Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Γιώργος Τ.Τσερεβελάκης-Οπτασία

Μακράν εκεί παράμερα στη μοναξιά κρυμμένο
είν’ ένα αγριολούλουδο, τ’ αρέσει να ‘ναι ξένο,
θέλει μόνο του να ζει με λίγη αντηλιάδα
στον κόσμο τον απέραντο, στου ήλιου την γλυκάδα.
Στο πέρασμά του ο άνεμος με λύσσα ξεριζώνει
τούτο το πλάσμα που δειλά τ’ ανάστημα σηκώνει
στην αγριάδα τ’ αγεριού, λες θα λιγοψυχήσει,
και μάχεται με αντρειά τον κόσμο μην αφήσει.

Γλυκό αηδονολάλημα τη φύση πλημμυρίζει
κι ολονυχτίς στη σιγαλιά την πλάση νανουρίζει.
Χίλια τραγούδια μαγικά στη νύχτα συναντιώνται
μ’ αστέρια που φωτοβολούν και καρδιακά φιλιώνται.
Και βγαίνει η ανατολή και ροδοκοκκινίζει
και διώχνει τη την καταχνιά, που τα βουνά στολίζει,
κι ανθίζουν πάλι οι μυρτιές και ξεπετιούνται οι κρίνοι
σιμά στ’ αγριολούλουδο, που μοναχό ‘χει μείνει.
Μά ‘ναι το έρημο λειψό και χιλιοβασανισμένο
‘πο την πολλή καταφρόνεση, πικρό κι αποσταμένο
και μένει εκεί να καρτερά το τέλος της ζωής του
γιατί ‘πο το κρύο επάγωσε, μαράθηκε η ψυχή του.


Και μέσα σε τόση δυστυχιά, σε πόνους εκεί δοσμένο
πασχίζει το μαύρο, λαχταρεί, κι είν’ στη γης ριγμένο
του ήλιου το φέγγος να το βρει εις τα βαθιά κρυμμένο.
Και έρχεται ευθύς η ξαστεριά και φέρνει καλοκαίρι
παρηγοριά ‘πο τον ουρανό, περνά τ’ αγριοκαίρι,
σιμά του τρέχει το νερό, κελαρυστό, δροσάτο,
και τα πουλιά τού τραγουδούν μες στην μυρτιά, στον βάτο
και το γλυκοφιλούν και λένε του να αναθαρρήσει
ν’ αψηφά τον πόνο του, να μην τους ξεψυχήσει,
τα δέντρα είν’ ανθοστόλιστα και μυριοβοούνε
της φύσης ξύπνημα γλυκό που ώρα καρτερούνε.


Και πέρασα και άκουσα το μαγικό τραγούδι
κι είδα μια λάμψη θεϊκή να λούζει το λουλούδι·
και πλησιάζω θαρρευτά το όνειρο να ζήσω
κι ας είναι αυτό μοναδικό, μετά να ξεψυχήσω.
Μέσα από τ’ ώριο φως, εμπρός μου φανερώνει
μια ηλιοπερίχυτη ξωθιά και σε μένανε απλώνει
‘πο το χέρι της να κρατηθώ, το ροδολουσμένο,
και φέρνει με ακόμα πιο κοντά τον αποσβολωμένο
και μ’ ένα φιλί ολόγλυκο μου δίνει την δροσιά της
εκείνη πού ‘χε κάποτε στα ροδοπέταλά της
πριχού να την χτυπήσουνε βοριάδες αγριεμένοι
και ‘νιωσα πως ήτονε ως μέσα πικραμένη.

Φεύγει μακριά ‘πο μένανε σαν φεγγαριού αχτίδα
και σβήνει πια ο ίσκιος της κι ομπρός μου δεν την είδα.
Θλίψη με κυρίευσε την φοβερή την ώρα
κι έτρεχε το μάτι μου, που πια του δεν εθώρα.
Και έκλαιγα και φώναζα του άδικου του κόσμου:
«Λίγη αγάπη, ξέγνοιαστη, του κάκου, εμένα δώσμου.»
Και ξάφνου τα νυχτολούλουδα εκεί οπού καθόμουν
ξυπνούν και με γλυκοφιλούν και γω τα απαρνιόμουν,
που ένοιωθα να ποθώ τον πρώτο μου έρωτά μου
εκείνον που έσφιγγα γλυκά στα άσπρα τα φτερά μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου