Έφτασε στην πόλη χαράματα την ώρα εκείνη που τα βουνά στον ορίζοντα έχουν ακόμα δύο διαστάσεις , κι ο κόσμος μοιάζει με σκηνικό αρχέγονου θεάτρου από παράσταση γιγάντων μισοτελειωμένη αιώνες τώρα. Ώρα που αν έχεις ταξιδέψει ολονυχτίς,μπορείς να την μπερδέψεις με το σούρουπο και ο χρόνος να γίνει μια αιώνια πηγή αποπροσανατολισμού και ψευδαισθήσεων.Βρήκε τις πόρτες ορθάνοιχτες,σκονισμένους διαδρόμους και το γέρο να κάθεται στην αρχή μιας αχανούς έκτασης,μπροστά από άδεια ερμάρια ,εως εκεί που έφτανε το μάτι.Ο γέρος έδειχνε άνθρωπος που θεωρούσε περιττούς τους χαιρετισμούς και την υποθάλπουσα κοινωνική υποκρισία της σημασίας τους,μιας και πίστευε πως οι λέξεις από χρόνια είχαν απεκδυθεί κάθε ουσία που τις έδενε με τα πράγματα και είχαν ξεπέσει σε φληναφήματα και κενολογίες ,καθόλου διαφορετικές στ’αφτιά του από τα κροξήματα των κορακιών που γέμιζαν την οροφή.Πρίν όμως προλάβει να του απευθύνει το λόγο,ο γέρος ορθώθηκε,τον διαπέρασε με τα μισόκλειστα μάτια του και φώναξε:’’ Κύμβαλα αλαλάζοντα,scri-pta volant. Δεν θα το βρείς ποτέ άνομε σφετεριστή,βερμπαλιστή και μωρολόγε,μαγαριστή της ατέρμονης σιωπής.Απ’τη σιωπή έρχεσαι και σπέρνεις θόρυβο,σκίζεις τ’αφτιά και το μυαλό μου με λέξεις-νυχιές,πού’χουν τα ράμφη τους χωμένα στα νερά της Στυμφαλίας.Όμως στη λήθη οδεύεις γιατί δε χάρισες σιωπή κι ο όλεθρος σε καρτερούσε εξ αρχής ανάξια γέννηση,ανομε σπόρε και νοσφιστή του ειδώλου της γνώσης.’’Νόμιζε πως είχε προετοιμαστεί για όλα ,αλλά τα λόγια τον τρόμαξαν και πισωπάτησε.Η φωνή έμοιαζε με τον άνεμο,που έβγαινε απ’τα χθόνια έγκατα της γής,έμοιαζε με το αιώνιο ανεπαίσθητο βουητό της τροχιάς των πλανητών,με το τρίξιμο του τεντωμένου σκοινιού που ενώνει τους κόσμους και εξασφαλίζει την ισορροπία τους. ‘’Μην πανικοβάλλεσαι παιδί μου’’,είπε ο γέρος και μια ακτίδα φωτός έπαιξε στο πρόσωπό του.’’Αυτό είναι το τελετουργικό καλωσόρισμα προς κάθε ξένο επισκέπτη.Πέρασε μέσα.Είσαι ευπρόσδεκτος πια.Τί επιθυμείς;’’
‘’Η φήμη της ξακουστής βιβλιοθήκης σας μ’έφερε ως εδώ.Ο Κοχινούρ της γνώσης την ονομάζουν στα πέρατα της γής.Και εγώ ήρθα από μακριά ικέτης και προσκυνητής στο ναό των ναών ,στο ναό των απαντήσεων,στο αποθησαύρισμα της ανθρώπινης διάνοιας.Κάποιοι διατείνονται πως εδώ βρίσκονται τα χειρόγραφα της Αλεξάνδρειας και πως αυτό που κάηκε εκεί ήταν ένα άδειο κέλυφος,ένας αντιπερισπασμός και άλλοι πως δεν υπάρχει γλώσσα που να μιλήθηκε στη γή ,της οποίας το αποτύπωμα να μη βρίσκεται στη βιβλιοθήκη σας.Ήρθα ως εδώ να δώ με τα μάτια μου το θαύμα.Να βρώ την αλήθεια του λόγου.’’‘’Εσύ είσαι λοιπόν’’,είπε ο γέρος,’’αιώνες σε περίμενα.Το τάγμα των κενοφυλάκων είχε προφητεύσει την έλευση σου’’Ξαφνικά από κάθε μεριά της αίθουσας άρχισαν να εκτοξέυονται παράξενες ψαλμωδί-ες:’’εν αρχή ουκ ην ο λόγος,και ο λόγος ουκ ην προς τον Θεον’’,’’ουτος ηλθεν εις μαρτυρίαν’’,’’das Mystische,das Mystische’’, ‘’Θαβώρ’’,’’του δε λόγου τουδ’εόντος αεί αξύνετοι’’,’’τσ’ενγκ συναυγάζει τσ’ένγκ,τσ’ένγκ,τσ’ένγκ,ch’eng’’.Kαι αμέσως μετά σιωπή πλάκωσε την αίθουσα πρίν αρχίσουν τα τεράστια ερμάρια να καταρρέουν με πάταγο.
‘’Τη σκιά ενός ονείρου ήρθες να αναζητήσεις’’, ούρλιαζε σχεδόν ο γέρος μέσα στο πανδαιμώνιο,’’μά-γοι με τις αρχαίες μπογιές στις παλάμες τους,σμιλευτές πινακίδων και ζηλευτοί καλλιγράφοι της ανατολής,ιδεογράμματα και φθόγγοι αφαιρετικοί,μάταια αναζήτησαν το Σύμβολο.Παιδιά που υποδύονταν ζωές μεγάλων(αεί παίδες εστέ) σε παιδικά παραληρήματα με θεσμούς αφθαίρετους,τυ-φλοί που μάντευαν τα χρώματα ενός μαύρου κόσμου.Παραχαράκτες τσιρκολάνοι όλοι τους,που δεν τολμούν να οριστούν από το τίποτα,γαντζωμένοι στις έννοιες.Αλαλαγμοί μωρών και φοβισμένων.Κι ανάμεσα σ’αυτό το ψεύδος και το χάος στέκουμε εμείς για αιώνες.Το τάγμα των κενοφυλάκων,των εγγυητών του πέπλου της ψευδαίσθησης.’’Ουδέν οίδα’’ ο όρκος μας ,’’scripta volant’’ το μάντρα της ψυχής μας που μας λικνίζει στο ρυθμό του αιώνιου τίποτα,’’ΟΥ ΤΙΣ,ΟΥ ΤΙΣ’’ τ’ονομά μας.Αιώνες σε περίμενα κριτή του χάους και αντικαταστάτη μου.’’
Και η όψη του γέρου άρχισε ξαφνικά ν’αλλάζει.Τα χρόνια κύλησαν από πάνω του ,χάθηκε η σκόνη απ’τα βαριά του βλέφαρα κι ένα νεανικό πρόσωπο εμφανίστηκε στα μάτια του επισκέπτη ,που με τη σειρά του άρχισε να νιώθει τους αιώνες να βαραίνουν τις αρθρώσεις του και μια γυαλάδα κάλυψε το βλέμμα του,ο κόσμος έχασε τον τόνο του και γέρασαν τα χρώματα.Κι απ’το νεανικό κορμί έμεινε μονάχα μια ανάμνηση.
‘’Από τώρα και ες αει το όνομά σου θα είναι συνυφασμένο με το χώρο που κληρονόμησες. Σήκω λοιπόν Κοχινούρ,Όρος του φωτός και Κριτή του Χάους και λάβε τη θέση σου.Ιδού, λάβε και το μοναδικό αποτύπωμα γραπτού λόγου,που θα υπάρξει στον κόσμο τούτο και σε όλους τους κόσμους.Τη βίβλο των κενοφυλάκων.Είθε να έχεις αφοσίωση και υπομονή μέχρι τη μέρα που θα φανεί ο αντικατα-στάτης σου.’’Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του παλιού φύλακα της βιβλιοθήκης.
ΒΙΒΛΟΣ ΤΩΝ ΚΕΝΟΦΥΛΑΚΩΝ
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΠΟΙΗΣΗ
Άρθρο1. Αν δεν ξέρεις να είσαι σιωπηλός δε θα γίνεις ποτέ ποιητής.Αλλά μόνο όταν αναγνωρίσεις το μάταιο της περιγραφής γίνεσαι πραγματικά ποιητής,οπότε νομοτελειακά επιστρέφεις στην αφετηρία σου,το μόνο σταθερό σημείο,ένα είδος τελείωσης για τον ποιητή και εκλέπτυνσης των εργαλείων του,που η μη χρήση τους αποτελεί τον καλύτερο τρόπο χρήσης, όχι για τον κόσμο(αναγνώστες) αλλά για τον ίδιο.Η σιωπή είναι το αμέσως επόμενο βήμα από την ακριβορρημοσύνη στο δρόμο της πνευματικής τελείωσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου