Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Δημήτριος Ψαλλίδας-Συνάντηση

Τα ξύλα που σιγότριζαν στο τζάκι του θύμιζαν κάτι από τα παιδικά του χρόνια,τότε που καθόταν στην άκρη του και άκουγε τις ιστορίες του παππού του.Ιστορίες κοινότυπες για δράκους,φαντάσματα και άλλα τέρατα της φαντασίας,που όμως αυτή,η φαντασία του μικρού του κεφαλιού,τα μετέτρεπε σε κάτι πρωτότυπο και παραμυθένιο,ελκυστικά και οικεία τρομακτικό,λές και ο τρόμος και η έλξη προς αυτόν ήταν από τα πρώτα πράγματα που χαράχτηκαν στην ψυχή του,αν δε χαράχτηκε αυτή πρώτη πάνω τους.
Από μικρός είχε μια αγάπη για τα βιβλία,έτσι δε θυμάται πιά αν τις ιστορίες αυτές τις άκουσε ή τις διάβασε,αν είχε ποτέ παππού να του τις διηγηθεί ή αν έπλασε ο ίδιος έναν και τον έβαλε συνοδοιπόρο του πάνω στις αράδες,να τον βοηθά για να περάσει τα χάσματα ανάμεσα στις λέξεις,να του ρίχνει το σκοινί για να ανεβαίνει στις κοφτερές πλαγιές της αφήγησης και να τον προειδοποιεί για τις παγίδες και τα δόκανα που έστηνε ο συγγραφέας.Όχι πως δε σωριάστηκε πάνω απ’αυτές τις πλαγιές,δε χάθηκε στα παγωμένα νερά γκρεμισμένος από ένα χάσμα ή δεν πάλεψε με λύσσα να βγεί από μια φοβερή παγίδα.Του άρεσε όμως να φτάνει στο τέλος,πολλές φορές κουρελιασμένος με σκισμένα τα ρούχα και γεμάτος αίματα,άλλες με το μισό του σώμα ξεβρασμένο στην ακτή κάποιας παραγράφου ή καταπλακωμένο από τόνους λέξεων.Μερικές φορές η καταστροφή ερχόταν λίγο πρίν το τέλος ή λίγο μετά,όταν ένιωθε ότι έχανε τον εαυτό του,ότι εξαφανιζόταν και πως ότι ήξερε μέχρι τότε αναιρούνταν,πως δεν το είχε ζήσει πραγματικά.Μα μόνο εκείνη τη στιγμή,την αμέσως επόμενη από το τέλος,όταν η χαρά της περάτωσης και η αρχή της έλλειψης και του χωρισμού ενώνονται και σε αφανίζουν,μόνο τότε ένιωθε ζωντανός.
Από την παιδική ψυχή όμως λίγα πράγματα μένουν και όσα δε χαθούν στην πορεία έρχεται ειρωνικά να μας τα παρουσιάσει μέσα σε ένα νεφέλωμα,αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν ανάμνηση ή μνήμη και που αν ήταν πιό παρατηρητικοί και λιγότερο επιρρεπείς στην εθελοτυφλία θα το έλεγαν μνήμα ,αν κρίνουμε από το βαθμό ζωντάνιας όλων όσων περιέχει.Η μνήμη λοιπόν ήταν αυτό που του έφερνε στο νού όλες αυτές τις παλιές ιστορίες ή το όμοιο που γεννά την ανάμνηση.Γιατί και αυτός τώρα απέχοντας εβδομήντα χρόνια από το να είναι παιδί,καθόταν στην κουνιστή του πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι και αφηνόταν στην απόλαυση της πιό ήσυχης συλλογής πληροφοριών και της πιό αναίμακτης δολοφονίας του χρόνου.
Οι σελίδες διαδέχονταν η μία την άλλη,ο γέρος ζούσε σε έανα άχρονο τόπο,από όπου παρελθόν παρόν και μέλλον έιχαν εξαφανιστεί.Η ζωή και ο χρόνος ξεκινούσαν και σταματούσαν μαζί με τις εναλλασόμενες αράδες.Εκεί που νόμιζε κανείς ότι θα τελείωναν και τα δύο,άρχιζε η επόμενη γραμμή,η επόμενη παράγραφος,ηάλλη σελίδα.Τα γράμματα κόντρα σε όλες τις θεωρίες αιχμαλώτιζαν με τη μάζα τους ότιδήποτε υπήρχε έξω από αυτά:χρόνο,χώρο,ανθρώπους,σκέψεις,επιθυμίες.
Και ξαφνικά μιά λέξη έσπασε και χύθηκε από μέσα της η αταραξία του γέρου.Ο κόσμος αντιστράφηκε.Αυτός ήταν τώρα το βιβλίο και ένιωθε μάτια να τον διαβάζουν και να διαπερνούν τα πιό μύχια νοήματά του.’Εβλεπε τον εαυτό του από διαφορετικές οπτικές γωνίες και ταυτόχρονα δεν μπορούσε να αναγνωρίσει ότι ήταν αυτός.Ένα συνονθύλευμα από οικεία και άγνωστα,από κοντινά και μακρινά τον κύκλωσε και η αίσθηση ενός ταραγμένου ονείρου του πλάκωσε τα μάτια και την καρδιά.
-Είμαι ο θάνατος,ήρθα να σε πάρω.
Η φωνή ήρεμη και σταθερή τον συνέφερε κάπως.Όλα επανήλθαν στην προηγούμενή τους κατάσταση,όμως τώρα δίπλα στο τζάκι στεκόταν μια απροσδιόριστη φιγούρα,που δεν μπορούσε να διακρίνει ποιό από τα δύο μισά του προσώπου της ήταν πιό σκοτεινό,αυτό που έμενε στη σκιά ή αυτό που φωτίζονταν από τις φλόγες.
-Είμαι ο θάνατος,ήρθα να σε πάρω,είπε λοιπόν η φωνή.
-Νόμιζα ότι ερχόσουν αθόρυβα και το ίδιο αθόρυβα θα έφευγα κι εγώ.
-Η γνώση πηγάζει από την εμπειρία και αν είχες παρόμοια εμπειρία θα το θυμόμουν.
-Είμαι λοιπόν νεκρός;
-Όχι ακόμα.
-Ζώ το θάνατό μου λοιπόν.
-Ή ετοιμάζεσαι να πεθάνεις τη ζωή σου.
-Όπως και να’χει δεν μπορώ να σάκολουθήσω σήμερα.Τουλάχιστον όχι αυτη τη στιγμή.
-Και γιατί αυτό;
-Δεν έχω τελειώσει το βιβλίο μου.
-Εκεί που θα πάμε δε θα σου χρειαστεί.
-Είμαι όμως ακόμα εδώ και δεν μπορώ να φύγω,θα ήταν σα να άφηνα μια μισοτελειωμένη δουλειά.
-Όλοι αφήνουν όταν πεθαίνουν.
-Ναι μα εγώ αφήνω έναν μισοτελειωμένο κόσμο.Φαντάσου ο Θεός να πέθαινε πρίν διαβάσει όλο το βιβλίο της ζωής.Τί κόσμο θα έκανε;
-Μα καημένε ο Θεός πράγματι πέθανε πριν προλάβει να διαβάσει όλο το βιβλίο της ζωής.Συγκεκριμένα έχασε την τελευταία παράγραφο.
-Και τί έλεγε η τελευταία παράγραφος;
-Είναι μυστικό αλλά αφού θα σε πάρω μαζί μου θα σου το πώ.Ητελευταία παράγραφος έλεγε ότι ο άνθρωπος θα ήταν αθάνατος.
-Μα πώς το ξέρεις εσύ αυτό;
-Σε αντίθεση με τους ανθρώπους ξέρω το λόγο για τον οποίο γεννήθηκα.
-Χα,εγώ πάλι μόλις τώρα έμαθα το λόγο για τον οποίο πεθαίνω.Άρα γνωρίζεις ότι το να τελειώνεις ένα βιβλίο είθναι σημαντικό.’Εχει να κάνει με την τάξη του κόσμου.
-Άκουσέ με γέρο.Αν έρθεις μαζί μου αυτή τη στιγμή σου υπόσχομαι να σου αποκαλύψω την αλήθεια του κόσμου.Αυτή που δεν θα τη βρείς σε κανένα βιβλίο του κόσμου.Πές μου τί άλλο θέλεις;
-Θέλω μόνο να μου δώσεις λίγο χρόνο ώσπου να τελειώσω το βιβλίο μου.Δε με ενδιαφέρει η αλήθεια του κόσμου.Ακόμα και αν μου την έλεγες δε θα την καταλάβαινα.Εγώ έχω μάθει να απολαμβάνω την ανάγνωση χωρίς λόγο και αιτία.Έτσι είμαι.Φύγε η σκιά ψσου σκοτεινιάζει τις σελίδες μου.
-Μα δεν καταλαβαίνω,τί θα κερδίσεις άνθρωπέ μου από αυτό;
-Θάνατε νομίζω πως δε διάβασες ποτέ σου ούτε ένα βιβλίο.Θα νιώσω αθάνατος ή θα καταλάβω ότι η θνητότητα δεν ελιναι παραίτητα κάτι κακό,κάτι που πρέπει να φοβάμαι.Όπως τελειώνει ένα βιβλίο τελειώνει και η ζωή.Μερικές ζωές βέβαι τελειώνουν πρόωρα εσύ το ξέρεις καλύτερα αυτό.Όμως τα βιβλία σε αντίθεση με τη ζωή έχουν προκαθορισμένο για τον αναγνώστη αριθμό σελίδων.Και το βιβλίο μου πρέπει να τελειώσει.Ένας αναγνώστης δεν αφήνει ποτέ το βιβλίο του στη μέση.

Σημείωμα:Φημολογείται ότι μετά την καταχώρηση του γέρου στα κατάστιχα των θανόντων,ο θάνατος έγινε ένας από τους πιό φανατικούς αναγνώστες,σε σημείο να παραμελεί μέχρι και τα καθήκοντά του.

1 σχόλιο: