Του κάρου η ρόδα εκεί όπου συχνοτρέξει
της πολιτείας τη ρούγα βαθουλώνει
κι ευτύς ο λάκκος πλημμυρά όταν βρέξει
κι άπασπρη λάσπη το νερό θολώνει.
Κι όταν πάλι στέρνα ο καιρός ξεφέξει
κι αποβροχάρης των σπιτιών χρυσώνει
τη στέγη ο ήλιος,έρχεται να παίξει
η αχτίδα στο λιμνί και σε θαμπώνει.
Κι αντιφωτά στο βούρκο ο δρόμος όλος,
τα χτίρια τα ψηλά,ο γαλάζιος θόλος,
τα γνέφη ροδοκόκκινα και βάθος
άμετρο βλέπεις μες στη γη-θε ναναι
περίσσιες οι ψυχές που όμοια,πλανάνε
μα κι άλλες μαύρες κι άγριες απ΄το πλήθος
της πολιτείας τη ρούγα βαθουλώνει
κι ευτύς ο λάκκος πλημμυρά όταν βρέξει
κι άπασπρη λάσπη το νερό θολώνει.
Κι όταν πάλι στέρνα ο καιρός ξεφέξει
κι αποβροχάρης των σπιτιών χρυσώνει
τη στέγη ο ήλιος,έρχεται να παίξει
η αχτίδα στο λιμνί και σε θαμπώνει.
Κι αντιφωτά στο βούρκο ο δρόμος όλος,
τα χτίρια τα ψηλά,ο γαλάζιος θόλος,
τα γνέφη ροδοκόκκινα και βάθος
άμετρο βλέπεις μες στη γη-θε ναναι
περίσσιες οι ψυχές που όμοια,πλανάνε
μα κι άλλες μαύρες κι άγριες απ΄το πλήθος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου