπαριὰ όπως ο ξυλουργὸς κυνηγάει τους σκίνους
Όπως περνάει ἡ οχέντρα μες απ᾿ τα περιβόλια των κριθαριών
Με τα περήφανα μάτια της οργισμένα
Κι όπως οι αστραπὲς αλωνίζουν τα νιάτα.

Και μη γελάς και μην κλαις και μη χαίρεσαι
Μη σφίγγεις άδικα τα παπούτσια σου σα να φυτεύεις πλατάνια
Μη γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δεν είναι ο σταυραητὸς ένα κλεισμένο συρτάρι
Δεν είναι δάκρυ κορομηλιάς ούτε χαμόγελο νούφαρου
Ούτε φανέλα περιστεριού και μαντολίνο Σουλτάνου
Ούτε μεταξωτὴ φορεσιὰ για το κεφάλι της φάλαινας.
Είναι πριόνι θαλασσινὸ που πετσοκόβει τους γλάρους
Είναι προσκέφαλο μαραγκού είναι ρολόι ζητιάνου
Είναι φωτιὰ σ᾿ ένα γύφτικο που κοροϊδεύει τις παπαδιὲς και νανουρίζει τα κρίνα
Είναι των Τούρκων συμπεθεριὸ των Αυστραλών πανηγύρι
Είναι λημέρι των Ούγγρων
Που το χινόπωρο οι φουντουκιὲς πάνε κρυφὰ κι ανταμώνουνται
Βλέπουν τους φρόνιμους πελαργοὺς να βάφουν μαύρα τ᾿ αὐγά τους
Καὶ τόνε κλαίνε κι αὐτὲς
Καίνε τα νυχτικά τους και φορούν το μισοφόρι της πάπιας
Στρώνουν αστέρια καταγής για να πατήσουν οι βασιλιάδες
Με τ᾿ ασημένια τους χαϊμαλιὰ με την κορώνα και την πορφύρα
Σκορπάνε δεντρολίβανο στις βραγιὲς
Για να περάσουν οι ποντικοὶ να πάνε σ᾿ άλλο κελλάρι
Να μπούνε σ᾿ άλλες εκκλησιὲς να φαν τις Άγιες Τράπεζες
Κι οΙ κουκουβάγιες παιδιά μου
ΟΙ κουκουβάγιες ουρλιάζουνε
Κι οι πεθαμένες καλογριὲς σηκώνουνται να χορέψουν
Με ντέφια τούμπανα και βιολιὰ με πίπιζες και λαγούτα
Με φλάμπουρα και με θυμιατὰ με βότανα και μαγνάδια
Με της αρκούδας το βρακὶ στην παγωμένη κοιλάδα
Τρώνε τα μανιτάρια των κουναβιων
Παίζουν κορώνα-γράμματα το δαχτυλίδι τ᾿ Άη-Γιαννιού και τα φλουριά του Αράπη
Περιγελάνε τις μάγισσες
Κόβουν τα γένια ενὸς παπά με του Κολοκοτρώνη το γιαταγάνι
Λούζονται μες στην άχνη του λιβανιού
Κι ύστερα ψέλνοντας αργὰ μπαίνουν ξανὰ στη γη και σωπαίνουν
Όπως σωπαίνουν τα κύματα όπως ο κούκος τη χαραυγή όπως ο λύχνος το βράδυ.

Έτσι σ᾿ ένα πιθάρι βαθὺ το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπαναριὸ μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο
Έτσι με μια γραβάτα φανταχτερὴ
Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιὲς μια τρυφερή μου αγάπη
Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι
Με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτὸ και την παλάμη πάνω στο φλουρί της
Πάνω στην πρωινή του θαλπωρὴ όταν σιγὰ σιγὰ σαν τον κλέφτη
Απὸ το παραθύρι της άνοιξης μπαίνει ο αυγερινὸς να την ξυπνήσει!

Λένε πως τρέμουν τα βουνὰ και πως θυμώνουν τα έλατα
Όταν η νύχτα ροκανάει τις πρόκες των κεραμιδιών να μπουν οι καλικάντζαροι μέσα
Όταν ρουφάει η κόλαση τον αφρισμένο μόχθο των χειμάρρων 

Ή όταν η χωρίστρα της πιπεριάς γίνεται του βοριά κλωτσοσκούφι.

Μόνο τα βόδια των Ἀχαιών μες στα παχιὰ λιβάδια της Θεσσαλίας
Βόσκουν ακμαία και δυνατὰ με τον αιώνιο ήλιο που τα κοιτάζει
Τρώνε χορτάρι πράσινο φύλλα της λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρὸ νερὸ μες στ᾿ αυλάκια
Μυρίζουν τον ιδρώτα της γης κι ύστερα πέφτουνε βαριὰ κάτω απ᾿ τον ίσκιο της ιτιάς να κοιμηθούνε.

Πετάτε τους νεκροὺς είπ᾿ ο Ηράκλειτος κι είδε τον ουρανὸ να χλωμιάζει
Κι είδε στη λάσπη δυο μικρὰ κυκλάμινα να φιλιούνται
Κι έπεσε να φιλήσει κι αυτὸς το πεθαμένο σώμα του μες στο φιλόξενο χώμα
Όπως ο λύκος κατεβαίνει απ᾿ τοὺς δρυμοὺς να δει το ψόφιο σκυλὶ και να κλάψει.
Τι να μου κάμει η σταλαγματιὰ που λάμπει στο μέτωπό σου;
Το ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνὸς τ᾿ ονομά του
Το ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητὸς τη φωλιά του
Μα εδώ στην όχτη την υγρὴ μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Μόνο ένας δρόμος απατηλὸς και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρὸς σε προφτάσει
Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
Άνθη πουλιὰ ελάφια
Να βρεις μίαν άλλη θάλασσα μίαν άλλη απαλοσύνη
Νὰ πιάσεις απὸ τα λουριὰ του Ἀχιλλέα τ᾿ άλογα
Άντὶ να κάθεσαι βουβὴ τον ποταμὸ να μαλώνεις
Τον ποταμὸ να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσὺ θά ῾χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα ῾χει γεράσει.
Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Πάρ᾿ το σημαία της ζωής να σαβανώσεις το θάνατο
Κι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Κι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορὰ στην παγωμένη ερημιὰ το δάκρυ του πιγκουίνου
Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα ῾ναι η ζωὴ με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Με το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Με το μαχαίρι ενὸς καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Με το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερὸ σ᾿ ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν᾿ ανθίσει μόνο
Λίγο στάρι για τις γιορτὲς λίγο κρασὶ για τη θύμηση λίγο νερὸ για τη σκόνη...

Στου πικραμένου την αυλὴ ήλιος δεν ανατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ᾿ άστρα
Μόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιὲς
Και νυχτερίδες τρων πουλιὰ και κατουράνε σπέρμα.

Στου πικραμένου την αυλὴ δε βασιλεύει η νύχτα
Μόνο ξερνάν οι φυλλωσιὲς ενα ποτάμι δάκρυα
Οταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Και τα κοράκια κολυμπάν σ᾿ ένα πηγάδι μ᾿ αίμα.

Στου πικραμένου την αυλὴ το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλὸ κι έχει η καρδιὰ πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικὲς σε βρυκολάκων πόδια.

Στου πικραμένου την αυλὴ βγαίνει χορτάρι μαύρο
Μόνο ένα βράδυ του Μαγιού πέρασε ένας ἀγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρὺ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλὶ της θάλασσας της αφροστολισμένης.

Κι αν θα διψάσεις για νερὸ θα στίψουμε ένα σύννεφο
Κι αν θα πεινάσεις για ψωμὶ θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Μόνο καρτέρει μια στιγμὴ ν᾿ ανοίξει ο πικραπήγανος
N᾿ αστράψει ο μαύρος ουρανὸς να λουλουδίσει ο φλόμος.

Μα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλὸς κι εχάθη
Είταν τού Μάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρὺ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλὶ τΗς θάλασσας της αφροστολισμένης.

Ξύπνησε γάργαρο νερὸ απὸ τη ρίζα του πεύκου να βρεις τα μάτια των σπουργιτιών και να τα ζωντανέψεις ποτίζοντας το χώμα με μυρωδιὰ βασιλικού και με σφυρίγματα σαύρας. Το ξέρω είσαι μια φλέβα γυμνὴ κάτω απὸ το φοβερὸ βλέμμα του ανέμου είσαι μία σπίθα βουβὴ μέσα στο λαμπερὸ πλήθος των άστρων. Δε σε προσέχει κανεὶς κανεὶς δε σταματά ν᾿ ακούσει την ανάσα σου μα συ με το βαρύ σου περπάτημα μες στην αγέρωχη φύση θα φτάσεις μια μέρα στα φύλλα της βερυκοκιάς θ᾿ ανέβεις στα λυγερὰ κορμιὰ των μικρών σπάρτων και θα κυλήσεις απὸ τα μάτια μιας αγαπητικιάς σαν εφηβικὸ φεγγάρι. Υπάρχει μια πέτρα αθάνατη που κάποτε περαστικὸς ένας ανθρώπινος άγγελος έγραψε τ᾿ ονομά του επάνω της κι ένα τραγούδι που δεν το ξέρει ακόμα κανεὶς ούτε τα πιὸ τρελὰ παιδιὰ ούτε τα πιὸ σοφὰ τ᾿ αηδόνια. Είναι κλεισμένη τώρα σε μια σπηλιὰ του βουνού Ντέβι μέσα στις λαγκαδιὲς και στα φαράγγια της πατρικής μου γης μα όταν ανοίξει κάποτε και τιναχτεί ενάντια στη φθορὰ και στο χρόνο αυτὸ το αγγελικὸ τραγούδι θα πάψει ξαφνικὰ η βροχὴ και θα στεγνώσουν οι λάσπες τα χιόνια θα λιώσουν στα βουνὰ θα κελαηδήσει ο άνεμος τα χελιδόνια θ᾿ αναστηθούν οι λυγαριὲς θα ριγήσουν κι οι άνθρωποι με τα κρύα μάτια και τα χλωμὰ πρόσωπα όταν ακούσουν τις καμπάνες να χτυπάν μέσα στα ραγισμένα καμπαναριὰ μοναχές τους θα βρουν καπέλα γιορτινὰ να φορέσουν και φιόγκους φανταχτεροὺς να δέσουν στα παπούτσια τους. Γιατὶ τότε κανεὶς δε θ᾿ αστιεύεται πια το αίμα των ρυακιών θα ξεχειλίσει τα ζώα θα κόψουν τα χαλινάρια τους στα παχνιὰ το χόρτο θαπρασινίσει στους στάβλους στα κεραμίδια θα πεταχτούν ολόχλωρες παπαρούνες και μάηδες και σ᾿ όλα τα σταυροδρόμια θ᾿ ανάψουν κόκκινες φωτιὲς τα μεσάνυχτα. Τότε θα ῾ρθουν σιγὰ-σιγὰ τα φοβισμένα κορίτσια για να πετάξουν το τελευταίο τους ρούχο στη φωτιὰ κι ολόγυμνα θα χορέψουν τριγύρω της όπως την εποχὴ ακριβώς που είμασταν κι εμείς νέοι κι άνοιγε ενα παράθυρο την αυγὴ για να φυτρώσει στο στήθος τους ένα φλογάτο γαρύφαλο. Παιδιὰ ίσως η μνήμη των προγόνων να είναι βαθύτερη παρηγοριὰ και πιο πολύτιμη συντροφιὰ απὸ μια χούφτα ροδόσταμο και το μεθύσι της ομορφιάς τίποτε διαφορετικὸ απὸ την κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Ευρώτα. Καληνύχτα λοιπὸν βλέπω σωροὺς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα μα εγω κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσικὴ για μια καλύτερη μέρα. Οι ταξιδιώτες των Iνδιών ξέρουνε περισσότερα να σας πουν απ᾿ τους Βυζαντινοὺς χρονογράφους.

O άνθρωπος κατὰ τον ρουν της μυστηριώδους ζωής του
Κατέλιπεν εις τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και αντάξια της αθανάτου καταγωγής του
Όπως επίσης κατέλιπεν ίχνη των ερειπίων του λυκαυγούς χιονοστιβάδας ουρανίων ερπετών  χαρταετοὺς αδάμαντας και βλέμματα υακίνθων
Εν μέσῳ αναστεναγμών δακρύων πείνης οιμωγών και τέφρας υπογείων φρεάτων.

Πόσο πολὺ σε αγάπησα εγω μονάχα το ξέρω
Εγω που κάποτε σ᾿ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ᾿ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιὰ και φάγαμε μαζὶ το κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στα μαλλιά σου.

Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλὸ ένα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μια τούφα γαλανὸς καπνὸς μες στο τριανταφυλλὶ του ορίζοντα
Ίδιος με τη φτερούγα του γερανού που σπαράζει
Στρατιὲς χελιδονιών περιμένουνε να πουν στους αντρειωμένους το καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνὰ με χαραγμένες άγκυρες στη μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγὲς παιδιών με το κελάδημα του πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μες  στα ρουθούνια των αγελάδων
Μαντήλια καλαματιανὰ κυματίζουνε
Και μια καμπάνα μακρινὴ βάφει τον ουρανὸ με λουλάκι
Σαν τη φωνὴ κάποιου σήμαντρου που ταξιδεύει μέσα στ᾿ αστέρια
Τόσους αιώνες φευγάτο
Απὸ των Γότθων την ψυχὴ κι απὸ τους τρούλλους της Βαλτιμόρης
Κι απ᾿ τη χαμένη Αγια-Σοφιὰ το μέγα μοναστήρι.
Μα πάνω στ᾿ αψηλὰ βουνὰ ποιοὶ να ῾ναι αυτοὶ που κοιτάνε
Με την ακύμαντη ματιὰ και το γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιας πυρκαγιάς να ῾ναι αντίλαλος αυτὸς ο κουρνιαχτὸς στον αγέρα;
Μήνα ο Καλύβας πολεμάει μήνα ο Λεβεντογιάννης;
Μήπως αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοὶ με τους Μανιάτες;
Ουδ᾿ ο Καλύβας πολεμάει κι ουδ᾿ ο Λεβεντογιάννης
Ούτε κι αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοὶ με τους Μανιάτες.
Πύργοι φυλάνε σιωπηλοὶ μια στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφὲς κυπαρισσιών συντροφεύουνε μια πεθαμένη ανεμώνη
Τσοπαναρέοι ατάραχοι μ᾿ ένα καλάμι φλαμουριάς λένε το πρωινό τους τραγούδι
Ένας ανόητος κυνηγὸς ρίχνει μια ντουφεκιὰ στα τρυγόνια
Κι ένας παλιὸς ανεμόμυλος λησμονημένος απ᾿ όλους
Με μια βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιὰ μοναχός του
Και κατεβαίνει απ᾿ τις πλαγιὲς με τον καράγιαλη πρίμα
Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Χελμού να πει μια καλησπέρα της Γκόλφως.

Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρὶ βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιὰ για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μιαν ανθισμένη κυδωνιὰ να σε παρηγορήσω
Εγὼ που κάποτε σ᾿ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ᾿ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πανω στη θερισμένη καλαμιὰ και φάγαμε μαζὶ το κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιὰ με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στα μαλλιά σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου